Του Κωνσταντίνου Σέλτσα*Η απόφαση του Συμβουλίου Γενικών Υποθέσεων της ΕΕ να επιτρέψει την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την πΓΔΜ και την Αλβανία προς τα τέλη του 2019 και όχι άμεσα είναι, αναμφισβήτητα, μια εξέλιξη με πολλά μηνύματα. Αφενός είναι θετικό το γεγονός ότι δεν πάγωσαν πλήρως οι διαπραγματεύσεις αφετέρου όμως δείχνει και το κλίμα εσωστρέφειας που επικρατεί στην Ευρώπη. Πρόκειται για μια εξέλιξη με σημαντικό αντίκτυπο τόσο στο εσωτερικό των δύο χωρών όσο και στο επίπεδο της ευρωπαϊκής διεύρυνσης. Η σκληρή στάση της Γαλλίας και της Ολλανδίας, χωρών με εδραιωμένα δημοκρατικά ήθη, ως προς το ζήτημα της ένταξης των δύο χωρών στην ευρωπαϊκή οικογένεια, δείχνει ολοφάνερα τις διαφορετικές τάσεις που επικρατούν στο τομέα της οικοδόμησης του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι. Αποκαλύπτει ανωριμότητα της ΕΕ και ουσιαστική έλλειψη πολιτικής συνοχής, καθώς στέλνει αντικρουόμενα μηνύματα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Τόσο η Αλβανία όσο και η πΓΔΜ (κυρίως μετά την αλλαγή της διακυβέρνησης) υλοποιούν με ταχύτητα και πίεση ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στην κατεύθυνση της συμμόρφωσης με την ΕΕ σε τομείς όπως η οικονομία, η δικαιοσύνη, η αντιμετώπιση της διαφθοράς κ.α. Επιδιώκουν την ομαλότητα και την ασφάλεια σε ολόκληρη την περιοχή των Δυτικών Βαλκανίων, μιας περιοχής που βρίσκεται στο σταυροδρόμι μεταξύ δύσης και ανατολής. Είναι μια περιοχή με έντονο εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό πλουραλισμό. Είναι εκείνο το κομμάτι της ευρωπαϊκής ηπείρου, στο οποίο σημειώθηκαν οι πιο αιματηρές συγκρούσεις κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού του 20ού αιώνα. Αυτή την ιστορία δεν μπορούμε και δεν πρέπει να την ξεχάσουμε. Έχει αφήσει τα απομεινάρια της μέχρι και σήμερα και μας θυμίζει ότι οι λαοί αυτοί πρέπει να κάνουν ένα βήμα μπροστά. Η Ευρώπη όμως θα είναι σύμμαχος ή εχθρός;
Χείρα φιλίαςΒαλκάνια και Ευρώπη έχουμε την ίδια ιστορία, την ίδια γεωγραφία, την ίδια πολιτιστική κληρονομιά και τις ίδιες ευκαιρίες και προκλήσεις σήμερα και για το μέλλον. Έχουμε κοινό συμφέρον να συνεργαζόμαστε όλο και πιο στενά για να έχουν οι λαοί μας οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και ασφάλεια. >
Παρά ταύτα παρατηρούμε μια τάση έντονα φοβική στην Ε.Ε.. Παρατηρούμε μια προσπάθεια περιθωριοποίησης αντί της πολυπόθητης εμβάθυνσης. Είναι σαφές ότι εμβάθυνση χωρίς διεύρυνση δεν γίνεται. Δεν θέλουμε φυσικά μια επιπόλαιη και επιφανειακή διεύρυνση. Θέλουμε η διεύρυνση να λειτουργεί ως χείρα φιλίας σε λαούς που επιδεικνύουν ζήλο και διάθεση να συμμορφωθούν προς τα κριτήρια ένταξης.
Ειδικά δε ως προς την περίπτωση της πΓΔΜ, το ονοματολογικό ήταν ένα ακόμα αγκάθι για την ένταξή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Μετά τη Συμφωνία των Πρεσπών, όπου δρομολογήθηκαν τα βήματα της επίλυσης ενός ζητήματος που απασχολούσε την Ελλάδα και την πΓΔΜ επί 25 και πλέον χρόνια, άνοιξε ο δρόμος για την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας. Με τη συμφωνία αυτή επιτεύχθηκε ένας έντιμος συμβιβασμός μεταξύ των δύο πλευρών, που ανοίγει δρόμους συμφιλίωσης και ειρήνης. Εξάλλου, η παρουσία στις Πρέσπες κορυφαίων ευρωπαίων αξιωματούχων υποδηλώνει και την τεράστια διάσταση αυτής της συμφωνίας. Είναι σαφές και προφανώς απογοητευτικό το γεγονός ότι τα εύσημα που έλαβαν Σκόπια και Αθήνα από την ΕΕ για τη θετική εξέλιξη στο ονοματολογικό δεν εκπλήρωσαν τις προσδοκίες για άμεση έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων.
Συμμαχία υπέρ της διεύρυνσηςΟι ενστάσεις της Γαλλίας και της Ολλανδίας εδράζονται σε μια σειρά από ζητήματα, μεταξύ των οποίων και η εμπειρία από τη διεύρυνση προς ανατολάς και τα προβλήματα που οι νέες χώρες συνεχίζουν να έχουν. Πρόκειται για προβλήματα, ωστόσο, που δεν μπορούν να επιλυθούν, κυρίως εξαιτίας της έλλειψης σοβαρής πολιτικής βούλησης από τα κέντρα λήψης αποφάσεων των Βρυξελλών. Απέναντι σε φοβικές και ακραίες πολιτικές οφείλει να σχηματιστεί όμως μια συμμαχία κρατών που θα επιδιώξει την διεύρυνση και θα ενισχύσει την ένωση σε όλους τους τομείς. Η ΕΕ πρέπει να στηρίξει τις προσπάθειες των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων προς την ευρωπαϊκή τους ολοκλήρωση, με δράσεις σε τομείς που αφορούν το κράτος δικαίου, την ασφάλεια και τη μετανάστευση (μέσω του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής), τα ενεργειακά ζητήματα και τις οικονομικές συναλλαγές. Επίσης, γεωστρατηγικοί και γεωπολιτικοί λόγοι της σημερινής κατάστασης απαιτούν τη στήριξη των δύο χωρών της περιοχής και όχι την αναβολή της λήψης απόφασης. Αλλά και η εσωτερική κατάσταση απαιτεί σταθερότητα και ασφάλεια και όχι νέα προβλήματα.
Επίσης, µέσω της διεύρυνσης, η ΕΕ, πρώτον, θα ενισχύσει τη δηµοκρατία και την ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών και του κράτους δικαίου. Δεύτερον, θα συμβάλλει στην επίτευξη ειρήνης και σταθερότητας στην υπό ένταξη περιοχή αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Τρίτον, θα δημιουργήσει ευκαιρίες οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας τόσο μέσω της οικονομικής βοήθειας που προσφέρει όσο και μέσω της ένταξης στην κοινή αγορά.
Αυτά τα πλεονεκτήματα σίγουρα υπερέχουν έναντι οποιουδήποτε φοβικού συνδρόμου οποιασδήποτε χώρας. Ας ελπίσουμε ότι αυτό το έτος που δίνεται ως περιθώριο για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων σε αυτές τις χώρες δεν θα εκτροχιάσει πλήρως τη διαδικασία και ότι απλώς θα δημιουργήσει χώρο και χρόνο για περαιτέρω διαβουλεύσεις σε υψηλό πολιτικό επίπεδο. Η Συμφωνία των Πρεσπών, άλλωστε, έδειξε το δρόμο της συμφιλίωσης. Τον ίδιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσει και η ευρωπαϊκή οικογένεια.
* Βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Φλώρινας