Μια ζωή με δράση και προσφορά
Η Ελένη πέντε χρόνια πια δεν είναι κοντά μας...Οι Θίσβιοι φίλοι της βρήκαν ένα ιδιαίτερο τρόπο να τιμήσουν τη μνήμη της. Συγκέντρωσαν τα φύλλα της «Θισβιακής Ήχους» σ΄ ένα τόμο. Απ΄ αφορμή την παρουσίασή του, οι συντοπίτες του πρώην δήμου Θίσβης θα βρεθούν να μιλήσουν για το έργο και τη ζωή της.
Πέρασαν πέντε χρόνια από τότε που η Ελένη έφυγε από κοντά μας -κοντά από τα αγαπημένα της πρόσωπα. H απουσία της είναι δύσκολο να ξεπεραστεί. Ακόμα πιο δύσκολο για μένα είναι να μιλήσω γι’ αυτήν. Όσες φορές το επιχείρησα, δεν το κατόρθωσα. Οι αναμνήσεις, οι παλιές εικόνες, τα συναισθήματα, οι οφειλές, μπλοκάρουν τη σκέψη...
Η Ελένη ήταν ένας άνθρωπος με πολύπλευρη και πλούσια δράση, κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η προσφορά της σε όλους τους τομείς. Μια προσφορά που δεν περιοριζόταν στην οικογένειά της, αλλά απλωνόταν σε όλους όσους την είχαν ανάγκη: τους μαθητές που αγωνιούσαν για το μέλλον τους, τους ηλικιωμένους που φρόντιζε για τα προβλήματά τους, τους νέους που προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους, μια προσφορά άδολη και ανυστερόβουλη, που την έφτανε πολλές φορές στα όριά της, ποτέ όμως η ίδια δεν μιλούσε γι΄ αυτήν. Τόσο που οι φίλοι της, ακόμα και και οι πιο κοντινοί της άνθρωποι, την αγνοούσαν.
Όσοι γνώρισαν την Ελένη από τα φοιτητικά της χρόνια τη θυμούνται από τη συμμετοχή της στη Νεολαία Λαμπράκη, τη συναντούσαν στους αγώνες του 1-1-4, για τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη, να μάχεται παρακινημένη από τα ερεθίσματα για ένα καλύτερο αύριο που είχε πάρει από το οικογενειακό και το ευρύτερο περιβάλλον της.
Η Ελένη ήρθε στον κόσμο το 1947 σε μια ταραγμένη εποχή. Στερήθηκε την αγκαλιά και των δύο γονιών της μέχρι το 1950. Μεγάλωνε στα χέρια της γιαγιάς-μαμής του χωριού, θύμα κι αυτή της ανώμαλης κατάστασης (διώξεις, φυλακίσεις, στρατοδικεία για τον πατέρα). Ενώ η μητέρα μας, μετά την εκτόπιση του χωριού το 1948, όταν οι κάτοικοι τότε αναγκάστηκαν να μετακινηθούν αλλού, παίρνοντας μαζί τους, εκτός από τα ζώα, και ό,τι άλλο μπορούσαν, είχε αναλάβει όλα τα καθήκοντα της οικογένειας, μετακινούμενη συνεχώς.
Τα παιδικά χρόνια της Ελένης στο χωριό ήταν δύσκολα, πλούσια όμως σε εμπειρίες, και αναμνήσεις, χάρη στις καλές, ζεστές ανθρώπινες σχέσεις των κατοίκων, στην αλληλεγγύη, όπως θα λέγαμε σήμερα.
Αυτά τα χρόνια τελείωσαν κάπως γρήγορα, γιατί έπρεπε να μετακομίσει στην Αθήνα για το Γυμνάσιο. Στα γυμνασιακά της χρόνια ήρθε σε επαφή με τα εξωσχολικά διαβάσματα, τη λογοτεχνία, που της αφιέρωνε αμέτρητες ώρες. Μετά το Γυμνάσιο μπήκε το δίλημμα τι πορεία θα χαράξει. Η ίδια ήθελε, παρά τις δυσκολίες, να συνεχίσει τις σπουδές της. Είχε τη στήριξη όλων και κυρίως του πατέρα.
Τα φοιτητικά της χρόνια, δύσκολα έτσι κι αλλιώς στην αρχή, έγιναν πολύ δυσκολότερα μετά το απριλιανό πραξικόπημα το 1967. Η Ελένη έμεινε μόνη της και έπρεπε να δουλέψει κι αυτό στη σκιά της αβεβαιότητας, καθώς κάθε τόσο την καλούσαν στη Γενική Ασφάλεια, στην οδό Μπουμπουλίνας, «δι΄ υπόθεσιν της», γιατί οι παρέες της ήταν ύποπτες από τα παλιά για «αντεθνική δράση».
Μετά την άνοιξη του 1970 είχε να κάνει και ένα άλλο δρομολόγιο, στις φυλακές Κορυδαλλού. Αυτό για τρία περίπου χρόνια: επισκεπτήριο στις φυλακές μετά τη σύλληψή μου και την καταδίκη μου από το στρατοδικείο, με τις γνωστές κατηγορίες για ανατρεπτική δράση κατά της καθεστηκυίας τάξης. Επρόκειτο για ένα επισκεπτήριο ανάσα ζωής για τους μέσα, Γολγοθάς όμως για τις μανάδες, τις γυναίκες, τις αδελφές, που είχαν κάνει δική τους υπόθεση τη φροντίδα και την αποφυλάκιση των πολιτικών κρατουμένων.
Η Ελένη, όχι μόνο δεν μίλησε ποτέ γι΄ αυτή την περίοδο, αλλά διέκοπτε κάθε σχετική συζήτηση με τη φράση: «ό,τι κάναμε, έπρεπε να το κάνουμε». Μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες τελείωσε τις σπουδές της στην ΑΣΟΕ το 1971, στη συνέχεια γράφτηκε στην Νομική Αθηνών και άρχισε αμέσως να εργάζεται ως λογίστρια. Μια εργασία με ικανοποιητική αμοιβή (τότε μας είπε πως δεν πρέπει να μας απασχολεί το οικονομικό...) και, το κυριότερο, μπορούσε να διασφαλίσει το εργασιακό της μέλλον. Η ίδια, όμως, είχε άλλες σκέψεις. Επιθυμούσε να συνεχίσει τις σπουδές της. Έτσι το 1974 έφυγε για τη Γαλλία με αυτό το σκοπό.
***
Μετά την επιστροφή της εργάστηκε στο ΕΚΚΕ μέχρι το τέλος. Για το έργο της έχουν μιλήσει συνάδελφοι και συναδέλφισσές της, ειδικοί επιστήμονες: κοινωνιολόγοι, ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι κ.λπ. Με την ευκαιρία αυτή θα ήθελα να τους ευχαριστήσω. Ιδιαίτερα, όμως, να ευχαριστήσω την ευγενική κυρία, φίλη της Ελένης, που θέλησε να κρατήσει την ανωνυμία της, η οποία με φροντίδα και πολύ κόπο συγκέντρωσε και κατέγραψε το έργο της Ελένης, καθώς και τον κύριο Ελευθέριο Π. Αλεξάκη, πρόεδρο της Ελληνικής Εταιρίας Εθνολογίας, με τον οποίο η Ελένη συμπορεύτηκε και συνεργάστηκε για μια εικοσαετία στο περιοδικό «Εθνολογία».
Η Ελένη σαν ερευνήτρια βρέθηκε σε διάφορα μέρη: Μακρυχώρι Λάρισας, Κάρλα, Αγουλινίτσα, όπου γνωρίστηκε με πολλούς κατοίκους με τους οποίους είχε καλλιεργήσει «διαπροσωπικές σχέσεις, την είχαν αγαπήσει και εκτιμήσει, τόσο για την επιστημονική της κατάρτιση, όσο και για το ήθος και την ακεραιότητα του χαρακτήρα της», όπως έγραψαν στα «Επιταλιώτικα Νέα» τον Σεπτέμβριο του 2013 οι κ. κ. Χ. Δημητρόπουλος, Γ. Τζαβέλας.
Ιδιαίτερα στενές σχέσεις είχε αναπτύξει με την ευρύτερη περιοχή της Κάρλας, όπου το τοπικό μουσείο την τίμησε με έναν ιδιαίτερο τρόπο για «την προσφορά της στην ανάδειξη του Λιμναίου Πολιτισμού», οργανώνοντας εκδήλωση στις 5 Ιουνίου 2013, με την προσδοκία ότι θα μπορούσα να παρευρεθεί και η Ελένη. Δυστυχώς, όμως, δεν έγινε κατορθωτό, λόγω της κλωνισμένης υγείας της.
***
Η μεγάλη αγάπη–έρωτας της Ελένης ήταν το χωριό μας, τα Χώστια. Ένα χωριό φιλόξενο και ανοιχτό σε όλους τους περαστικούς, τους ξένους, που σημάδεψε και καθόρισε την πορεία της. Δεν ήταν καθόλου τυχαίο το ενδιαφέρον της γι΄ αυτό τον τόπο.
Το 2003, μετά από πολλές συζητήσεις δύσκολες και ώριμες σκέψεις, η Ελένη αποφάσισε να πάρει μέρος στις δημοτικές εκλογές, έχοντας διαμορφωμένες απόψεις και θέσεις, πάντα ανοιχτή στο διάλογο, στη διαφορετική άποψη, στη σύνθεση και στην κοινή προσπάθεια για δράση. Θεωρούσε πως με τον «Καποδίστρια» θα ήταν δυνατό να μπει κάποιος φραγμός στη φθίνουσα πορεία των κοινοτήτων. Με μια αυτοδιοίκηση, όμως, που θα εξέφραζε το σύνολο των κατοίκων, ικανή να αντιμετωπίζει προγραμματισμένα τις νέες προκλήσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση έστρεψε την προσοχή της. Θεωρούσε ότι η βιομηχανική ανάπτυξη στην περιοχή θα μπορούσε να συνυπάρξει με την αγροτο-κτηνοτροφική παραγωγή και ταυτόχρονα να διαφυλαχθεί το φυσικό περιβάλλον.
Οι ενστάσεις που ακούγονταν ήταν πολλές, όπως και τα ερωτήματα: «...Και τι θα κάνουμε χωρίς το εργοστάσιο που δίνει εργασία σε άνεργους;». Τις ενστάσεις αυτές μετέφερε στο 3ο φύλλο της εφημερίδας «Θισβιακή Ηχώ»: «μια πρώτη απάντηση» έγραφε, «θα ήταν να τηρηθούν τουλάχιστον οι προβλεπόμενοι νομικά όροι», και κατέληγε «και να πραγματοποιηθούν τα απαραίτητα έργα υποδομής εντός και εκτός ΒΙΠΕ, του όλου τοπίου του Θισβιακού Χώρου και των ακτών».
Δυστυχώς, όμως, είχαν παγιωθεί καταστάσεις και οι βλάβες που είχαν προκληθεί ήταν μη αναστρέψιμες. Η Ελένη, με αποφάσεις του ΔΣ επιχειρούσε με υπομνήματα, επιστολές και συζητήσεις, να ευαισθητοποιήσει όσους μπορούσαν να συμβάλουν στο να περισωθεί ό,τι μπορούσε να περισωθεί...
******
...Μια ιδιαίτερη στιγμή για την Ελένη ήταν όταν είδε να δικαιώνονται οι προσπάθειες του δήμου για τη μετονομασία του χωριού σε «Χώστια». Δηλαδή πήρε και πάλι το όνομα που είχε όταν το πυρπόλησαν –μαζί με τα άλλα δύο χωριά, τη Θίσβη και τη Δομβραίνα– οι Γερμανοί, στις 29 Αυγούστου του 1943, και είχε γίνει γνωστό στους Ευρωπαίους από τον «χωστιανό χορό» του μουσουργού Νίκου Σκαλκώτα, που η καταγωγή του ήταν από τα Χώστια και που η προτομή του κοσμεί την κεντρική πλατεία του χωριού.
Στο διάστημα της θητείας της στο ΔΣ του δήμου, η Ελένη είχε την τύχη να γνωρίσει και να αναπτύξει φιλικές σχέσεις με τους Θίσβιους (Κακοσαίους), που τα δύσκολα χρόνια του 1950-1960 μετανάστευσαν στις ΗΠΑ και να συνεργαστεί μαζί τους. Το αποτέλεσμα ήταν η έκδοση του βιβλίου «Θίσβη, μια πόλη μια ιστορία», στο οποίο η Ελένη είχε συμβάλει με την εργασία της, «Θίσβη: Η γοητεία του μυστηρίου».
Ένας από τους θίσβιους φίλους της είναι ο Λουκάς Αρβανίτης. Ένας ατόφιος άνθρωπος, ακούραστος μαχητής στα πλαίσια της «Πανθίσβιας Ριγιούνιον», που είχε την καλή ιδέα και την επιμονή να συγκεντρωθούν τα 24 φύλλα της «Θισβιακής Ηχούς» σε έναν τόμο. Έτσι θα διασωθεί μια μαρτυρία έστω σύντομης περιόδου και ένα υλικό χρήσιμο και σήμερα.
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια, που ελπίζουμε να συνεχιστεί με τη συγκέντρωση και την έκδοση των εργασιών της που δημοσιεύτηκαν τελευταία σε διάφορα περιοδικά και συλλογικές εργασίες και να εκδοθεί, όπως ήταν και η επιθυμίας της.
Μπάμπης Θ. Κοβάνης