Χρειάστηκαν σχεδόν 9 μήνες για να «απαντήσει» η Ανγκέλα Μέρκελ στις προτάσεις Μακρόν για τη μεταρρύθμιση της Ευρωζώνης. Αν βεβαίως μπορεί να θεωρηθεί απάντηση, η σχεδόν ολοκληρωτική απόρριψη των περισσοτέρων από τις ιδέες του γάλλου προέδρου. To λάθος, όμως, είναι κυρίως δικό του γιατί περίμενε από μια πολιτικό, που ως τώρα δεν έχει δείξει καμιά διάθεση διαφοροποίησης από το χρηματοπιστωτικό κατεστημένο και τα γεράκια της Μπούντεσμπανκ, να πάθει τώρα «κρίση πυγμής» στη δύση της πολιτικής της σταδιοδρομίας και να ανατρέψει το αφήγημα, πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η επιβολή της Γερμανίας, ως του μεγάλου κερδισμένου της Ευρώπης.
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΗ ανάλυση του συντηρητικού αρθρογράφου μαρτυρούσε περισσότερα από όσα θα ήθελε ίσως και ο ίδιος. Η Ανγκέλα Μέρκελ είναι μια soft πολιτικός, χαμηλών τόνων, μέτριων ρητορικών ικανοτήτων, δέσμια της αναποφασιστικότητάς της σε κρίσιμες στιγμές. Μια πολιτικός που είναι δύσκολο να επιδείξει πυγμή και πάθος, σε μια εποχή που ο πλανήτης κυβερνάται από τύπους σαν τον Τραμπ, τον Πούτιν, τον Ερντογάν ή τον Ορμπάν. Η γερμανίδα καγκελάριος ενσαρκώνει αυτό που ήθελε να συντηρεί ως μοντέλο η μεταπολεμική Γερμανία. Μια χώρα που δεν θα επιβάλλεται με τη στρατιωτική της ισχύ και την επιθετική ρητορεία, αλλά με την οικονομική της δύναμη, που θα αναγκάζει τους υπόλοιπους Ευρωπαίους να την ακολουθούν αναγκαστικά, χωρίς να μπορούν να της επιρρίψουν ευθύνες για «βίαιη συμπεριφορά».
Τα βρήκε όλα έτοιμαΣε όλα αυτά κρύβονται αλήθειες που εξηγούν όμως και γιατί η Ανγκέλα Μέρκελ ποτέ δεν θα μπορούσε να εναντιωθεί στις εντολές του οικονομικού κατεστημένου της χώρας της.
Το μοντέλο αυτό λειτουργούσε ακριβώς επειδή η καγκελάριος δεν είχε κανένα πρόβλημα να αφήνει τις «αγορές» να παίρνουν τις σημαντικές αποφάσεις. Βρήκε μια Γερμανία ενωμένη χάρις στην επιμονή του προκατόχου της στο κόμμα, Χέλμουτ Κολ, και κοινωνικά-οικονομικά απορρυθμισμένη, χάρις στα νεοφιλελεύθερα κατορθώματα του προκατόχου της στην καγκελαρία, Γκέρχαρντ Σρέντερ.
Στη μεγάλη παγκόσμια κρίση του 2008 ακολούθησε πιστά τις οδηγίες του επικεφαλής τότε της Deutsche Bank, Γιόζεφ Άκερμαν, του ανθρώπου σύμβολο για τον ανεξέλεγκτο χρηματοπιστωτικό «καπιταλισμό καζίνο». Στην κρίση της Ευρωζώνης άφησε το ρόλο του κακού στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υιοθετώντας φαινομενικά πιο ήπιες θέσεις απέναντι στο Νότο. Αλλά στο τέλος γινόταν αυτό ακριβώς που αποφάσιζε ο υπουργός της, σε πλήρη σύμπνοια με τη Μπούντεσμπανκ και τους διάσπαρτους μέσα στο ευρωσύστημα επιτετραμμένους της Goldman Sachs, με πρώτο και καλύτερο το Μάριο Ντράγκι. Ακόμα και όταν μέσα σε αυτό το σύστημα εμφανίζονταν τριβές, η καγκελάριος προτιμούσε να «παρεμβαίνει» με αοριστολογίες και να αφήνει άλλους να αποφασίσουν χωρίς να δεσμεύεται για τίποτα πριν δει προς τα πού θα γείρει η πλάστιγγα. Και όσες φορές η Ευρώπη έμοιαζε χαμένη σε κάποια «παράκαμψη», κάπου στο παρασκήνιο ηχούσαν τα δικά της «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε».
Εδώ και σχεδόν εννέα μήνες ο γάλλος πρόεδρος αφελώς προσδοκούσε από τη Μέρκελ να ξεχάσει τον εαυτό της και να σταματήσει να συμπεριφέρεται με αυτόν τον τρόπο. Να πάρει πρωτοβουλίες και να του απαντήσει στο πώς φαντάζεται ότι μπορεί να σωθεί αυτό το οικοδόμημα, που γέρνει χειρότερα και από τον πύργο της Πίζα και απειλεί να γκρεμιστεί, επειδή όλο το βάρος μοιάζει να συγκεντρώνεται στη μια του πλευρά. Το οικοδόμημα της ευρωζώνης. Οι «απαντήσεις» που του έδωσε η Μέρκελ, εμμέσως μέσα από μια συνέντευξη την περασμένη Κυριακή, θα πρέπει να έχουν απαλλάξει τον Εμανουέλ Μακρόν και από τις τελευταίες ψευδαισθήσεις του.
Το γερμανικό οικονομικό, βιομηχανικό, τραπεζικό κατεστημένο θεωρεί ότι δεν χρειάζονται παρά μόνο μερικές μικροδιορθώσεις, ένα απλό φρεσκάρισμα σε αυτό το οικοδόμημα και όπως όλα δείχνουν θα επιμείνει μέχρι τέλους σε αυτή τη γραμμή. Αυτό εξέφρασε και η Μέρκελ με το διεκπεραιωτικό της ύφος και τα αγαπημένα της μισόλογα. Το μόνο που ακόμα δεν έχει απαντηθεί, είναι αν συνειδητά επιδιώκει να χαρίσει στον κύριο Μακρόν την ίδια τύχη, που είχαν και οι δύο προκάτοχοί του Σαρκοζί και Ολάντ, τους οποίους και «κατανάλωσε» στα χρόνια της θητείας της.
Απούσα η ΑριστεράΔεν ισχυρίζεται κανείς βεβαίως ότι ο Μακρόν είχε τις φωτισμένες ιδέες που θα έσωζαν την ευρωζώνη από αδικίες και ανισότητες. Όπως επίσης δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι το οικονομικό πρόγραμμα των ιταλών εθνικιστών από το Βορρά μπορεί να τερματίσει τις ανισότητες μέσα στο χώρο που υφίσταται το κοινό νόμισμα. Όμως Γάλλοι και Ιταλοί κραυγάζουν ανοικτά ότι το σύστημα έχει μπλοκάρει. Και η διαπίστωσή τους είναι ορθή, ανεξαρτήτως του τι αντιπροτείνουν. Τα λαμπάκια ανάβουν κόκκινο το ένα μετά το άλλο και κάποια στιγμή θα έρθει η έκρηξη. Το Βερολίνο μοιάζει να πιστεύει ότι θα σβήσουν πάλι, αρκεί να μην τα κοιτάμε.
Αν το πολιτικό σκηνικό σε Ιταλία και Γαλλία, αλλά και τώρα μετά τις εξελίξεις στην Ισπανία, δεν ήταν τόσο κατακερματισμένο, αν οι συμμαχίες που κυβερνούν δεν ήταν τόσο ετερόκλητες, αν πίσω από το σχέδιο Μακρόν υπήρχε κάτι περισσότερο από μια διαφημιστική εκστρατεία και, κυρίως, αν σε αυτές τις χώρες υπήρχε μια σοβαρή και με προτάσεις Αριστερά, που θα μπορούσε να συγκροτήσει ένα κοινό μέτωπο ενάντια στη μυωπία του Βερολίνου, ίσως τότε η κυρία Μέρκελ να υποχρεωνόταν να μας πει κάτι περισσότερο από ευχές για καλό καλοκαίρι. Αλλά όλα αυτά τα αν, δεν έχουν προς το παρόν καμιά προοπτική να γίνουν πραγματικότητες. Αυτό που απομένει είναι να στοιχηματίσει κανείς για το πότε η γερμανική υπεροψία και ξεροκεφαλιά θα οδηγήσει στη μεγάλη έκρηξη. Οποιαδήποτε άλλη εξέλιξη θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί θαύμα.