Της Μαρίνας Ελευθεριάδου*Η αντίθεση μεταξύ του κλίματος θριάμβου στην τελετή εγκαινίων της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ και της εικόνας εμπόλεμης ζώνης στη Γάζα, σε απόσταση μόλις 80 χιλιομέτρων από την Ιερουσαλήμ, ήταν παραπάνω από ενδεικτική για το χάσμα που χωρίζει τις δύο κοινότητες.
Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί πανηγυρίζει το Ισραήλ. Εβδομήντα χρόνια μετά τη δημιουργία του, το κράτος του Ισραήλ καταφέρνει να ικανοποιήσει ένα μακροχρόνιο στόχο του, την εδραίωση και νομιμοποίηση της κυριαρχίας του στην Ιερουσαλήμ. Αυτή η νίκη προστίθεται σε μια σειρά de facto «επιτυχιών» στα επιμέρους ζητήματα που βρίσκονται στην καρδιά της ισραηλινο-παλαιστινιακής διαμάχης. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων και ιδιαίτερα μετά το ουσιαστικό πάγωμα της ειρηνευτικής διαδικασίας το 2000, το Ισραήλ έχει επιδοθεί σε μια μεθοδική αναμόρφωση των «δεδομένων στο έδαφος» όσον αφορά τα τρία βασικά ζητήματα-«αγκάθια» μιας ενδεχόμενης λύσης στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη: το ζήτημα των συνόρων, το καθεστώς της Ιερουσαλήμ και το δικαίωμα της επιστροφής των παλαιστίνιων προσφύγων. Η ευθεία αμφισβήτηση της ανάγκης καθορισμού του τελικού καθεστώτος της Ιερουσαλήμ στο πλαίσιο διμερών διαπραγματεύσεων προστίθεται στη συνεχή συρρίκνωση των παλαιστινιακών εδαφών ως «σημείο εκκίνησης» των διαπραγματεύσεων για τα σύνορα ενός μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους και τη διόγκωση των εποικισμών στη Δυτική Όχθη και περιμετρικά της Ιερουσαλήμ. Αποσυνθέτοντας σταδιακά την προοπτική ενός εδαφικά συνεχούς παλαιστινιακού κράτους, στο όνομα μιας «ασαφούς» και συνεχώς διογκούμενης επίκλησης στην ασφάλεια του Ισραήλ, το Τελ Αβίβ έχει καταφέρει παράλληλα να προωθήσει μία άλλη, σχετικά νεότερη, στόχευση: την εσωτερική θεμελίωση και αναγνώριση του Ισραήλ ως «Εβραϊκό Κράτος».
Η αντι-διπλωματική προσέγγισηΗ έμμεση αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ αναμφισβήτητα αποτελεί νίκη του Νετανιάχου, αν και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην ευνοϊκή για το Ισραήλ αναδιάρθρωση της αμερικανικής πολιτικής. Αποτελεί νίκη του Νετανιάχου και της πολιτικής της «ενεργούς κωλυσιεργίας» στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη, ακόμα και αν αυτή η νίκη απαιτούσε τη σύμπλευση με εκπροσώπους του αμερικανικού ακραίου ευαγγελικού προτεσταντισμού και ανοχή μπροστά στις βαθιά αντι-σημιτικές απόψεις τους. Αυτή η παράδοξη λυκοφιλία, που χρονολογείται από την εποχή Ρέιγκαν, επωφελείται της νέας πραγματικότητας που φέρνει η κυβέρνηση Τραμπ σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής. Η πλήρης απαξίωση του διεθνούς δικαίου, η αντικατάσταση της διπλωματίας με τη λογική του «take it or leave it» και η προτίμηση προς τη μονομέρεια στη διεθνή πολιτική, αποτελούν κύρια στοιχεία της εξωτερικής πολιτικής του Τραμπ, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή. Η μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, την ημέρα που έγινε και με τον τρόπο που έγινε, αποτελεί συνέχεια μιας σταθερά «αντι-διπλωματικής» προσέγγισης στα προβλήματα της περιοχής: από το ζήτημα του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν μέχρι τη σφαγή στην Υεμένη.
Όσο εύκολο είναι να καταλάβει κανείς τους λόγους για τους οποίους πανηγυρίζει το Ισραήλ, εξίσου εύκολο είναι να αντιληφθεί κανείς γιατί στη Γάζα οι άνθρωποι δεν συμμερίζονταν το αίσθημα θριάμβου. Ενώ για το Ισραήλ η μεταφορά της πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ (και η αντι-ιρανική στροφή των ΗΠΑ) σηματοδοτεί μια επιβεβαίωση και επιβράβευση της επιμονής του, ακόμα και όταν το διεθνές κλίμα (συμπεριλαμβανομένου των ΗΠΑ) ήταν αρνητικό, για την παλαιστινιακή ηγεσία, αντιθέτως, σηματοδοτεί το τέλος των ψευδαισθήσεων, καθώς οι ΗΠΑ χάνουν οριστικά ό,τι είχε απομείνει από το ρόλο τους ως έντιμου μεσολαβητή στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη. Για τους Παλαιστίνιους στη Γάζα (και τη Δυτική Όχθη), από την άλλη, η «απώλεια» της Ιερουσαλήμ σηματοδοτεί την -περαιτέρω- ματαίωση των προσδοκιών τους και την αποδοκιμασία της υπομονής που έχουν δείξει στα 25 χρόνια μετά το Όσλο, σε συνεχώς πιο απάνθρωπες συνθήκες.
Πόσο δικαιολογημένη είναι η οργή των Παλαιστινίων και, τελικά, γιατί εξεγείρονται οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα; Ο Ted Gurr, σχεδόν μισό αιώνα πριν, στο μνημειώδες βιβλίο του «Γιατί οι άνθρωποι εξεγείρονται;», υποστήριξε ότι στην καρδιά του προβλήματος βρίσκεται ο μηχανισμός «συγκριτικής αποστέρησης», δηλαδή η δημιουργία μια μακροχρόνιας ανακολουθίας μεταξύ αυτού που μια ομάδα ανθρώπων θεωρεί ότι δικαιούται να έχει και εκείνου που θεωρεί ότι μπορεί ρεαλιστικά να αποκτήσει. Για τους Παλαιστίνιους, λοιπόν, η συμβολική απώλεια της Ιερουσαλήμ προστίθεται σε μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών και ματαιωμένων προσδοκιών για μια «δίκαιη» επίλυση της σύγκρουσης και των τριών επιμέρους ζητημάτων που την συγκροτούν.
Το δικαίωμα της επιστροφήςΔεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Χαμάς συνεχίζει να ελέγχει την Γάζα και ότι προσέφερε «μορφή και δομή» στο πρόσφατο κύμα διαδηλώσεων, ωστόσο ο ρόλος της στην υποδαύλιση της οργής του εκεί παλαιστινιακού πληθυσμού είναι περιορισμένος. Ο παλαιστινιακός πληθυσμός της Γάζας ήδη γνωρίζει καλά τις επιπτώσεις του εδαφικού και οικονομικού στραγγαλισμού, που επιτάσσει το αίσθημα περί (συνοριακής) ασφάλειας του Ισραήλ. Φέτος συμπληρώνονται 11 χρόνια από την κατάληψη της Γάζας από τις δυνάμεις της Χαμάς, μετά την άρνηση της Φατάχ και των δυνάμεων του Κουαρτέτου να αναγνωρίσουν τη νίκη της στις παλαιστινιακές βουλευτικές εκλογές του 2006. Σε αυτά τα χρόνια, ο πληθυσμός της Γάζας έχει βιώσει τρεις μεγάλες ισραηλινές επεμβάσεις και άπειρες μάταιες προσπάθειες επούλωσης του ενδο-παλαιστινιακού «σχίσματος» (η πιο πρόσφατη τον Οκτώβριο του 2017). Παράλληλα, ο ισραηλινός αποκλεισμός σε συνδυασμό με την ανεπαρκή και αυταρχική διακυβέρνηση της Χαμάς μεταφράζονται σε συνεχώς δυσμενέστερες συνθήκες ζωής. Η έλλειψη βασικών ειδών, οι πολύωρες διακοπές υδροδότησης και ηλεκτροδότησης και η υψηλή ανεργία (45%) αποτελούν αναπόσπαστό μέρος της μίζερης πραγματικότητας που βιώνουν οι Παλαιστίνιοι στη Γάζα.
Δεν είναι τυχαίο ότι η οργή των Παλαιστινίων στη Γάζα πήρε τη μορφή μιας κλιμακούμενης διαμαρτυρίας, από την «Ημέρα της Γης» (30 Μαρτίου) έως την «Ημέρα της Νάκμπα» (15 Μαΐου), ούτε είναι τυχαίο ότι ονομάστηκε «Η Μεγάλη Πορεία της Επιστροφής». Το «δικαίωμα επιστροφής» των Παλαιστινίων προσφύγων για πολλά χρόνια ήταν δευτερεύον ζήτημα στην ειρηνευτική διαδικασία, λιγότερο φλέγον από το θέμα των συνόρων και της Ιερουσαλήμ. Υπήρχε μια άρρητη συμφωνία ότι η πλειοψηφία των προσφύγων θα μπορούσε να επιστρέψει κυρίως σε εδάφη του μελλοντικού παλαιστινιακού κράτους και σε μικρότερο βαθμό στο Ισραήλ. Το ζήτημα των αποζημιώσεων και άλλα διαδικαστικά ζητήματα αντιμετωπίζονταν κατά βάση ως τεχνοκρατικής φύσης. Ωστόσο, το «δικαίωμα της επιστροφής», πλέον, αποτελεί το μοναδικό εναπομείναν πεδίο δράσης για τον παλαιστινιακό πληθυσμό, καθώς η προοπτική μιας λύσης δύο κρατών απομακρύνεται, η «επιστροφή» καθίσταται και φαντάζει ως η μοναδική ρεαλιστική επιλογή.
*Διδάσκει «Ασύμμετρες Συγκρούσεις» στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και είναι αρχισυντάκτρια στο Κέντρο Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών (ΚΕΜΜΙΣ) www.cemmis.edu.gr