Του Λόη Παπαδόπουλου*Στις μέρες που ήρθαν, από εκείνη την ημέρα του Μαΐου του 2008, που στο Α΄ Νεκροταφείο ο Σπύρος Ασδραχάς αποχαιρετούσε τον ισόβιο φίλο του Άγγελο, με το πυκνό όσο και δύσληπτο: «έσσεται ήμαρ», ο κόσμος έχει έρθει τα πάνω κάτω.
Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι ο Άγγελος, με τον τρόπο που είχε ασκηθεί να το κάνει, θα σκέφτονταν και σήμερα έξυπνα και αιρετικά και θα μας υποχρέωνε να σκεφτούμε, μαζί του, αυτές τις ανατροπές –πάντα «από την πλευρά της Αριστεράς». Η οποία θα ξαναόριζε τον εαυτό της, ως Αριστερά, μόνο όσο θα κατάφερνε να ερμηνεύσει και να επέμβει στα φοβερά και τρομερά που μας συμβαίνουν, συνθέτοντας και ανασυνθέτοντας πράγματα, πράξεις, υποκείμενα, συμπτώσεις και συγκρούσεις.
Θα σκέφτονταν, αλλά και δεν θα έμενε «παγερά αδιάφορος». Ίσα-ίσα θα ανακατεύονταν με τα νέα καθήκοντα ανασύνταξης, που θέτει η νέα κατάσταση, στην οποία η Αριστερά οδήγησε ή παρέσυρε τη χώρα. Είμαι βέβαιος ότι, μαζί με τη δόξα των επιτυχιών όπως μοιάζει η σημερινή, με το Μακεδονικό, δεν θα δίσταζε να αναλάβει και την ευθύνη των αποκλίσεων από τις υποσχέσεις ή και των αποτυχιών της. Με επίγνωση της υπεροχής και της οικουμενικότητας των αριστερών ιδεών του, θα επεδίωκε την ηγεμονία τους και δεν θα επέτρεπε στον εαυτό του διχαστικές διατυπώσεις του τύπου: ή θα μας τελειώσουν ή θα τους τελειώσουμε. Δεν θα φοβόταν την έκθεση, αντίθετα θα λέρωνε τα χέρια του μέσα στους μπελάδες της ανασυγκρότησης: όπως πασαλειμμένο με σοβάδες τον είχα πρωτοδεί, κάπου στα μέσα του ΄70, να μαστορεύει στο ερείπιο της Κέκροπος, όπου εγκατέστησε τα γραφεία του «Πολίτη». Με το ζήλο που τον εμψύχωνε, θα χωνόταν στο εγχείρημα με τα μπούνια, θα είχε τη διαύγεια να αναγνωρίζει αυτό που συμβαίνει, χωρίς να το μετονομάζει, θα εξηγούσε τα ανεξήγητα, θα το διαμόρφωνε, όσο θα μπορούσε και, αν και όταν έτσι θα έκρινε, ίσως θα έπαιρνε αποστάσεις από «το κόμμα που του έλαχε».
Νομίζω ότι αυτά θα έκανε ο Ελεφάντης, αν ήταν τώρα εδώ, αυτό έκανε πάντα. Μια ακμαία διανοητική συμβολή για τη δημιουργία μιας κοινωνικής αριστεράς, που θα προεικονίζει και θα προετοιμάζει την κοινωνία των πολιτών: ισχυροί θεσμοί ελευθερίας, ασφάλεια δικαίου, δημοκρατία του δημόσιου χώρου, πολιτισμικές πρακτικές που δωρίζουν χαρά. Δεν θα ήταν, προφανώς, ο μόνος που θα το έκαμνε –δεν είναι άνυδρη η τωρινή στιγμή. Όχι μόνο γιατί «έφηβοι τώρα τους δικούς του στίχους λένε» και γιατί «στα μάτια των τα ζωηρά περνούν οι οπτασίες του» -θα μπορούσα, στα διάφορα έντυπα ή/και, κυρίως, στα social media, να απογράψω μια νέα γενιά εγγράμματων και φλογερών στοχαστών, που εισφέρουν με γνώση, με επιχειρήματα, με την ετεροδοξία τους στη διευκρίνιση της κοχλάζουσας συγκυρίας.
Ο «Πολίτης»Αυτή η πολύτιμη νέα διαθεσιμότητα δεν αναπληρώνει, ωστόσο, την απουσία του Ελεφάντη. Διότι εκείνος υπήρξε αδιάλειπτα, για πάνω από τριάντα χρόνια, παρών, με τα βιβλία του και με τα ερεθιστικά άρθρα του στην «Αυγή», στην «Εποχή» και στον «Πολίτη». Κατεξοχήν στον «Πολίτη». Διότι ο Άγγελος ήταν ο «Πολίτης». «Ο Πολίτης», που ο Άγγελος τον εξέλιξε σε ένα τοπίο συνάντησης ιδεών, τοπίο ανάπτυξης ιστορικού και πολιτικού λόγου και θεωρίας, τοπίο άρθρωσης επιχειρημάτων και αναιρέσεων. Δοκιμαστήριο ιδεολογικών συλλήψεων. Επιπλέον, σε ένα εργαστήριο γλωσσικής έκφρασης, σε μια θαυμαστή χειροτεχνία κειμένων. Καθόλου τυχαίο ότι, κάθε φορά που η ύλη το επέτρεπε, υπήρχε ο ένθετος Λογοτεχνικός Πολίτης. Γι’ αυτό και ο «Πολίτης» υπήρξε ο τόπος και ο κόσμος των ιδεολογικών συγκρούσεων της Μεταπολίτευσης, ο τόπος όπου παρήγοντο τα διανοητικά γεγονότα. Τον «Πολίτη» περιμέναμε κάθε μήνα να βγει, για να βελτιώσουμε τις σκέψεις μας και για να εξηγήσουμε αυτό που γίνεται. Όχι για να πάρουμε γραμμή. Ίσως ο «Πολίτης» ανήκει σ΄ αυτό, που, αργότερα, έχει περιγραφεί ως «κοινά».
Εδώ που είμαι και γράφω αυτό το σημείωμα δεν έχω πρόσβαση σε κάποιο αρχείο, οπότε ανακαλώ από μνήμης –περίπου στην τύχη– κείμενά του Άγγελου που με διήγειραν:
Την εκτίμησή του ότι το πολυαναμενόμενο 1ο(9ο) Συνέδριο του ΚΚΕ εσωτερικού, το πρώτο μετά τη διάσπαση του ΄68, ήταν κατώτερο από τις απαιτήσεις της στιγμής, διότι δεν δημιουργούσε ή δεν προδιέγραφε τους όρους γέννησης «ενός νέου λαϊκού πολιτισμού».
Τη θυμωμένη αντίδρασή του στην απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για το θάνατο του Μάο: «αντικειμενικά εχθρός της επανάστασης».
Το έξοχο, όσο και απρόοπτο, μέσα στην υπερπολιτική αδηφαγία της Μεταπολίτευσης, ανθρωπολογικό του δοκίμιο: «γιατί δεν τραγουδάμε πια».
Το τολμηρό, μέσα στο γενικευμένο, που παρέσυρε μέχρι και τον Φουκώ, παραληρηματικό ενθουσιασμό για την ανατροπή του Σάχη, διορατικό κείμενό του: «ποιος δεν φοβάται τους αγιατολλάδες», που διέβλεπε την αυταρχική εξαλλαγή του θρησκευτικού φονταμενταλισμού.
Τα ανοιχτά του μέτωπα εναντίον του αριστερισμού, υπέρ μιας Ευρώπης από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια, την ανάκληση, μέσα από κείμενα δικά του ή μεταφράσεις του, σκοτεινών κεφαλαίων από τη σταλινική εκδοχή του μαρξισμού, ας πούμε την υπόθεση Λυσένκο: «Ιστορία χωρίς τέλος, ιστορία χωρίς τελειωμό», την εναντίωσή του, εξαρχής, στο περιοριστικό δογματισμό του ΚΚΕ και στο λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, μια άρρητη, υποδόρια απορία ή /και δυσπιστία για την πολιτική αυτονόμηση των κοινωνικών κινημάτων, τα επάλληλα αγωνιώδη του κείμενα για τη μεταρρύθμιση στο Πανεπιστήμιο.
Ακόμη, πολύ αργότερα, χάρη στη Ρίκα Μπενβενίστε, που μας σύστησε τον Ιβάν Ζαμπλονκά, ξαναδιάβασα καλύτερα το απολαυστικό αφήγημα του Άγγελου, με την «Ιστορία του παππού του», και κατάλαβα πώς ένα λογοτεχνικό αφήγημα μπορεί να είναι εξίσου ερμηνευτικό και τεκμηριωτικό, ή, έστω, παραπληρωματικό προς την ιστορία και, ευρύτερα, προς τις κοινωνικές επιστήμες.
Φτιάχνοντας αρμούςΔεν θυμάμαι αυτά τα χρόνια που γνώρισα τον Άγγελο, να έχω κατέβει από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα και να μην έχω κλέψει λίγο χρόνο να τον συναντήσω –μάλλον να τους συναντήσω. Γιατί αυτό ακριβώς υπήρξε ο «Πολίτης»: μια συλλογικότητα, μια συνάντηση σπουδαίων ανθρώπων, που είχα την τύχη να γνωρίσω εκεί, στην Κέκροπος ή στο Τζάρο. Μας δεξιωνόταν ο Άγγελος, προσηνής, φιλόξενος αριστοκράτης, μέσα σε ένα πρότυπο ολιγάρκειας, γενναιόδωρος, με την απόλαυση της παρέας, ηδονικός, πολίτης του μοντερνισμού. Και μαζί μ΄ αυτά τα γνωρίσματα της μητροπολιτικής του συνείδησης, όλες οι απωθημένες πλευρές, στις στρώσεις της καταγωγικής του μνήμης, του ορεσίβιου της Ευρυτανίας –είναι ζωντανή στα μάτια μου η περιγραφή του Σταύρου Τσόπογλου, που μαζί περπάτησαν τα βουνά: ο Άγγελος, ήδη εξηντάρης, βάδιζε και χοροπηδούσε ανάλαφρα στα μονοπάτια, με τα χέρια ανοιχτά, να αναπαύονται πάνω σε μια γκλίτσα στερεωμένη στους ώμους του.
Αυτός, ο αρνητής κάθε εξειδίκευσης ή αρμοδιότητας, κάπου έγραφε, όσο καλά μπορώ να το θυμηθώ, ότι «αρμόδιος» ήταν ο τεχνίτης των αρμών: όφειλε να τους λειαίνει τόσο καλά, ώστε να μη φαίνεται πώς η μια πέτρα ή ο ένας σφόνδυλος χτίζεται πάνω στον άλλο, αλλά πρώτα να τους αγριεύει από μέσα, ώστε να αυξάνεται η τριβή και να στηρίζονται καλά, να μη γλιστράν και γκρεμισθούν. Αυτό συγκρατώ, από τη μικρή γνωριμία μου: την έγνοια του να φτιάχνει αρμούς, συναρμογές στην κοινότητα των φίλων, των ανθρώπων, στην κοινωνία. Την ακροβασία του ανάμεσα στην εκτράχυνση και στη λείανση, ανάμεσα στην αμείλικτη δριμύτητα της κριτικής του και τη γλυκύτητα του ανθρώπινου πλησιάσματος. Θυμάμαι τον τρόπο που, καθώς σου μιλούσε με εκείνη την ήπια φωνή του, το βλέμμα του αναζητούσε το δικό σου, προσδοκώντας μιαν ανταπόκριση. Ο Άγγελος ήταν όμορφος.
Τα πολλά: τα βιβλία του, τα κείμενά του, θα μείνουν.
«Χάσαμεν, όμως, το πιο τίμιο – τη μορφή του».
*Καθηγητής Αρχιτεκτονικής.