Η ηγεμονική παρουσία του «βιβλίου» και η «επαναπροφορικοποίηση» του γραμμένου λόγουΈργο του Θεόφιλου, «Ο χορός των Μεγάρω»Ανάμεσα στους σοφούς τρόπους μετάδοσης της γνώσης στη λεγόμενη παραδοσιακή κοινωνία, τρόπους αργούς, τελετουργικούς, μιας «δια βίου εκπαίδευσης» σ’ έναν πολιτισμό που αναπαραγόταν και διαιωνιζόταν προφορικά, ο λόγος κατείχε φυσικά έναν κεντρικό ρόλο. Τα διάφορα είδη της λαϊκής λογοτεχνίας (τραγούδια, παραμύθια, παροιμίες, παραδόσεις, αινίγματα), προϊόντα συλλογικής εμπειρίας, φιλοσοφίας και έκφρασης, με την έμμεση, αλληγορική, συμβολική τους γλώσσα, αποτελούσαν τους κύριους δίαυλους συνεχούς διδαχής και μύησης των μελών της κοινότητας στους κάθε λογής άγραφους νόμους της. Από όλα όμως τα δημιουργήματα της λαϊκής φαντασίας, κυρίως το τραγούδι, ασίγητος συνοδός κάθε περίστασης του βίου, δυναμικό μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης και ψυχικής επικοινωνίας των ανθρώπων, υπήρξε ο πρώτος, ο πιο ολοκληρωμένος και άμεσος τρόπος εκπαίδευσης και κοινωνικοποίησης των ατόμων από την αρχή της ύπαρξης τους στον προστατευμένο χώρο του σπιτιού και της μητρικής αγκαλιάς και αργότερα στους χώρους των τελετών, των γλεντιών ή της βιοπάλης, όπου συνέχιζαν να μυούνται στους ιδεολογικούς, κοινωνικούς, αισθητικούς κανόνες της κοινότητας, τους νόμους της εργασίας και της οικονομίας, τη συμβίωση με τη φύση και τα γεννήματα της, τη θρησκευτικότητα, την αίσθηση της ιστορίας, τη συνείδηση της ατομικής και συλλογικής τους ταυτότητας.
Της Μιράντας Τερζοπούλου*Σ’ αυτό το ανοικτό και ισόβιο εκπαιδευτικό περιβάλλον -στο οποίο εντάχθηκε κάποτε, και με μοιραίο ρόλο, το επίσημο σχολείο- τα τραγούδια, που λέγονταν και χορεύονταν σε συλλογικό ή και τελετουργικό πλαίσιο, όπως, π.χ. στους γάμους ή στους τρανούς χορούς των μεγάλων γιορτών, αλλά και στα καθημερινά χοροστάσια, στα χωράφια και στις αργατιές, δηλαδή τις μαζώξεις για αλληλοβοήθεια στις αγροτικές εργασίες, χώρους όπου το κοινοτικό πνεύμα βρισκόταν σε έξαρση, αποκτούσαν έντονο διδακτικό-παραδειγματικό χαρακτήρα. Δίδασκαν «τα σωστά πράγματα» και τα άτομα, από παιδιά παρόντα, ήσαν οι ιδανικοί ακροατές, σαν το μαλακό κερί που κρατάει για πάντα το αποτύπωμα με το οποίο το χαράζουμε πριν σκληρύνει.
Τα δεδομένα της καθημερινής εμπειρίας περνούσαν μέσα από το φίλτρο των ποιητικών συμβόλων. Οι στίχοι των τραγουδιών εκθείαζαν τη γενναιότητα μιλώντας για ανδραγαθήματα μυθικών ή ιστορικών ηρώων, τον πατριωτισμό μιλώντας για θυσίες, την ηθική μιλώντας για τιμωρίες, το μόχθο μιλώντας για στέρηση, την υπέρβαση μιλώντας για έρωτα. Υπενθύμιζαν την κυκλικότητα του χρόνου διακωμωδώντας τους αδυσώπητους κωμικοτραγικούς νόμους της φύσης. Υμνώντας την ανάσταση και την αναγέννηση, κήρυσσαν συμφιλίωση με το θάνατο.
Ο πολυσήμαντος κόσμος που δεν «έκατσε» στο θρανίοΣήμερα οι κοινότητες με την αυτονομία και την αυτοσχεδιαστική δημιουργικότητά τους δεν υπάρχουν παρά μόνο γεωγραφικά και φαντασιακά, οι τρόποι, το ήθος και τα νοήματα των τραγουδιών έχουν χαθεί. Ο πολυσήμαντος κόσμος τους μετατράπηκε σε απλά αποσπασματικά μουσικά ακούσματα, με συχνά ακατανόητο περιεχόμενο και ανερμήνευτες αναφορές. Σχολεία, ωδεία και πολιτιστικοί σύλλογοι. δισκογραφικές εταιρείες, επιλέγουν τι αξίζει να μείνει από την «παράδοση», προσδίδουν τις ερμηνείες που ταιριάζουν κατά εποχή και περιοχή, ταμπελοποιούν τοπικούς ρυθμούς και χορούς. Δεν είναι τυχαίο πως κατά το σχολικό πρόγραμμα με κάτι «παραδοσιακό» ασχολείται μόνο το μάθημα της γυμναστικής. Στο μάθημα των νεοελληνικών διδάσκονται δυο τρία πανελλήνια «δημοτικά» τραγούδια ως ποιήματα γραμμένα στο χαρτί, ξεκομμένα από τη μουσική, το ήθος, το νόημα τους. Κυρίως όμως ξεκομμένα από το πολιτισμικό τους πλαίσιο, μια που ο λαϊκός πολιτισμός ούτε καν ως «λαογραφία» δεν θεωρήθηκε ποτέ άξιος να διδαχθεί -στο βαθμό που μπορεί να διδαχθεί- στα σχολεία. Αν κάποιος δάσκαλος ασχοληθεί, θα το κάνει μόνος και αβοήθητος, ως εξαίρεση. Και κανείς ποτέ δεν ρώτησε τα παιδιά τι «ακούνε», τι καταλαβαίνουν, τι νόημα δίνουν τα ίδια στα τραγούδια της παράδοσης. Πέρα από το ότι είναι «ελληνικά» -και βεβαίως ελληνόφωνα.
Το θεμέλιο της κοινωνικής ταυτότηταςΟι ήχοι της παράδοσης ήσαν ένα συγκλονιστικό άκουσμα και μια -ομολογημένη ή ανομολόγητη- ερεθιστική πηγή έμπνευσης. Σπάνια, όμως, οι θαυμαστές της μουσικής αυτής γνώριζαν τις περιπέτειες του κάθε τραγουδιού ή μουσικού κομματιού, την ιστορία του, τις χρήσεις και καταχρήσεις του στο στενό χώρο στον οποίο δημιουργήθηκε, αναδημιουργήθηκε, πολέμησε, καταγράφτηκε, εκδόθηκε, μέχρι να φτάσει στ’ αυτιά τους. Εξίσου δεν υποψιάστηκαν πόσες μουσικές που υπήρχαν παραδίπλα δεν έφτασαν ποτέ στ’ αυτιά τους -και γιατί.
Οι λόγοι για τους οποίους το δημοτικό τραγούδι, παρά την αναγνωρισμένη του αξία ως ποιητική δημιουργία, ως συνολικό πολιτισμικό φαινόμενο παρέμεινε ουσιαστικά άγνωστο, σ’ ένα χώρο μάλιστα, όπου ο προφορικός πολιτισμός υπήρξε το θεμέλιο της κοινωνικής ταυτότητας, είναι πολλοί και σύνθετοι και βέβαια όχι της στιγμής αυτής.
Η διαφορά του προφορικού τρόπου σκέψης και έκφρασης δεν είναι απλά η διαφορά λόγου και γραφής, είναι διαφορά κοσμοαντίληψης, είναι διαφορά στη διαχείριση της μνήμης, αυτού τέλος πάντων που απομένει ως μνήμη από την πραγματικότητα όπως την έζησαν οι άνθρωποι. Πώς θα μπορούσε ο γραπτός λόγος της εξουσίας, που κατακερματίζει και ταξινομεί για να μπορεί να παρεμβαίνει και να καθοδηγεί, να αποδεχτεί το αφηγηματικό συνεχές που καταργεί τις ταξινομήσεις και ξαναζωντανεύει τη ροή του προφορικού λόγου των λαϊκών ανθρώπων; Ενός λόγου με αξεδιάλυτους συνειρμούς, ελεύθερες μετατοπίσεις στο χρόνο και στο χώρο του «άγραφου» κόσμου της λαϊκής φαντασίας και ευρηματικότητας, που εκφράζει τη γνώση της με άπειρους τρόπους. Και που επιμένει να θυμάται ακόμη κι όταν αναγκάζεται να παριστάνει ότι ξεχνάει.
Το βιβλίο κάνει «άλλους» τους ανθρώπουςΩστόσο η τέχνη της γραφής -και κατ’ επέκταση της ανάγνωσης-, ως απόδειξη εγγραμματοσύνης, είχε από πάντα επενδυθεί με τόση σπουδαιότητα, ώστε να φαίνεται πως είναι ο μόνος αξιόπιστος κανόνας έκφρασης και μετάδοσης κάθε γνώσης, αν και όλοι ξέρουμε πόσοι πολιτισμοί χτίστηκαν και διαδόθηκαν προφορικά -κι αν όχι αποκλειστικά προφορικά, τουλάχιστον σε παράλληλη πορεία με τον αριστοκρατικό γραπτό τρόπο. Ιδιαίτερα στο πλαίσιο των θρησκειών των Γραφών (χριστιανικής, εβραϊκής, ισλαμικής). Μιλώντας για τη νεότερη Ελλάδα, έχει αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό η επίδραση της εγγραμματοσύνης στο λαϊκό λόγο, τον οποίο βαυκαλιζόμαστε ότι συλλέγουμε παρθενικά «αυθεντικό» απ’ το στόμα του λαού -αν αναλογιστούμε μάλιστα ότι οι επιστημονικές ηχογραφήσεις άρχισαν μόλις μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Έτσι κάποιες καταγραφές σχετικές με το τραγούδι μου έδωσαν την ώθηση να ορίσω το σημερινό μου θέμα, μιας και βρισκόμαστε μάλιστα στο πλαίσιο της Έκθεσης Βιβλίου: το βιβλίο. Το βιβλίο ως θεματική κυριολεξία στο λόγο των τραγουδιών αλλά και ως δηλωμένη παρουσία στο όλο μουσικό γίγνεσθαι των προβιομηχανικών κοινωνιών, εκείνων που δημιουργούσαν και επικοινωνούσαν μέσω των τραγουδιών που ονομάστηκαν δημοτικά.
Προέρχονται όλες από την ιδιόμορφη και πλούσια πολιτισμικά περιοχή της Θράκης, Η πρώτη περίπτωση είναι η μάλλον μοναδική καταγραφή ενός ιερού γκαγκαούζικου τραγουδιού (οι Γκαγκαούζοι είναι τουρκόφωνοι χριστιανοί εγκαταστημένοι σε διάφορες περιοχές των Βαλκανίων και στη Μολδαβία), του οποίου παραθέτω εδώ την ελληνική μετάφραση, ηχογραφημένη το 1996 σε χωριό του Έβρου.
«Στα τούρκικα είναι. Τραγουδούσε μάνα μου και μπαμπάς μου λαλούσε γκάιντα, για το μικρό το Γιώργη, λέει, που τον έκοψαν και τον έριξαν στο φούρνο. Το τραγούδι έτσι λέει, ήταν τ’ Αϊ-Γιώργη η γιορτή και δεν είχαν. Όλοι έκοβαν, λέει, αρνιά κι έριχναν στο φούρνο.- «Άντε» λέει, Στογιάννη, λέει, εσύ δε θα κόψεις κανένα αρνί, λέει, να ρίξεις;». –«Δεν έχω, ρε!, λέει, Με τι να ρίξω, λέει, αρνί; Θα σκεφτώ, λέει, κι άμα μπορώ, μπορεί, λέει, να ρίξω κι εγώ κανένα κομματάκι», λέει. Κι όμως, σκέφτηκαν, σκέφτηκαν τ’ αντρόγυνο: «Ε ρε, γυναίκα, λέει, εμείς, λέει, δεν μπορούμε; Έναν υιό έχουμε, λέει, ένα μικρό Γιώργο έχουμε, δεν μπορούμε να το κόψουμε, λέει, το Γιώργο και να το ρίξουμε στο φούρνο, λέει, κι εμείς, λέει, με τον κόσμο μαζί ν’ ανακατωθούμε;»–«Α ρε άντρα, λέει, πώς θα το κάνουμε αυτήν την δουλειά; λέει. Ένα παιδί μάς έδωσε ο Θεός, λέει, πώς θα το κόψουμε το παιδί μας;».
Κι αναγκάστηκαν όμως, το έκοψαν, λέει, και εκεί που το έκοψαν, εκεί στον τόπο αυτοί θυμιάτιζαν κιόλας. Θυμιάμα, λέει, μύριζε, κι όλοι, λέει, βγήκαν απ’ την εκκλησία έξω και αναγκάστηκαν, λέει, να το φουρνίσουν, λέει, γλήγορα. Στο ταψί μέσα γύρω γύρω, λέει, έριξαν το ρύζι κι αυτόναν τον έβαλαν, λέει, στη μέση ακριβώς για να κάτσει. Δεν μπορούσαν να το πλαγιάσουν, κοτζάμ παιδάκι ήταν. Τον έριξαν, λέει, στο φούρνο, επειδή είχαν πολλή φτώχεια και δεν είχαν λεφτά, με τι να αγοράσουν αρνί και να ρίξουν. Και φούρνισαν μόνοι τους, για να μη τους καταλάβουν. Θυμιάτισαν, λέει, γύρω γύρω το φούρνο, λέει, έριξαν, λέει, το ταψί και πήγαν τότε για τον Αϊ-Γιώργη, στην εκκλησία, να ανάψουν από ένα κερί. Και άναψαν απ’ όλους πίσω. Κι εκεί που γύρισαν, λέει, πίσω για να έρθουν, πάλι πίσω απ’ όλους έρχονταν και μια μυρωδιά τούς χτύπησε, λέει, απ’ το φούρνο, τη μάνα και το μπαμπά που έκοψαν το Γιώργο. Μετά, ο κόσμος που σκολνούσε απ’ την εκκλησία, όλοι άνοιξαν το φούρνο τους. «Άντε, ρε, τον είπαν, δε θα ανοίξεις εσύ το φούρνο, δε θα βγάλεις εσύ το αρνί;». –«Και πώς δε θα το βγάλω;» λέει. Όταν άνοιξε Στουγιάννης, λέει, το φούρνο για να βγάλει το ταψί, ο Γιώργος, λέει, είχε το βιβλίο του στο χέρι και διάβαζε. Κι εκείνο το ρύζι, λέει, γύρω γύρω, έλαμπε, όλα είχαν γίνει λίρες κοντά του. Και από τότε, λέει, πλουσίεψεν, λέει, ο φτωχός και έγινε ο πανπλούσιος και ο Γιώργος τους λέει, «Απ’ τη δικιά μου την πλάτη, λέει, έγινατε πλούσιοι και έχετε, λέει, λεφτά στα χέρια σας και εύχομαι, λέει, μέχρι τέλος μπαμπά και μάνα, λέει, να έχετε την ευχή μου, λέει, να είσαστε πάντα γεροί. Δεν με το εκάνατε για να με χάσετε, με έκανατε, λέει, για καλό. Σήμερα είναι, λέει, Αϊ-Γιώργης, σήμερα κόβεται, λέει, το κουρμπάνι».
Το να κόψεις το παιδί σου είναι μια μεγάλη ιστορία, πως να σου πω; Αμάρτημα είναι, αλλά το φέρνει το τραγούδι έτσι, για να το πει, κι άμα δεν το πει, δεν μπορεί να ησυχάσει.»
Όλα αυτά συμβαίνουν κατά τη μεγάλη γιορτή του Αγίου Γεωργίου -αντίστοιχη περίπου με το Πάσχα- όπου όλοι -όπως και στο Πάσχα- πρέπει να μαγειρέψουν αιματηρό σφάγειο. Εξού και η ιερή υποχρέωση των γονιών να θυσιάσουν κάτι. Το θυσιασμένο παιδί που ανασταίνεται είναι πια ένας «άλλος», θεοποιημένος. Το βιβλίο κάνει «άλλους» τους ανθρώπους. Τον Γιώργη-σφάγειο τον έχει μετατρέψει σε σοφό, μεγαλόψυχο, φιλεύσπλαχνο, ελεήμονα, θεϊκό χρησμοδότη. Εξεικονίζει την κύρια μεταφορά της εξουσίας και επιτάσσει την υποταγή στο θείο, είναι ο φορέας του λόγου του θεού μέσω του βιβλίου, αντιπαραθέτοντας τον με τις αποκλειστικά προφορικές λαϊκές παραδόσεις.
Η επίδραση της εκπαιδευτικής πολιτικήςΩς δεύτερο παράδειγμα σχετικά με την ηγεμονική παρουσία του «βιβλίου» αλλά και την «επαναπροφορικοποίηση» του γραμμένου λόγου, θα αναφέρω τη μαρτυρία μιας γυναίκας από το Τρίγωνο του νομού Έβρου, γεννημένης το 1925, πρωταγωνιστικής στο τραγούδι, με φοβερή μνήμη και ικανότητα αφήγησης, ενεργή συνείδηση και ρόλο στα πράγματα της κοινότητας.
«... Εγώ γεννήθηκα το 1925, μέχρι το 1920 το χωριό μας τετρακόσια χρόνια, [στην πραγματικότητα πεντακόσια περίπου] από τότε που έγινε η Κατοχή [εννοεί την Οθωμανική κατάκτηση] ήταν σκλαβωμένο και πριν το 1821 που έγινε ο πόλεμος και λευτερωθήκαμε [εννοεί την νότια Ελλάδα]»
Για ένα αρκετά μεγάλο διάστημα η θρακική τοπική ταυτότητα ως νεοαποκτηθείσα εθνική συνείδηση, βρίσκεται -ή δείχνει να βρίσκεται- σε αντίφαση και σε αντίθεση με την πραγματικότητα του έθνους. Χαρακτηριστικό είναι ένα μειξολόγιο ποίημα που μας απήγγειλε η πληροφορήτρια δηλώνοντας «Πατέρας μ’ μου τό ‘μαθε, είν’ εκατό τόσο χρονώ... τό ’χε πει στο σχολείο όταν πήγαινε...
Πώς σ’ αγαπώ γλυκειά Ελλάς σαν δεύτερή μου μάνα,
στον κόσμο πια το φώναξα σαν Πασχαλιάς καμπάνα,
μα έχουμ’ απ’ τους Έλληνας παράπονο μεγάλο
πως εφραγκέψατε πολύ, ώ Ελληνόπαιδά μου.
Όλα σας είναι φράγκικα κι όλα σας ζηλεμένα
κι ελληνικό πια έθιμο δε σώζεται κανένα.
Φράγκικος είναι ο χορός, φράγκικα τα τραγούδια,
με φράγκικα ονόματα βαφτίζουν τα λουλούδια.
Αχ, πείτε μου πού τραγουδούν ελληνικά τραγούδια...»
Ωστόσο η επίδραση της εκπαιδευτικής πολιτικής της Ελλάδας στη Θράκη μετά το 1870, και κυρίως μετά την ενσωμάτωσή της στον εθνικό κορμό το 1920, και φυσικά ο ρόλος του σχολείου και του βιβλίου στη διαμόρφωση των ταυτοτήτων είναι αποφασιστικής σημασίας.
«‘Οταν πηγαίναμε στο σχολείο ήμασταν διακόσια τόσα παιδιά και τραγουδούσαμε «μαύρη είν’ η νύχτα στα βουνά...», πολλά τραγούδια λέγαμε περί Τουρκίας. Εγώ τραγουδούσα πολύ, απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ, ακόμα και στον ύπνο μου, όσα σχολικά κι όσα πάμπαλια ήταν, τα τραγουδούσα. Tραγουδούσα στην πλατεία για να χορεύει ο κόσμος και με το κρύο κιόλας, με τα τσαρούχια. Έμαθα απ’ τον πατέρα μου τραγούδια αλλά έβγαζα και μόνη μου από τα βιβλία. Να σας πω την Κυρά Φροσύνη που την έριξε ο Αλή πασάς στη λίμνη -οι παππούδες μας δεν το λέγανε αυτό, εγώ έχω διαβάσει βιβλία και επειδή είχα τόσο καλή φωνή, τον Αθανάσιο Διάκο, το Μουχάλ μπέη, αυτούς όλους τους έχω τραγούδια μέσα απ’ το βιβλίο, φωνές δικές μου απ ’ τον πατέρα μ’. Το τραγούδ’ σ’ δίν’, όταν το διαβάσεις, κάθε τραγούδ’ με το άνοιγμα το στόμα, με το άνοιγμα τη λέξη, σ’ οδηγάει μόνο του, πού θα πας. Και ο χορός, όταν πηγαίν’ς να χορέψεις, ‘κείνος που είναι χορευταράς, δηλαδή, και το λέει καρδιά του, αμέσως τ’ αρπάζ’. Εκείνος που δεν μπορεί, δεν θα το πάει και δεν το πάει. Kαι το τραγούδ’ έτσ’.
Ο τρόπος που τελείται μόνο από το «εμείς»Εδώ μου έρχεται στο νου ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Παντελή Μπουκάλα «Όταν το ρήμα γίνεται όνομα. Η “αγαπώ” και το σφρίγος της ποιητικής γλώσσας των δημοτικών»:
«Αὐτὴ ἡ ποίηση, φτιαγμένη γιὰ νὰ τραγουδιέται, διαβάζεται πάντοτε φωναχτά, ὅπως τὰ ἔπη, μὲ ἀνοιχτὲς καὶ ἕτοιμες ὅλες τὶς αἰσθήσεις, ὥστε νὰ μεταλάβουν ἦθος ἀκέραιο».
Αυτό το ήθος που μέσα στα τραγούδια «ἐγκαταβιώνει» όπως λέει ο συγγραφέας, ήταν ο «τρόπος εκείνος που φτιαχνόνταν καὶ μοιραζόταν τὸ τραγούδι/ποίημα στὴν ἀκοὴ τῶν ἄλλων ἀλλὰ καὶ στὴ φωνή τους, ἡ ὁποία θὰ τὸ παραλλάξει, θὰ τὸ οἰκειοποιηθεῖ πρὸς στιγμήν, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ τὸ μεταδώσει, δίχως κανέναν πόθο ἰδιοκτησίας. Αὐτὸς ὁ τρόπος, δηλαδή, ποὺ τελεῖται μόνο ἀπὸ τὸ «ἐμεῖς» καὶ αὐτὸ ὑπηρετεῖ, ἔχει νὰ κάνει καὶ μὲ τὴν παραγωγή καὶ τὴ μορφοποίηση τοῦ ὑλικοῦ καὶ, τὴ διανομὴ καὶ τὴ βίωσή του. Κάθε παραλλαγὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς μιὰ νέα εἰκόνα, ὅσο πλούσια, ἀλλὰ ἕνα καινούργιο ὀξὺ βλέμμα. Καὶ κάθε φορέας, κάθε μεταδότης, εἶναι –ἦταν– δημιουργός».
«Ο πατέρας μου ήταν απ’ την Αδριανούπολη, κι έφερε πολλά τραγούδια από εκεί. Και αυτός ο Αηδονίδης εδώ στα χωριά μας ήταν δάσκαλος και από δω τα πήρε τα περισσότερα χωριάτικα τραγούδια, από τα Πετρωτά. Βέβαια ήταν δάσκαλος αυτός και σαν δάσκαλος μπορεί να τα βάλει και λίγο διαφορετικά, γιατί εμείς βάζουμε και λέξεις χωριάτικες που τις λέγανε οι παππούδες.
Όταν ήρθαν οι Βούλγαροι έκαψαν της Κοινότητας τα χαρτιά και το σχολείο το χάλασαν και έκαιγαν τα βιβλία. Ο μικρός ο αδερφός μου έτρεξε και πήρε ένα βιβλίο πάσης ύλης, ένα της γεωγραφίας και ένα με τραγούδια, βλάχικα [εννοεί τα Κλέφτικα, ως παράδειγμα μας λέει τη Λιάκαινα], νανουρίσματα, σχολικά, και όλα τα έβγαλα από κει μέσα και τα έκανα τραγούδια. Στο σχολείο ήταν ξεχωριστά τα τραγούδια που μας έβαζαν οι δάσκαλοι, για το θέρο ήταν και για τους τσομπαναραίους, αλλά ξεχωριστά. Αυτό το βιβλίο ήταν από το 1800, πότε έγιναν εδώ τα σκολεία, πατέρα μ’ που πήγαιναν στο σχολείο, από πάνω είναι. Είχε από όλα τα είδια τα τραγούδια μέσα, ποιήματα … Κι έρχονταν τα παιδιά έπαιρναν ποιήματα από μέσα. Αυτά ύστερα. το σόι μου είν’ μεγάλο, η μάνα μ’ είναι δέκα αδέρφια κι ο πατέρας μ’ δέκα, ανέψια πολλά, πρώτα ξαδέρφια, τά ’παιρναν κι έλεγαν τότε τον Κατσαντών’, τον Αθανάσιο Διάκο, Το γιεφύρι της Άρτας... Το ’δώσαμε σε μια κοπέλα. Πήρε ποίημα από μέσα. Το ’βαλε από κάτ’ απ’ της γιαγιά τ’ς το μαξιλάρ’. Η γιαγιά πέθανε και με τα ρούχα μαζί το πέταξαν και το βιβλίο και από πάν’ έκαψαν τα παλιά τα ρούχα και πάει το βιβλίο, το χάσαμε. Αλλ’ εγώ τα ’χω μαθημένα από παιδί πού ’μουνα. Δεκαπέντε χρονώ, δεκάξ’ πού ’μουνα. Κι από τότε ας πούμε δεν τα ξεχνάω, τα επαναλαμβάνω. Το Μιχάλ’μπεη το ’λεγαν πιο παλιοί παππούδες, κείν’ που πολέμ’σαν έναν καιρό εκείνα τα χρόνια. Ήταν πιο παλιό αυτό. Αλλά του ’χε και το βιβλίο όμως γραμμένο. Το ’χε και το βιβλίο».
* Ομιλία της εθνολόγου Μιράντας Τερζοπούλου στο αφιέρωμα για το δημοτικό τραγούδι που οργάνωσε, στο πλαίσιο του 47ου Φεστιβάλ Βιβλίου στο Ζάππειο, το Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, στις 12 Σεπτεμβρίου 2018.