Του Στρατή Μπουρνάζου*Δεν θα ξεκινήσω ab ovo, ούτε in media res. Αλλά ab finem: Πρώτο Νεκροταφείο, Παρασκευή 30 Μαΐου 2008. Δεν θυμάμαι αλλού τόσο κόσμο να κλαίει γοερά, σε κηδεία. Κι αυτό ενώ ο εκλιπών σίγουρα δεν ήταν ο πιο εύκολος άνθρωπος του κόσμου κι ενώ πολλοί από όσους και όσες ένιωθαν συντριβή, είχαν συγκρουστεί μαζί του. Παράξενο (κάτι ανάλογο αναρωτιόταν και ο Χάρης Γολέμης, γράφοντας λίγες μέρες μετά). Δεν ήταν, νομίζω, τόσο η ηλικία, το σοκ του θανάτου, το μέγεθος της απώλειας, αλλά το ότι ο Ελεφάντης δημιουργούσε κατεξοχήν σχέσεις· σχέσεις στενές και ιδιόρρυθμες, σχέσεις αγάπης και οργής, σχέσεις σφοδρές και παθιασμένες. Του ταίριαζαν τούτες οι δυο αράδες από την Αποκάλυψη: «ὅτι χλιαρὸς εἶ, καὶ οὔτε ζεστὸς οὔτε ψυχρός, μέλλω σε ἐμέσαι». Δεν του άρεσαν τα χλιαρά πράματα, ούτε οι μετρίως μέτριοι και πάντα μετρημένοι, οι νερόβραστοι άνθρωποι και απόψεις· ήθελε ξεκάθαρες κουβέντες και θέσεις κι έτσι τσακωνόταν και μετά ξαναφίλιωνε. Και, βέβαια, ο ίδιος δεν υπήρξε ούτε κατ’ ελάχιστον –οποία ύβρις!– χλιαρός· ήταν ξεχωριστός.
Οι τόποι της συνάντησηςΟ Ελεφάντης ήταν πολλά πράγματα μαζί, που μπορούσε να τα συναιρεί και να τα συνθέτει στο πρόσωπό του. Θα προσπαθήσω να πω δυο-τρία που έμαθα κοντά του, τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Δυο-τρία μικρά, δηλωτικά όμως μεγαλύτερων και σοβαρών.
Ξεκινάω από τα στοιχειώδη. Από δύο ιδιότητες που διαπερνούσαν και καθόρισαν τη ζωή του: κομμουνιστής και διανοούμενος. Καλύτερα: κομμουνιστής διανοούμενος, αριστερός διανοούμενος, κομμουνιστής της ανανέωσης. Αυτή είναι, σίγουρα, η επικεφαλίδα. Παρακάτω όμως; Γιατί πολλά μπορούν να χωρέσουν κάτω από αυτό το γενικό τίτλο.
Παρακάτω λοιπόν. Το πρώτο το έχω ήδη πει: ο Ελεφάντης, παρά το τραχύ του χαρακτήρος, εκτός από ιδέες και κείμενα, δημιουργούσε σχέσεις, που έπειτα έφτιαχναν άλλες σχέσεις, στις οποίες ο ίδιος λειτουργούσε συνδετικά, ως σημείο αναφοράς. Το έκανε χρόνια στον Πολίτη, και μετά στα «Ενθέματα» της Αυγής. Όσο μεγάλο κι αν ήταν το ενδιαφέρον του –και ήταν μέγιστο– για τα κείμενα, τη γραφή, τις ιδέες, δεν τον απασχολούσαν μονάχα αυτά: τον ένοιαζαν οι άνθρωποι πίσω από αυτά. Η αυλή της Κέκροπος, οι Παρασκευές του Πολίτη, το «μαγειρείον» της Ζωναρά δεν είναι το φολκλόρ της νιότης μας, αλλά κάτι άλλο πολύ πιο σημαντικό: το πλαίσιο, οι τόποι, τα σημεία συνάντησης: η αναγκαία συνθήκη για να βρεθούν οι άνθρωποι μαζί, να υπάρξουν ενσώματα στον ίδιο χώρο, να γνωριστούν, να μιλήσουν, να διαφωνήσουν. Γι’ αυτό και ο Πολίτης ή τα «Ενθέματα», επί Ελεφάντη, δεν ήταν μόνο ένα σύνολο κειμένων και απόψεων -καλών, σπουδαίων ή μέτριων. Ήταν και οι άνθρωποί τους, όσοι και όσες τα διάβαζαν, τα έγραφαν και νοιάζονταν γι’ αυτά· «ἄνδρες γὰρ πόλις».
Στον αστερισμό της ανάγνωσης Το δεύτερο που θυμάμαι, περισσότερο και από την εντυπωσιακή ευρυμάθεια του ανδρός, είναι η φιλομάθεια, η όρεξη του ειδέναι, η ακόρεστη περιέργειά του· η δεύτερη τροφοδοτούσε την πρώτη. Στα εξήντα και τα εβδομήντα του, έχοντας καταβροχθίσει τόνους βιβλίων, το διάβασμα παρέμενε καθημερινή συνήθεια, απόλαυση και ανάγκη γι’ αυτόν. Διάβαζε κάθε μέρα ώρες πολλές, και διαμαρτυρόταν ότι ποικίλες ασχολίες, λ.χ. οι συνεδριάσεις στην Αυγή, δεν του άφηναν τον χρόνο που ήθελε. Στη βιβλιοθήκη του –σήμερα βρίσκεται στα ΑΣΚΙ– ο Φλωμπέρ γειτόνευε με τον Αλτουσέρ, ο Θέρκας με τους ήρωες του 1821, οι αρχαίοι με τις μαρτυρίες της Αντίστασης και του Εμφυλίου –και άλλα πολλά. Τα σχόλιά του στα περιθώρια είναι μάρτυρες μιας ανάγνωσης δραστήριας και απολαυστικής –και, με τη σειρά τους, απολαυστικά για όποιον τα διαβάζει. Το χάρισμα της γραφής, τα απέριττα κείμενά του, που έκαναν τα σύνορα δοκιμίου και λογοτεχνίας να υποχωρούν, πήγαζαν και από τη βαθιά καλλιέργειά του, την αδιάκοπη, μέχρι εσχάτων, ανάγνωση.
Συνεχίζοντας στον αστερισμό των διαβασμάτων, θυμάμαι απλωμένες την Καθημερινή και την Monde πάνω στο μεγάλο καφέ σκουρόχρωμο γραφείο του, στην Κέκροπος και μετά στη Ζωναρά. Για να καταλαβαίνουμε πώς σκέφτονται «οι άλλοι», έλεγε – το ‘χει γράψει ωραία ο Νίκος Ξυδάκης αυτό. Ο Άγγελος διάβαζε καθημερινά τον «αστικό Τύπο», ελληνικό και ξένο, συνομιλούσε με τους καλύτερους συντάκτες του και φυσικά έγραφε καλύτερα απ’ αυτούς. Και, την ίδια στιγμή που διάβαζε συστηματικά τις εφημερίδες των «άλλων», έγραφε αυστηρά μόνο στα δικά μας έντυπα: στον Πολίτη, την Αυγή, την Εποχή. Όπως και ο ακριβός του φίλος, ο Φίλιππος Ηλιού: διάβαζε τα πάντα, ήταν φίλος με πολλούς που έγραφαν στο Βήμα ή την Καθημερινή, κι όμως δημοσίευε κι εκείνος, πεισματικά, μόνο σε τέσσερα έντυπα: τα τρία παραπάνω συν το Αντί. Για μένα ήταν ένα ανεκτίμητο μάθημα ενάντια τόσο στους διανοητικούς κορσέδες (διαβάζουμε μόνο τα δικά μας, βουλιάζοντας σ’ ένα πέλαγος χασμουρητών), όσο και στην ισοπεδωτική χλαπάτσα (γράφουμε παντού, αδιακρίτως).
Όσοι βρεθήκαμε κοντά στον Άγγελο, μάθαμε κάτι ακόμα: την αξία της σκληρής μελέτης. Απεχθανόταν, εκτός από την απαιδευσία, την τυπική μόρφωση, τα «πέιπερς», την παραγωγή κειμένων στον αυτόματο και ήταν φανερή η δυσθυμία του όταν (ἀνάγκᾳ [διάβαζε: έλλειψη ύλης] καὶ θεοὶ πείθονται) δημοσίευε, ιδίως τα τελευταία χρόνια, μια ακόμα ακαδημαϊκή ανακοίνωση στο περιοδικό. Και, προς κακοφανισμόν του υπογράφοντος, δεν ήταν διόλου οπαδός της ελευθεριακότητας στην εκπαίδευση, μυκτηρίζοντας, παρεμπιπτόντως, και διάφορα «νεαρά άτομα». Ακολουθώντας τον Γκράμσι, πίστευε ότι η παιδεία απαιτεί ουσιωδώς την πειθαρχία, και ήταν βαθιά ουμανιστής. Ένα από τα τελευταία βιβλία που διάλεξε να μεταφράσει και το αγαπούσε, Η εκπαίδευση της αμάθειας του Ζαν-Κλωντ Μισεά, είναι, πάντως, ενδεικτικό της αντίληψής του.
«Η ελληνική Μακεδονία είναι ελληνική»Μέρες που είναι, θα κλείσω με το Μακεδονικό. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, σε ένα πολιτικό και διανοητικό τοπίο άγονο και πολύ δύσκολο, τα άρθρα του Ελεφάντη πρόσφεραν επιχειρήματα και έδιναν γραμμή. Θυμάμαι αξέχαστα ένα κείμενο υπογραφών και ένα εξώφυλλο του Πολίτη με τίτλο «Η ελληνική Μακεδονία είναι ελληνική»: ύψιστο σύνθημα το οποίο, κόντρα στην επίσημη γραμμή, κάπως παιχνιδιάρικα, χρησιμοποιώντας μια ειρωνική ταυτολογία, υποδείκνυε ότι υπάρχουν και άλλες Μακεδονίες που δεν είναι ελληνικές.
Υπάρχουν και άλλα άξια λόγου εδώ, όπως οι πρωτοβουλίες που οργάνωσε. Για παράδειγμα, μαζί με τον Γιάνη Γιανουλόπουλο, τον Φίλιππο Ηλιού και τον Παντελή Μπασάκο, έστησαν όλη την ιστορία με το περίφημο «κείμενο των 169», μετά την καταδίκη των τεσσάρων της Αντιπολεμικής Αντιεθνικιστικής Συσπείρωσης. Ακόμα, ταξίδεψε στη γειτονική χώρα, έκανε φίλους εκεί, συνεργάστηκε και ανέπτυξε φιλίες και δεσμούς συντροφικούς με αριστεριστές Έλληνες, αυτός που ξιφουλκούσε κατά του αριστερισμού (και παράλληλα όμως μετείχε δραστήρια, στο τραπεζάκι του Πολίτη και πίσω από το μπαρ, στη μεγάλη γιορτή του αριστερισμού και των κινημάτων, το Αντιρατσιστικό Φεστιβάλ –ακριβώς γιατί μπορούσε να καταλάβει ότι δεν ήταν μονάχα αυτό).
Ακόμα, σε επίπεδο θεωρητικό αλλά και βιωματικό, έχει σημασία πώς ο άνθρωπος αυτός, που αγαπούσε τόσο τον τόπο του, τα βουνά του, τις ιστορίες, την ιστορία και τους ανθρώπους του –σε μια διαδρομή που εκκινούσε από το Καρπενήσι και πέρναγε από το Παρίσι– ήταν ταυτόχρονα αταλάντευτα διεθνιστής· μάλιστα, το ένα τροφοδοτούσε το άλλο.
Οι εκδηλώσεις του Πολίτη, ο ίδιος ο Πολίτης και τα κείμενά του, ήταν μια ανάσα τις τρομερές εκείνες ημέρες του νεομακεδονικού αγώνα. Ο Ελεφάντης, παρά την αυστηρότητα και την απολυτότητά του, μπορούσε να εμπνέει και να οργανώνει. Κι αυτό δεν οφειλόταν μόνο στο προσωπικό χάρισμα και τη διανοητική του ακτινοβολία, αλλά και στην αντίληψή του, την αντίληψη και τη μέριμνα ενός κομμουνιστή. «Να οργανώσουμε και να οργανωθούμε» τιτλοφορούσε, άλλωστε, το τελευταίο του κείμενο. Η άποψη και η στάση του για το Μακεδονικό ήταν τότε εντελώς μειοψηφικές, πολιτικά όμως ήταν σωστές, όπως φάνηκε τα επόμενα χρόνια. Κι αυτό μας δείχνει πολλά, νομίζω, για το τι είναι και πώς (μπορεί να) γίνεται η πολιτική.
* Διορθωτής κειμένων, ιστορικός.