Από το κράτος-έθνος φρούριο στη γεωγραφία της συνύπαρξης

saloni-2

Της Σίας Αναγνωστοπούλου

Στην Εποχή ξεκίνησα να γράφω πριν καν ξεκινήσω να γράφω στην Αυγή, από το φοβερό τρίο Άγγελος Ελεφάντης, Παύλος Κλαυδιανός, Μπάμπης Γεωργούλας, ήμουν 20 χρονών τότε και μου έλεγαν συνέχεια «γράψε, γράψε», γι’ αυτό είναι τιμή πάντα όταν με καλεί η Εποχή να μιλήσω.

Θα ήθελα να μιλήσω για τη συμφωνία των Πρεσπών. Δεν θα κάνω όμως ανάλυση της συμφωνίας, γιατί έχει γίνει πολλές φορές, αλλά με αφορμή τη συζήτηση «προ(σ)κλήσεις του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα περίοδο», θα ήθελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών και να δούμε και την αριστερά, και την κυβέρνηση, και εμάς απέναντι σε αυτή και σε ό,τι δρομολόγησε.

Καταρχάς, όπως είδαμε τον τελευταίο καιρό, τα πράγματα συμπίπτουν και αλλάζουν με γρήγορους ρυθμούς. Αυτό που λένε οι ιστορικοί «όταν πυκνώνει ο ιστορικός χρόνος», αυτό συμβαίνει τώρα. Ο ιστορικός χρόνος έχει πυκνώσει πάρα πολύ, άρα ένα κόμμα της αριστεράς, όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, θα πρέπει να είναι συνέχεια με τις κεραίες σε εγρήγορση, για να πιάνει τι είναι αυτό που αλλάζει. Αλλάζει ήδη από το 1989, τώρα όμως τα πράγματα έχουν φθάσει σε οριακό σημείο. Έχουμε πια όχι ένα διπολικό κόσμο, αλλά ένα πολυπολικό κόσμο και μάλιστα έχουμε ένα κόσμο όπου τα έθνη κράτη στήνονται ως αυτοκρατορίες, π.χ. ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα κοκ., και με μικρότερες περιφερειακές δυνάμεις και ακόμα μικρότερες. Αυτό που επανέρχεται, είναι η αντίληψη του έθνους κράτους ως αυτοκρατορία, ή αν δεν μπορεί να γίνει, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των μικρών εθνών κρατών, ως εν δυνάμει αυτοκρατορία στο όνομα ενός φαντασιακού παρελθόντος.

Η δεξιά απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών

Αυτό που έδειξε στην Ελλάδα η συμφωνία των Πρεσπών στην αρχή -και εμείς εδώ μπορώ να πω αιφνιδιαστήκαμε- ήταν η αντίδραση της δεξιάς. Ενώ περιμέναμε ότι έχει μέσα στις τάξεις της και ανθρώπους φιλελεύθερους, που ήθελαν τη συμφωνία και επί 27 χρόνια προσπαθούσανε, βλέπουμε ότι σιγά-σιγά συσπειρώνεται ένα ακροατήριο με πρόσχημα την εθνικότητα και τη γλώσσα, φέρνοντας στην επιφάνεια κάποια πράγματα που θεωρούσαμε ξεχασμένα ή ότι αφορούσαν περιθωριακές, ακραίες εθνικιστικές ομάδες. Η πρώτη αντίδραση –τουλάχιστον η δικιά μου- ήταν ότι αυτή η δεξιά, και όχι μόνο αυτή αλλά και ένα μεγάλο μέρος του ΠΑΣΟΚ, έχει αυτή τη στάση για καθαρά αντιπολιτευτικούς λόγους εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, και γιατί θέλει να εκμεταλλευτεί την αντιπαράθεση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε αυτό το θέμα κλπ. Δεν είναι όμως αυτό. Θεωρώ ότι στο πλαίσιο του κόμματος πρέπει να πάμε ένα βήμα παραπέρα την ανάλυσή μας για να ξέρουμε τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε.

Αν προσέξουμε το λόγο που χρησιμοποιεί ο Μητσοτάκης στη Βουλή το τελευταίο διάστημα, όπως και τα κορυφαία στελέχη της ΝΔ ή αυτά που αφήνουν να αναδεικνύονται ως κορυφαία, βλέπουμε ότι αυτή η δεξιά κατευθύνεται και προσανατολίζεται σε μία επανοριοθέτηση του έθνους κράτους με τον τρόπο που το κάνουν ακροδεξιά κόμματα στην υπόλοιπη Ευρώπη, Όρμπαν, Κουρτς κλπ. Άρα είναι μια πολιτική επιλογή το έθνος κράτος προσανατολισμένο σε κάτι άλλο, δεν είναι τυχαίο και συγκυριακό. Ακόμα και αν ήταν συγκυριακό, και πάλι φτιάχνεται με αυτό τον τρόπο θεωρητικό πλαίσιο και άρα εκεί πρέπει να απαντήσουμε τι γίνεται. Το μακεδονικό είναι η αφορμή να σκεφθούμε πολύ σοβαρά για το θέμα των δικαιωμάτων –θα επεκταθώ στη συνέχεια γιατί τα θέτω όλα μαζί-, όπως και των προσφύγων και των μεταναστών. Η δεξιά αυτό που δείχνει τον τελευταίο καιρό και ένα κομμάτι του ΠΑΣΟΚ δυστυχώς, (λέω δυστυχώς γιατί έχει αδρανήσει εντελώς από το να παράγει πολιτική σκέψη, όποια και αν είναι αυτή, και ακολουθεί το μεγαλύτερο μέρος του, για λόγους μικροπολιτικούς, τη ΝΔ), είναι ότι αντιλαμβάνεται το έθνος κράτος ως το εργαλείο για να φτιάχνει μία πολιτική που θα είναι προσαρμοσμένη και στις αρχές της αγοράς, αλλά και σε όποια αντιδραστική αρχή υπάρχει.

Από το 1992 εκκρεμεί η λύση του προβλήματος του μακεδονικού. Για ποιο λόγο εκκρεμούσε; Δεν θα μπορούσαν να το λύσουν; Έγινε το 1995 η ενδιάμεση συμφωνία, άνετα θα μπορούσαν να το λύσουν, είχαν τη συναίνεση, και επί ΝΔ και επί ΠΑΣΟΚ. Δεν ήθελαν όμως να ακουμπήσουν τον πυρήνα του προβλήματος, αυτός είναι που επανέρχεται δριμύτατος αυτή τη στιγμή. Και αυτός είναι ο εθνικισμός. Στην Ελλάδα η δεξιά, ούτε η φιλελεύθερη, ούτε μετά το 1974, ούτε το λεγόμενο πατριωτικό ΠΑΣΟΚ, δεν χτύπησαν τον πυρήνα του εθνικισμού. Και τι έγινε; Ξαφνικά τους βγήκε από κάτω από το ’92 και μετά όλο αυτό το εθνικιστικό υπόστρωμα που είχαν. Φοβόντουσαν, λοιπόν, να πάρουν οποιαδήποτε πρωτοβουλία που θα φθάνει στη λύση. Και τώρα τι επιλογή έκαναν; Θέλησαν να κρατήσουν ισορροπία ανάμεσα σε μία φιλελεύθερη εικόνα και τον εθνικισμό, αλλά από την άλλη άφηναν αυτό το υπόστρωμα και από εκεί και πέρα τώρα η επιλογή είναι καθαρή, είναι υπέρ αυτού του εθνικιστικού υποστρώματος.

Διάβημα συνύπαρξης

Τι έκανε τώρα ο ΣΥΡΙΖΑ με αυτή τη συμφωνία: μία επαναστατική πράξη. Ίσως δεν το έχουμε καταλάβει, και για να είμαι ειλικρινής και εγώ το συνειδητοποιώ όσο περνάει ο καιρός. Θεωρώ ότι είναι επαναστατική πράξη, γιατί με το μακεδονικό ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση επανοριοθετεί το τι σημαίνει το έθνος κράτος στο σύγχρονο κόσμο και το τι σημαίνει διεθνισμός. Αντιλαμβάνεται, δηλαδή, το έθνος κράτος αντί φρούριο που περιστοιχίζεται από εχθρούς, ως πέρασμα, διάβημα για να συναντήσεις άλλο κόσμο. Δεν έχει γίνει ποτέ από την αριστερά αυτό ξανά με αυτό τον τρόπο και ας μην το υποτιμήσουμε. Τι λέει η συμφωνία; Λέει κάτι που πρέπει και εμείς να του δώσουμε περισσότερο βάθος: συνανάπτυξη, συνύπαρξη, αλληλεγγύη, ειρηνική συνύπαρξη. Αυτό νομίζετε είναι στον αέρα; Δηλαδή, ξαφνικά ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση αποφάσισε ότι κάνω συνύπαρξη, συνανάπτυξη και αλληλεγγύη με όλο αυτό τον κόσμο γύρω μου;

Εδώ είναι για μένα η μεγάλη τομή και εδώ είναι που η αριστερά βάζει τη σφραγίδα, αρκεί να το αναλύσουμε και εμείς, και εκεί θεωρώ ότι είναι καίρια η λειτουργία του κόμματος. Γιατί η κυβέρνηση πράττει και δρα γρήγορα, το κόμμα έχει την πολυτέλεια αυτό να το θεωρητικοποιήσει και να κάνει αναπαραγωγή της ίδιας του της ιδεολογίας και των μεγάλων του αξιών και αρχών. Αν, λοιπόν, για τους εφοπλιστές και τη νέα δεξιά το έθνος κράτος είναι το φρούριο όπου υπάρχουν εχθροί που απειλούν και αναφέρονται σε ένα φαντασιακό παρελθόν, ένα αυτοκρατορικό ή μεγαλειώδες, π.χ. «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική», που το ακούσαμε και από νεοδημοκράτες, όπως γίνεται στον εθνικισμό, στην αριστερά λέμε θα το πιάσουμε από αλλού. Όταν λέει συνύπαρξη και συνανάπτυξη, πιάνει το νήμα της γεωγραφίας που φτιάξαμε οι άνθρωποι όλων των περιοχών, και του τότε ελληνικού χώρου και των υπόλοιπων Βαλκανίων. Πιάνει τα βήματα αυτών όταν έφτιαξαν δρόμους ειρηνικής συνύπαρξης. Τι να θυμηθούμε; Τους εμπόρους, τους αγρότες, όλο αυτόν τον κόσμο που δούλεψε κράτη-κράτη; Εμείς μαθαίνουμε στα βιβλία για τον τάδε μεγάλο Έλληνα που πήγε στη Ρωσία και έκανε μεγάλη περιουσία κλπ. Αυτός ο ένας ή οι δύο, ακολούθησαν τα μεγάλα βήματα της ιστορίας πάνω στη γεωγραφία. Συγκινήθηκα πολύ όταν διαβάζοντας επεξηγήσεις της συμφωνίας είδα για τους μεγάλους οδικούς άξονες που περνούν από την Ελλάδα, τη Β. Μακεδονία και θα φτάνουν στην κεντρική Ευρώπη. Πώς φτιάχνεις τον ευρωπαϊκό χώρο; Αυτά είναι τα πατήματα ειρηνικής συνύπαρξης που έχει η ιστορία μας. Είναι από πού παίρνει ο καθένας το παρελθόν. Και ήρθε η αριστερά και είπε το νήμα από το παρελθόν θα το πάρω από την ειρηνική συνύπαρξη, από τη γεωγραφία και όχι από ένα πολεμοχαρές παρελθόν, που είναι βέβαια παρελθόν μας, αλλά δεν είναι ανάγκη να αναπαράγουμε αυτό συνέχεια και να κρύβουμε όλο το υπόλοιπο.

Αν, λοιπόν, είναι μία μεγάλη τομή, είναι γιατί η αριστερά χρησιμοποιεί το έθνος κράτος για να φτιάξει ευρωπαϊσμό και διεθνισμό αποκαθιστώντας τη γεωγραφία. Αν για τη δεξιά, και αυτό το θυμόμαστε από το ’77, η ένταξη στην ΕΟΚ ήταν ένα άλμα της γεωγραφίας από την Ελλάδα, γιατί είμαστε μια αποκομμένη χώρα, προς τη δυτική Ευρώπη, τώρα ερχόμαστε με αυτή τη συμφωνία και λέμε ότι δεν γίνεται με τα άλματα, δεν μπορείς έτσι να φτιάξεις ένα έθνος κράτος που θα είναι διεθνιστικό και θα μπορεί να απαντήσει στις προκλήσεις του καιρού. Χρειάζεται να αποκαταστήσεις τη γεωγραφία, μία ευρωπαϊκή αυλή, που θα αποτελέσει τη συνέχεια ενός χώρου για να κινητοποιήσει δυνάμεις σε αυτό το χώρο, που θα έχουν το ίδιο όραμα και το ίδιο νήμα από το παρελθόν που θα βγάζει στο μέλλον.

 

Η αναγκαιότητα των διεθνών συμβάσεων

 

Δεύτερο σημείο της συμφωνίας που χρειάζεται περισσότερη ανάλυση και για να απαντήσουμε σε κάποια πράγματα: σεβασμός των διεθνών συμβάσεων, όπως της Συνθήκης του Βουκουρεστίου το 1913. Ξεκινάμε από μία διεθνή συμφωνία, με την οποία δεχθήκαμε ότι συνυπάρχουμε. Μετά από πολέμους και σκοτωμούς, το 1913 οι Βαλκάνιοι αποδεχθήκαμε ότι αυτός ο τόπος είναι δικός σας και δικός μας και πρέπει να τον μοιραστούμε. Μπορεί κάποιοι να αδικήθηκαν, κάποιοι να έχασαν, αλλά αυτό είναι οι διεθνείς συμφωνίες, και αυτές αλλάζουν μόνο όταν συναινέσουν όλοι και όταν αυτή η αλλαγή είναι χειραφετική και όχι όταν είναι εχθρική του ενός και του άλλου. Μου κάνει εντύπωση όταν ακούω ανθρώπους πεφωτισμένους της δεξιάς, για το ΠΑΣΟΚ δεν συζητάω γιατί είναι τρικυμία εν κρανίω, που δεν έχουν καθαρά αυτά τα πράγματα στο κεφάλι τους. Λοιπόν, η συμφωνία σε διεθνείς συνθήκες είναι σεβαστή γιατί είναι αποτέλεσμα πολλών σκοτωμών και εκεί έρχεται η διεθνής συνθήκη για να βοηθήσει να κατακαθίσουν τα πράγματα, είναι προϊόντα συμβιβασμού έτσι κι αλλιώς. Εδώ πρέπει να βγαίνουμε και πιο επιθετικά και πιο θαρραλέα σε σχέση με το τι έχει υποστεί η χώρα αυτή όταν έχει αθετήσει μονομερώς διεθνείς συμφωνίες στο όνομα του έθνους. Για παράδειγμα, όταν αθετήθηκε η συμφωνία Ζυρίχης-Λονδίνου μονομερώς από τους πραξικοπηματίες τι έγινε. Θα συνιστούσα να διαβάσουν όλοι την περίφημη ομιλία του Μακάριου το Νοέμβριο του ’74 στον ΟΗΕ και να δείτε τι κάνει για να κρατήσει το κυπριακό κράτος όρθιο. Επανέρχεται στη συμφωνία και λέει την παροιμιώδη φράση «ας αφήσουμε όλα τα άλλα, φταίμε και οι δύο. Ισότιμη συνύπαρξη Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στο κράτος». Εκεί ξαναθέτει σε ενέργεια την ίδια συμφωνία για να μπορέσει να υπάρξει το έθνος κράτος. Για την αριστερά ποιο είναι το ζητούμενο; Είναι ο ΟΗΕ ό,τι καλύτερο υπάρχει; Βεβαίως και όχι, αλλά για την αριστερά το θέμα δεν είναι να διαλυθεί ο ΟΗΕ, αλλά να διεκδικεί όσο δημοκρατικότερη σχέση των κρατών μελών μέσα στον οργανισμό, δεν είναι να τον διαλύσει. Άρα, για μένα, και από αυτή την άποψη η συμφωνία ανακαλεί πολλά πράγματα από εκεί που πρέπει να πιάσει το νήμα η αριστερά.

Πολλοί λένε από τα αριστερά μας, αν και δεν θεωρώ ότι υπάρχει κανείς από τα αριστερά μας, ότι συμβιβαστήκαμε με το ΝΑΤΟ κτλ. Σαφέστατα και είμαστε κατά του ΝΑΤΟ και τέτοιων στρατιωτικών συνασπισμών. Η ιστορία όμως παίζεται σε αυτή τη ζωή, όχι σε μια άλλη, και εμείς είμαστε αριστεροί, δεν είμαστε χριστιανοί, τουλάχιστον δημοσίως, που να πιστεύουμε ότι θα έρθει μια άλλη ζωή, που θα ανατρέψουμε το ΝΑΤΟ, την ΕΕ. Ας θυμηθούμε τι λέγανε οι μεγάλοι ηγέτες της αριστεράς, του κομμουνιστικού και του σοσιαλιστικού κινήματος: «Εκεί που αφήνουν ρωγμές για να φυτρώσει κάτι». Πώς θα υπονομεύσεις το ΝΑΤΟ; Περιμένοντας κάποια στιγμή να διαλυθεί ή όταν υπονομεύεις την ισχύ του και την επιρροή του, φτιάχνοντας ένα χώρο όπου τα έθνη κράτη γίνονται διάβημα μεταξύ τους, για να συναντήσει το ένα το άλλο; Για την ΕΕ ισχύει επίσης το ίδιο, από την οποία γνωρίσαμε πολλά πράγματα και τον Ιούνιο του 2015 και όταν βρεθήκαμε στη δύσκολη θέση. Ξέραμε όμως με μαθηματική ακρίβεια τι είναι αριστερό. Θυσιάζω ένα λαό ολόκληρο γιατί εμείς θα κάνουμε κάποτε την επανάσταση και θα τους πάρει όλους παραμάζωμα; Ή θα προσπαθήσω εκεί;

 

Δεν υπήρξαν ποτέ καθαρές εποχές

 

Το τελευταίο σημείο που ήθελα να θίξω, είναι το ζήτημα κόμμα-κυβέρνηση. Θα πω μία παραδοξότητα ίσως, που μου ήρθε στο μυαλό με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών. Για την αριστερά, να διεκδικεί και να παίρνει την κυβέρνηση είναι πράξη υποχώρησης ή πράξη επαναστατική; Για μένα, για την αριστερά σε αυτές τις συνθήκες, είναι πράξη επαναστατική. Ένα παράδειγμα θέλω να δώσω επί αυτού: αν δεν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, με όλα αυτά που γίνονται στην Ευρώπη, άνοδο της ακροδεξιάς κτλ, τα δικαιώματα εδώ στην Ελλάδα θα είχαν πάει κατά διαόλου. Όταν είναι η αριστερά στην κυβέρνηση -όπως το βλέπουμε τώρα για πρώτη φορά στην ιστορία μας και ειδικά σε μια ιστορία που είναι πολύ δύσκολη, άλλωστε δεν θα ήμασταν στην κυβέρνηση αν δεν ήταν δύσκολη η ιστορία- όταν επανοριοθετείται το έθνος σε τέτοιες εποχές, είτε στο εντελώς κλειστό με όρους «εχθροί γύρω», είτε ως μια προσπάθεια της αριστεράς όσο το δυνατόν πιο ανοιχτό, επανοριοθετείται και ξαναστήνεται το πλοίο που μπαίνουν οι δυνάμεις ενός τόπου, που θα κωπηλατήσουν μαζί με αυτόν που ηγείται. Θα ερχόταν νόμος για την ιθαγένεια, ή για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ αλλιώς; Αυτά δεν είναι καθόλου περιθωριακά ζητήματα, είναι άνοιγμα προς τους πολίτες της χώρας και τοποθέτησή τους στο δημόσιο χώρο. Τέλος, στο προσφυγικό-μεταναστευτικό, με όλες τις αντιφάσεις –γιατί είναι αντίφαση να είναι η αριστερά στην κυβέρνηση, καθώς είναι μονίμως σε σύγκρουση με τον εαυτό της, αλλά δεν ήταν ποτέ διαφορετικά, δεν υπήρξαν ποτέ καθαρές εποχές, σε αυτές τις αντιφάσεις παλεύεις συνέχεια- τι θα γινόταν αλλιώς; Ήμασταν στο Συμβούλιο της Ευρώπης με την Τασία Χριστοδουλοπούλου και είδαμε τι κατάσταση επικρατεί, ποιοι είμαστε. Δεκαπέντε, είκοσι αριστεροί που μιλάμε συνέχεια για αυτά τα πράγματα. Αν, λοιπόν, δεν γίνει αυτό το διάβημα του ανοίγματος, να φτιαχτεί μία γεωγραφία προοδευτική στην περιοχή μας, πώς θα μπορέσουμε όχι να αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, καθόλου, αλλά πώς θα δούμε το γύρω κόσμο από εμάς, εκτός από την ΕΕ ως ένα κόσμο δικό μας, με τον οποίο πρέπει να στήσουμε γέφυρες, και αυτός ο κόσμος να έρθει στο δικό μας τόπο ή να περάσει από εδώ για να πάει παραπέρα; Η δουλειά μας σε επίπεδο κόμματος αυτή πρέπει να είναι, γιατί το να είναι η αριστερά στην κυβέρνηση είναι κινηματική πράξη, και πρέπει να παραμείνει ένα συνεχές κίνημα. Το κόμμα αυτό που έχει να κάνει, είναι να θεωρητικοποιούμε, να αναλύουμε αυτό το πλαίσιο συνέχεια και να δίνουμε τις κατευθυντήριες γραμμές προς αυτή την κατεύθυνση.

 

 
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2023 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet