Η Ανγκέλα Μέρκελ κατόρθωσε να μην δώσει λύση στα δύο μεγάλα ζητήματα που βασανίζουν την Ευρώπη εδώ και μερικά χρόνια. Στη δομική κρίση της κακοστημένης Ευρωζώνης, που μεγάλωσε το χάσμα ανισοτήτων στην ΕΕ, και στην πρόκληση του μεταναστευτικού, που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται και στις αστοχίες της «ευρωπαϊκής πολιτικής» εδώ και δεκαετίες. Οι εξελίξεις στην Ιταλία επιβεβαιώνουν ότι η ώρα που θα χρειαστεί να πληρώσει το λογαριασμό πλησιάζει. Το ερώτημα είναι απλώς αν ο λογαριασμός θα είναι σε… λιρέτες.
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΗ Ανγκέλα Μέρκελ έχει αποφύγει να τοποθετηθεί προσωπικά στα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες στην Ιταλία. Ίσως να το κάνει από συνήθεια. Πάντα της άρεσε να αποφεύγει τις βιαστικές εκτιμήσεις και την καταστροφολογία. Ίσως, όμως, να το κάνει και από ενοχή. Γιατί δεν μπορεί να μην έχει συνειδητοποιήσει ότι η (πιθανότατα) τελευταία θητεία της ως καγκελαρίου μπορεί να συνδεθεί με μια μεγάλη καταστροφή για την Ευρώπη, η οποία θα είναι απλά η φυσιολογική εξέλιξη των όσων προηγήθηκαν στις προηγούμενες τετραετίες της.
Ο γερμανικός Τύπος, η Μπούντεσμπανκ και τα φερέφωνά τους στις Βρυξέλλες αντιμετωπίζουν τη διαφαινόμενη ιταλική κρίση με αυταρέσκεια, ειρωνεία και το γνωστό δασκαλίστικο ύφος, που καθιέρωσε ως εργαλείο ευρωπαϊκής πολιτικής ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Οι αφελείς που (και εδώ στην Ελλάδα) πανηγύριζαν όταν το υπουργείο Οικονομικών πέρασε στα χέρια του Όλαφ Σολτς, έχουν στο μεταξύ καταπιαστεί με το αγχωτικό καθήκον να διαγράψουν από τη συλλογική μνήμη όσα διατυμπάνιζαν μερικούς μήνες πριν για τις ευεργετικές συνέπειες μιας τέτοιας εξέλιξης. Έχουν ακόμα και αυτοί κατανοήσει ότι (γερμανική) ομάδα που κερδίζει, δεν αλλάζει (τακτική).
Η Γερμανία συνεχίζει να αυτοαπατάται, λέγοντας ότι οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι μπορούν να αποκομίσουν τα δικά της κέρδη από τη λιτότητα, ακολουθώντας το δικό της παράδειγμα, αλλά αυτό το αφήγημα έχει ξεθωριάσει σε πάρα πολλές χώρες, με εξαίρεση κάποιους φανατικούς που επιμένουν ακόμα στα ελληνικά τηλεοπτικά κανάλια της διαπλοκής (όσα έχουν απομείνει ακόμα) ότι «μαζί τα φάγαμε».
To ξεχασμένο εκλογικό μήνυμαΟι Ιταλοί έχουν κουραστεί να αισθάνονται ότι τους κυβερνούν από τις Βρυξέλλες σε απευθείας ανοικτή γραμμή με το Βερολίνο. Αυτό έδειξε το αποτέλεσμα των εκλογών και αυτό είναι και το μεγάλο όπλο στα χέρια της επόμενης κυβέρνησης στη Ρώμη, η οποία είτε το θέλουν, είτε όχι οι «θεσμοί» ρωμαϊκοί ή ευρωπαϊκοί, έχει πίσω της μια σημαντική πλειοψηφία και απέναντί της ημιθανή παραδοσιακά κόμματα, που ακόμα επικαλούνται έναν ξεθωριασμένο και ψεύτικο «καθωσπρεπισμό».
Οι τραπεζίτες των εκατομμυρίων μπόνους και οι τεχνοκράτες με μισθούς δεκάδων χιλιάδων ευρώ το μήνυμα, χτυπούν καμπάνες συναγερμού στο ενδεχόμενο να αποκτήσουν οι ιταλοί πολίτες ένα εγγυημένο εισόδημα 780 ευρώ. Είναι ίσως ένα λαϊκιστικό μέτρο, που έχει υποσχεθεί ένα λαϊκιστικό κίνημα. Μπορεί να επιβαρύνει πράγματι με μερικές δεκάδες δισ. τον ιταλικό προϋπολογισμό. Αλλά είναι κάτι που δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις ούτε υπερβολική πολυτέλεια, ούτε παραλογισμό. Και είναι ίσως η καλύτερη αφορμή για τους ιταλούς λαϊκιστές να προκαλέσουν μια κρίση που θα αναγκάσει τις Βρυξέλλες και το Βερολίνο να τους προτείνουν μια βελούδινη έξοδο από το κοινό νόμισμα, προκειμένου να αποφύγουν τα χειρότερα. Είναι κάτι που θα μπορούσε να συμβεί χωρίς να υπάρχει σε κανένα κυβερνητικό πρόγραμμα.
Το λάθος που έκαναν οι Μέρκελ-Σόιμπλε-Μπούντεσμπανκ, ήταν ότι θεωρούσαν ότι μονίμως στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες θα υπάρχουν συνομιλητές που δεν θα είναι έτοιμοι να φτάσουν στα άκρα. Που θα τηρούν τους κανόνες της δικής τους πολιτικής ορθότητας. Που θα παραμένουν αν όχι υπάκουοι, τουλάχιστον «εντός πλαισίου». Τώρα το Βερολίνο ανησυχεί, γιατί βλέπει ότι έχει να κάνει με παίκτες που είναι έτοιμοι να αμφισβητήσουν τους δικούς του κανόνες. Ή καλύτερα τα δικά του δύο μέτρα και σταθμά. Γιατί είναι κατακριτέα η Ιταλία αν μιλά για μια νέα απευθείας σχέση με τη Μόσχα. Αλλά η Γερμανία διατηρεί για τον εαυτό της το δικαίωμα να συνάπτει προνομιακές ενεργειακές διμερείς συμφωνίες με το Κρεμλίνο, παρακάμπτοντας γεωγραφικά και πολιτικά ολόκληρη την υπόλοιπη Ευρώπη.
Η γερμανική κυβέρνηση θεωρεί αυτονόητο να δηλώνει ότι θα στέλνει πίσω τους παράνομους μετανάστες, αλλά όταν λένε κάτι αντίστοιχο οι Ιταλοί, που έχουν πολύ μεγαλύτερο ποσοτικά πρόβλημα, τότε το Βερολίνο παθαίνει κρίση ανθρωπισμού και επικαλείται κάποιες αόρατες στο μεταξύ ευρωπαϊκές αξίες.
Μια κρίση made in GermanyΟι πανικόβλητες αντιδράσεις των γερμανοκρατούμενων Βρυξελλών ότι «η Ιταλία θα μπορούσε να απειλήσει ολόκληρη την ευρωζώνη», μόνο ικανοποίηση μπορεί να προκαλούν στους Σαλβίνι και Ντι Μάιο, που πιθανότατα αυτό ακριβώς επιδιώκουν. Οι αντιδράσεις και οι παρεμβάσεις αποδεικνύουν όμως και κάτι ακόμα. Ότι το Βερολίνο ποτέ δεν είχε πάρει στα σοβαρά την αναγκαιότητα για αλλαγές στην ευρωζώνη που θα την κάνουν πιο «δίκαιη», πιο λειτουργική και διανεμητική ταυτόχρονα. Αυτό ίσως να είναι η ώρα να το χωνέψει και ο ονειροπόλος Μακρόν.
Η κρίση της Ιταλίας είναι πρωτίστως μια κρίση γερμανική. Λίγοι στο Βερολίνο θα το πουν ανοικτά. Γιατί ακόμα και ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς έχει εμποτιστεί από το ιδεολόγημα για τους «καλοπερασάκηδες» του Νότου και δεν μπορεί να ξεπεράσει τον πατριωτισμό του. Αντίθετα, μάλιστα, ένα άλλο κομμάτι της γερμανικής (Κεντρο)Αριστεράς αναζητεί σήμερα τη σωτηρία του, βάζοντας το εκλογικό σώμα σε θέση συμβούλου σχέσεων, που θα αποφανθεί αν υπάρχει ελπίδα να σωθεί η σχέση της με την ιδέα του έθνους και της πατρίδας. Αυτή η αδυναμία της γερμανικής Αριστεράς να καταλάβει το μέγεθος της επιβολής των συμφερόντων του Βερολίνου στους υπόλοιπους λαούς της Ευρώπης και τις συνέπειες αυτής της στάσης, είναι ίσως το πιο λυπηρό συμπέρασμα μετά από 10 χρόνια κρίσης. Το γεγονός ότι -και- στην Ιταλία ένα λαϊκίστικο δεξιό κόμμα κατορθώνει να καρπωθεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να υπόσχεται καλύτερες μέρες σε αυτούς που έχουν πληγεί θανάσιμα από την πολιτική της λιτότητας, είναι κάτι που δεν αφήνει και πολλά περιθώρια αισιοδοξίας για προοδευτικές εξελίξεις το επόμενο διάστημα και καθώς έχει ουσιαστικά ξεκινήσει η προετοιμασία για τη μάχη των ευρωεκλογών.
•