Ο Περικλής Μουστάκης σκηνοθετεί το «Μετά την πρόβα» του Ι. Μπέργκμαν στο Θέατρο της Οδού ΚυκλάδωνΤο θέατρο είναι η πρόβα. Αυτή η δύσκολη και μαγική διαδικασία της γέννησης, η συγκρουσιακή γεννήτρα του έργου, δηλαδή της παράστασης, ως συνισταμένης δεκάδων δυνάμεων, μεταξύ των οποίων ο σκηνοθέτης και ο ηθοποιός είναι ορίζουσες και οριστικές. Η σχέση μεταξύ τους είναι παιδαγωγική και βίαιη, ασταθής, πληθωρική και ερωτική, ύπουλη, πανούργα και αιθέρια. Μ’ ένα λόγο συγκλονιστική. Αλλιώς δεν είναι. Αλλιώς η παράσταση είναι μια μέτρια ή κακή (αν οι συντελεστές είναι τυχεροί) διεκπεραίωση.
Το 1984, ο μεγάλος Ίνγκμαρ Μπέργκμαν –και εδώ το επίθετο δεν υποκρύπτει τους τετριμμένους υπερθετικούς– γύρισε μια ταινία για την τηλεόραση (ω, ναι, μπορεί να υπάρξει και μια τέτοια τηλεόραση) με τον τίτλο «Μετά την πρόβα» με πρωταγωνιστές τρεις αγαπημένους του ηθοποιούς: Ερλαντ Γιόζεφσον, Λένα Ολίν, Ινγκριντ Τούλιν. Η ταινία αγαπήθηκε και λίγο μετά έγινε θεατρικό έργο και ανέβηκε συχνά στις σκηνές του κόσμου. Το «Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής», τιμώντας τα εκατόχρονα από τη γέννηση του Μπέργκμαν, δίνει τη σκηνή του σε τρεις σκηνοθέτες για να ανεβάσουν τρία έργα του σουηδού δημιουργού: στον Περικλή Μουστάκη, «Μετά την πρόβα», τον Γιάννη Μόσχο, «Σχετικά με τις μαριονέτες και τη ζωή τους» και τον Γιώργο Σκεύα, «Μπροστά σ’ ένα κλόουν».
Οποιος παρακολουθεί με προσοχή την πορεία του Μουστάκη –τα τελευταία 15 χρόνια τουλάχιστον– δεν νομίζουμε ότι εξεπλάγη με την επιλογή. Στοχαστικός και τολμηρός δημιουργός, ο ηθοποιός Περικλής Μουστάκης ως σκηνοθέτης έδωσε αξιομνημόνευτες παραστάσεις ανανεώνοντας την ερμηνεία σημαντικών έργων του σύγχρονου θεάτρου (Τσέχωφ, Πιραντέλο, Ιονέσκο), ενώ ήταν σημαντική η έρευνά του σε θρησκευτικά κείμενα, έρευνα φιλοσοφική και αισθητική, με πολύ ενδιαφέρουσες παραστασιολογικές προτάσεις, ιδίως γύρω από το θέμα του θανάτου. Ακριβώς αυτές οι θεωρητικές αναζητήσεις –για την τέχνη και την τέχνη του, για τον άνθρωπο, για το ίδιο το νόημα– τον οδήγησαν στον Μπέργκμαν.
Είναι δύσκολο να κλείσει κανείς σε λίγες σειρές την ιστορία της Πρόβας. Δεν λέει τίποτε σχεδόν αν πούμε πως ένας σπουδαίος σκηνοθέτης, ο Χένρικ Βόγκλερ, έχοντας τελειώσει την πρόβα στο Ονειρόδραμα του Στρίνμπεργκ, που ανεβάζει για πέμπτη φορά, ξεκουράζεται, όταν εισβάλει στο άδειο θέατρο η νεαρή πρωταγωνίστριά του, Άννα Έκερμαν, κόρη της νεκρής πια ερωμένης και μούσας του, Ρακέλ, που το φάντασμά της έρχεται στη σκηνή, παρακλητικό και επίμονο, να θυμίσει στον Βόγκλερ το παρελθόν και να ανασκάψει μνήμες, συγκρούσεις και απώλειες. Η συζήτησή του Βόγκλερ και της Άννας αναδεικνύει την ιδιαίτερη σχέση ηθοποιού και σκηνοθέτη, αλλά ανοίγει επίσης σημαντικά θεωρητικά ζητήματα για το ίδιο το θέατρο όπως επίσης –αγαπημένες εμμονές του Μπέργκμαν– θέματα σχέσεων στερεοτυπικών δίπολων: μητέρας - κόρης, εραστή - ερωμένης, δημιουργού - δημιουργήματος, τα οποία διερευνώνται μέσα από μια ματιά βαθιά επηρεασμένη από την ψυχανάλυση.
Έντονοι οντολογικοί προβληματισμοίΤο «Μετά την πρόβα» είναι ένα έργο βαθύτατα φιλοσοφικό, μια επίπονη αναδίφηση της ψυχής του καλλιτέχνη, με έντονους οντολογικούς προβληματισμούς, παρούσα την αναζήτηση του Θεού-πατέρα-δημιουργού, της αλαζονείας, της ταπείνωσης και της πτώσης, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται ένα παράξενο παιχνίδι: ηθοποιοί ερμηνεύουν ως ρόλο άλλους ηθοποιούς που ερμηνεύουν ρόλους, καθρέφτες και είδωλα που κάνουν δυσκολότερο το κυνήγι της αυτογνωσίας, αλλά και εντείνουν την εμμονή, την αποφασιστικότητα, την οξυδερκή υπέρβαση των παγίδων που στήνει ο ίδιος ο εαυτός, όταν νιώθει ότι κινδυνεύει να δει την αλήθεια.
Ο Μουστάκης προσέγγισε το έργο με σεβασμό και γνώση. Κράτησε τη στατικότητα, την αφαιρετική ματιά, το λιτό και απέριττο που αποτελούν το ξεχωριστό ύφος Μπέργκμαν, αλλά δεν αναπαρήγαγε την ταινία. Το αντίθετο, η παράσταση έχει το προσωπικό του στίγμα, μια σχεδόν αδιόρατη αλλά πάντως παρούσα και αναγνωρίσιμη κιρκεγκωριανή πινελιά, ιδίως όταν το έργο αρχίζει να αγγίζει το δύσκολο αλλά τόσο σημαντικό θέμα της πίστης, της πίστης στην πιο πλατιά της σημασία, αυτής που αποτελεί μέρος της ταυτότητας του καλλιτέχνη. Στην παράσταση τονίστηκε επίσης η έννοια του χρόνου, με τη μορφή της μοιραίας και οδυνηρής πορείας προς την ωριμότητα, την αυτογνωσία και την απόφαση αλλά και ως η οδύνη της συνείδησης του τέλους. Πιθανώς ήταν και αυτό στη σκέψη του Τ. Ουίλιαμς, όταν, από μια ολότελα διαφορετική παράδοση, έλεγε πως η μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία είναι ο χρόνος. Υποστασιοποιήθηκε με την παρουσία ενός αγοριού –εύρημα του σκηνοθέτη– που κινείται πάνω στη σκηνή ανεξάρτητα από τα δρώμενα, τα οποία εκείνο όμως παρακολουθεί.
Οι συντελεστέςΗ μετάφραση του Χρήστου Μαρσέλλου είχε θεατρικότητα, τα κοστούμια και το σκηνικό της Νίκης Ψυχογιού δεν ενείχαν έκπληξη, οι φωτισμοί του Αλέκου Αθανασίου είχαν άποψη: αντιθέσεις υποσκότεινου και λαμπερά φωτισμένου, ψυχρό λευκό φως, φωτεινές εντάσεις και σκιάσεις, αναδείκνυαν τις συγκρούσεις και βοηθούσαν τον θεατή να κάνει το ταξίδι στο βάθος της ψυχής των ηρώων, σχεδόν να δει μέρος του ασυνειδήτου τους. Η Πηνελόπη Τσιλίκα απέδωσε την Άννα και τις νευρώσεις της, τις καθηλώσεις και τις εμμονές της με την πρέπουσα παιδικότητα και αμηχανία, τη ζήλεια, τη διεκδίκηση, τον ερωτισμό, μολονότι υπήρχε ακόμα χώρος για μια περαιτέρω αναζήτηση στην έκφραση και την αναγκαία απόκρυψη συναισθημάτων. Η Μαρία Ναυπλιώτου συνέλαβε στο απαραίτητο εύρος το πένθος και την απόγνωση της Ρακέλ. Ο Περικλής Μουστάκης βρήκε τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στο εγκεφαλικό και το συναισθηματικό που απαιτεί ο ρόλος. Τρυφερός, πατρικός, αλλά και σκληρός με την Άννα, απαιτητικός, ανελέητος και αποφασιστικός με την Ρακέλ, απόλυτος στο πάθος του για την τέχνη του, συγκρατημένα ερωτικός, ηττημένος από το χρόνο και το περατό της ύπαρξης.
Μαρώ Τριανταφύλλουmaro33@otenet.gr