Με αφορμή το αίτημα για παραίτηση και την άρνηση του διευθυντή του Εθνικού ΘεάτρουΠριν από μερικές μέρες ο υπουργός Πολιτισμού, κ. N. Ξυδάκης, ζήτησε την παραίτηση του νυν διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, κ. Σ. Χατζάκη, ο οποίος αρνήθηκε και σε επιστολή του, μια μέρα μετά, εμφάνισε τον εαυτό του ως πολιτικά διωκόμενο. Το ζήτημα δεν είναι απλό. Θέτει το πολύ σοβαρό πολιτικό πρόβλημα τι σημαίνει και με ποια κριτήρια επιλέγεται ο επικεφαλής ενός μεγάλου δημόσιου καλλιτεχνικού οργανισμού, όπως είναι το Εθνικό Θέατρο, η ΕΛΣ, το ΕΜΣΤ κ.ά., θέμα στο οποίο καλείται η κυβέρνηση να πάρει θέση, μολονότι, αληθώς, τέτοια ζητήματα πρέπει να εξετάζονται και κατά περίπτωση.
O καλλιτεχνικός διευθυντής μεγάλων δημόσιων οργανισμών πρέπει πρώτα -πρώτα να διαθέτει στιβαρή παρουσία στο χώρο που καλείται να ηγηθεί, βαθιά γνώση του αντικειμένου, απόρροια της οποίας είναι και οι σχέσεις του με τη διεθνή καλλιτεχνική κοινότητα, να είναι οργανωτικός, οραματικός, οξυδερκής, ανοιχτός στις προκλήσεις και ουσιαστικά αντικειμενικός στις επιλογές των συνεργατών του και στους καλλιτέχνες των οποίων τη δουλειά διαλέγει να παρουσιάσει. Ένας κρατικός καλλιτεχνικός οργανισμός δεν μπορεί να είναι τσιφλίκι κανενός, δεν επιτρέπονται εμμονές, μονομέρειες και «περιβάλλοντα». Και εννοείται δεν δουλεύει ανεξέλεγκτος. Όπως κάθε δημόσιο πρόσωπο σε θέση ευθύνης, οφείλει να δίνει τακτικά λόγο για τα πεπραγμένα του, να ενημερώνει για την πορεία του χώρου τον οποίο διευθύνει, να αποδίδει λογαριασμό για τα χρήματα που διαχειρίζεται, τα οποία είναι χρήματα του κρατικού κορβανά, δηλαδή χρήματα που προέρχονται από τον ελληνικό λαό. Από την άλλη, ο καλλιτεχνικός διευθυντής πρέπει να χαίρει της εμπιστοσύνης της πολιτικής ηγεσίας τουλάχιστον του υπουργείου Πολιτισμού, ανεξαρτήτως των πολιτικών του πεποιθήσεων, και να έχει ελευθερία κινήσεων και έργου. Ένας καλλιτεχνικός διευθυντής έχει αυτή τη θέση για την εύρυθμη λειτουργία του οργανισμού και την προκοπή της τέχνης και του πολιτισμού, που είναι το τελικό ζητούμενο και αφορά πραγματικά το λαό εν γένει και την καλλιτεχνική κοινότητα ειδικότερα.
Αόριστη αιτιολόγησηΑς έρθουμε τώρα στο επίδικο. Η θητεία του κ. Χατζάκη λήγει κανονικά τον Μάιο του 2016. Του ζητήθηκε -φανταζόμαστε ευγενικά- η παραίτησή του 15 μήνες νωρίτερα. Η αιτιολόγηση είναι ασαφής και αόριστη εξαιτίας της γενικότητάς της: «Χρειάζονται νέα πρόσωπα για να υπηρετηθεί το νέο όραμα του Εθνικού Θεάτρου». Όμως το ΥΠΠΟΠΑΙΘ δεν έχει παρουσιάσει ακόμη αυτό το όραμα, ενώ ούτε στο πρόγραμμα του τμήματος πολιτισμού του ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε η βάση των λιγοστών προεκλογικών εξαγγελιών για τον πολιτισμό, υπήρχε κάτι διαφωτιστικότερο. Από την άλλη, η κίνηση του υπουργείου είναι βιαστική και αψυχολόγητη, χωρίς δε νομικό έρεισμα. Έτσι χάνει το, κατά τη γνώμη μας, δίκαιόν της. Θα έπρεπε να υπάρχει μια σταδιακή πορεία επιστέγασμα της οποίας θα ήταν το αίτημα για παραίτηση του κ. Χατζάκη. Όταν, μάλιστα, δεν έχει τεθεί τέτοιο θέμα, ως τώρα τουλάχιστον, σε άλλες περιπτώσεις στον ίδιο χώρο, όπως του κ. Λούκου στο Φεστιβάλ Αθηνών ή του κ. Βούρου στο ΚΘΒΕ. Και προπαντός χρειαζόταν μια ήρεμη αντιμετώπιση της -αναμενόμενης- άρνησης.
Ο κ. Χατζάκης αντέδρασε με μια επιστολή ποταμό στην οποία παρουσιάζει το έργο του στο Εθνικό όσο μπορεί πιο λαμπρό, όπου εμπλέκει και τον πρόεδρο της Ένωσης Θεάτρων της Ευρώπης, κ. Ilan Ronen, στην οποία το υπουργείο απάντησε με ένα ειρωνικό δελτίο Τύπου. Έχασε δηλαδή μαζί με την ψυχραιμία του και την ευκαιρία να απαντήσει εμπεριστατωμένα πώς σκέφτεται το Εθνικό Θέατρο και, άρα, ποιος ταιριάζει για καλλιτεχνικός διευθυντής του.
Επιχειρήματα που δεν ειπώθηκανΤο επιχείρημα πως ο κ. Χατζάκης έχει μακρά θητεία στη διεύθυνση κρατικών θεατρικών οργανισμών, διατυπωμένο αρνητικά και με πρόθεση να φανεί πως πρόκειται για κρατικοδίαιτο καλλιτέχνη, δεν είναι δυνατό. Το θέμα είναι γιατί επελέγη επανειλημμένα και τι έργο άφησε πίσω του σ’ αυτούς τους οργανισμούς. Το θέμα είναι επίσης πώς και με ποια κριτήρια επελέγη ως καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού, τη στιγμή ακριβώς που υπήρχε σε εκκρεμότητα έκδοση του εισαγγελικού πορίσματος για τον τελευταίο απολογισμό του, που καταψήφισε το Δ.Σ. του ΚΘΒΕ (η αντιπαράθεση ξεκίνησε για τις συμπαραγωγές με το Ακροπόλ) και ενώ ο τότε υπουργός Πολιτισμού κ. Τζαβάρας δήλωνε πως είναι «απολύτως προσωπική επιλογή του». Όμως ο διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου δεν μπορεί να είναι προσωπική επιλογή του υπουργού Πολιτισμού, δεν πρόκειται για θέση στην οποία βάζουμε τους φίλους μας ούτε τους σκηνοθέτες που οι δουλειές τους μας αρέσουν.
Το Εθνικό Θέατρο στα χέρια του κ. Χατζάκη έγινε πιο εξωστρεφές, πιο λαϊκό -κάτι που θα μπορούσε να είναι θετικό, αλίμονο αν το Εθνικό Θέατρο μιας χώρας μετατραπεί αποκλειστικά σε πειραματικό χώρο για λίγους- «άνοιξε» σε νέα ονόματα (σε αντίθεση με την περίοδο Χουβαρδά, που ήξερε κανείς, πριν ανακοινωθεί το υποκριτικό επιτελείο μιας παράστασης, ποιοι περίπου θα το αποτελούν). Όμως, ο βασικός γνώμονας ήταν το οικονομικό, όπως τονίζεται στην επιστολή του: «Τα ταμειακά διαθέσιμα του θεάτρου που ανέρχονταν στις 05.03.15 στο ποσό των 3.720.248,53 ευρώ, χωρίς καμία οφειλή σε κανέναν». Το Σωματείο Εργαζομένων Εθνικού Θεάτρου, ωστόσο, με επιστολή στον κ. Ξυδάκη μιλά για «λαθροχειρίες» στον προϋπολογισμό ώστε να φανεί ισοσκελισμένος, όπως επίσης και για πληθώρα συμβούλων, διπλές συμβάσεις και άλλα τέτοια που πρέπει να μελετηθούν.
Ένα σκανδαλώδες κατέβασμαΤα χρόνια της θητείας του το δραματολόγιο συντηρητικοποιήθηκε, προτάχθηκαν μεγάλες παραγωγές, όπως οι προερχόμενες από ταινίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, με αμφιλεγόμενη καλλιτεχνική στόχευση, ενώ δεν υπήρξε μέριμνα για την παρουσία του Εθνικού στο εξωτερικό. Ένα σκανδαλώδες κατέβασμα παράστασης σημάδεψε τον τελευταίο καιρό: πρόκειται για το «Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε» του Λ. Πιραντέλο σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρατζά. Στο νεαρό σκηνοθέτη ο Χατζάκης έκανε αγωγή ζητώντας το ποσό των 300.000 ευρώ για μια ανάρτηση σε προσωπικό του διαδικτυακό λογαριασμό, την οποία θεώρησε προσβλητική για το πρόσωπό του. Η ανάρτηση πάντως είχε κατέβει ήδη από την επόμενη. Η αγωγή απεσύρθη πριν από λίγες μέρες μετά από ένα κύμα διαμαρτυρίας και υποστήριξης του Καρατζά.
Εν κατακλείδι, η υπόθεση του Εθνικού Θεάτρου και του καλλιτεχνικού διευθυντή του πρέπει να ανοίξει κι όχι να κλείσει. Το υπουργείο οφείλει να λειτουργεί έλλογα και όχι παρορμητικά, να καταδεικνύει το σχεδιασμό μέσα στον οποίο εντάσσει την κάθε κίνησή του, ώστε να μη βρίσκεται υπόλογο, ενώ έχει δίκιο. Κυρίως οφείλει άμεσα να παρουσιάσει σαφείς και ολοκληρωμένες θέσεις και να τις υποβάλει στη βάσανο της κριτικής. Στην ίδια βάσανο να υποβάλει τις προτάσεις για τα πρόσωπα που μπορούν να αντικαταστήσουν τον κ. Χατζάκη -και υπάρχον δεκάδες άξιοι άνθρωποι για να δοκιμαστούν. Τα δημόσια αξιώματα άλλωστε δεν τα παντρευόμαστε, τα υπηρετούμε. Το θέμα είναι να ξέρουμε τι Εθνικό θέλουμε και, άρα, με ποια κριτήρια θα επιλέξουμε τον διευθυντή του. Αλλά κάτι τέτοιο είναι θέμα μόνο του υπουργείου άραγε; Μέχρι να απαντηθούν αυτά και άλλα ερωτήματα, το Εθνικό πρέπει να λειτουργεί ομαλά, ολοκληρώνοντας τον όποιο προγραμματισμό του.
Μαρώ Τριανταφύλλου