Πολλές φορές οι επαναστατικές ιδέες είναι πραγματικά απλές. Ο Ερίκ Βυϊγιάρ είχε ακριβώς μια τέτοια ιδέα. Επίσης τις γνώσεις και τον τρόπο να την υλοποιήσει. Γιατί πολλοί έχουν ωραίες ιδέες, λίγοι μπορούν όχι μόνο να τις συλλάβουν, αλλά και να τις υλοποιήσουν.
Ο Γάλλος συγγραφέας, λοιπόν, που γνωρίσαμε μέσα από το βιβλίο του «Ημερήσια διάταξη» (Βραβείο Goncourt 2017) που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσεις Πόλις, έκανε δύο απλές όσο και δραματικές διαπιστώσεις.
Η πρώτη, ότι στα σημαντικά ιστορικά γεγονότα, οι αφηγήσεις των ιστορικών κάνουν άλματα. Συνοψίζουν σε λίγες φράσεις λεπτομέρειες εξόχως σημαντικές, τόσο σημαντικές που αν τις διάβαζε κανείς αναλυτικά θα άλλαζε το συνειδησιακό του φορτίο και, φυσικά, η από μέρους του αντιμετώπιση των γεγονότων.
Η δεύτερη, εξίσου σημαντική, είναι ότι οι λεπτομέρειες αυτές των πολύ σημαντικών γεγονότων αποτελούν καταπληκτικό αφηγηματικό υλικό, τόσο δυνατό που δεν έχει χρεία άλλων ψιμυθίων για να θεωρηθεί λογοτεχνία. Δεν χρειάζεται πλοκή, δεν χρειάζεται επινόηση χαρακτήρων. Η ίδια η εξέλιξη των γεγονότων αποτελεί πλοκή, οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές είναι μοναδικοί χαρακτήρες.
Έφτιαξε λοιπόν ένα νέο είδος λογοτεχνίας, ούτε μυθιστόρημα, ούτε νουβέλα, ο ίδιος το λέει «αφήγημα» (récit). Και εκεί λ.χ. που ένας ιστορικός θα αφιέρωνε μια παράγραφο ή, έστω, μια σελίδα, στη σημαδιακή συνάντηση των σημαντικότερων εκπροσώπων του γερμανικού κεφαλαίου (Ζίμενς, Όπελ, Κρουπ κ.α.) με τον Χίτλερ στις 20 Φεβρουαρίου 1933, εκείνος αφιερώνει 18 λογοτεχνικές σελίδες. Βασιζόμενος απόλυτα στα γεγονότα, επινοεί ορισμένες λεπτομέρειές τους, φαντάζεται τις προεκτάσεις τους, δημιουργεί δραματική ατμόσφαιρα ώστε να εξαχθεί η τεράστια σημασία μιας μικρής διάρκειας σύσκεψης-δεξίωσης.
H δύναμη της ουσίαςΗ αρμόδια επιτροπή του Goncourt δίκαια του έδωσε το πρώτο λογοτεχνικό βραβείο – αν μη τι άλλο και ως εξιλέωσή της. Το έχει δώσει σε τόσους άλλους συγγραφείς με τόνους γραμμένου χαρτιού που έχουν κάθε είδους λογοτεχνική αρετή εκτός από μία: τη δύναμη της ουσίας. Σε μια εποχή που η λογοτεχνία έχει δοκιμάσει τα πάντα για να συγκινήσει τον αναγνώστη και να πρωτοτυπήσει, ο Βυϊγιάρ πέταξε τα πάντα από πάνω της και κράτησε μόνο την ουσία. Όπως λ.χ. το τι μπορεί να σκέφτηκε o Λόρδος Χάλιφαξ το Νοέμβριο του 1937 και να δέχθηκε την πρόταση του Γκαίρινγκ να επισκεφθεί ιδιωτικά τη Γερμανία για να πάνε μαζί για κυνήγι. Ή το πώς η εισβολή στην Αυστρία που υπήρξε Βατερλό, με τα τανκς να σκορπίζονται χαλασμένα στο δρόμο, μετατράπηκε μέσω της προπαγάνδας σε επίδειξη γερμανικής στρατιωτικής ισχύος.
Ο Βυϊγιάρ, πριν την «Ημερήσια Διάταξη», είχε γράψει ένα ακόμη βιβλίο που μπορεί από πολλές απόψεις να θεωρηθεί δίδυμό του, και με το οποίο έγινε γνωστός. Πρόκειται για το «14η Ιουλίου» που ο υπογράφων έχει τη χαρά να μεταφράζει επίσης, προκειμένου να εκδοθεί το 2019 από τις ίδιες εκδόσεις.
Αν στην «Ημερήσια Διάταξη» ο συγγραφέας είχε επιλέξει ως μείζον γεγονός – άξονα του βιβλίου την άνοδο του Χίτλερ και τη βλακεία του διεθνούς πολιτικού συστήματος που άφησε να εξελιχθεί ένα καθεστώς που οδήγησε όλη την Ευρώπη στον όλεθρο, στη «14η Ιουλίου» καταπιάνεται με κάτι ακόμα πιο θεμελιακό για τις ευρωπαϊκές ζωές μας: τη Γαλλική Επανάσταση.
Για τη Γαλλική ΕπανάστασηΜιλάει για τις αιτίες της και για τις πρώτες της μέρες, για τα προεόρτια και για τη θρυλική κατάληψη της Βαστίλης στις 14 Ιουλίου 1789. Μιλάει για την απίστευτη χλιδή του παλατιού, περιγράφει τα φαγητά που έτρωγαν, τα λεφτά που δεν είχαν αλλά που ξόδευαν στη χαρτοπαιξία μέσα στις Βερσαλλίες, με έναν τραπεζίτη να φέρνει το ρευστό και να καταγράφει τα χρέη. Μιλάει για τις ορδές των πεινασμένων σε όλη τη χώρα, για το υπέρογκο χρέος της το οποίο οι περισσότεροι ιστορικοί «χρεώνουν» στη συμμετοχή της Γαλλίας στον πόλεμο της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ. Ψευδώς, όμως, αφού ήταν πιο παλιό και ανέβαινε διαρκώς. Περιγράφει τους πεινασμένους, το πώς ντύνονταν, τι (δεν) έτρωγαν, πού κοιμόντουσαν, πώς δούλευαν. Και για το τι ακριβώς συνέβη, πώς στην ουσία ξεκίνησε η επανάσταση, όταν δύο γνωστοί επιχειρηματίες ζήτησαν ακόμα μεγαλύτερη μείωση μισθών για να γίνουν πιο «ανταγωνιστικοί». Και οι πεινασμένοι ξεσηκώθηκαν. Διέλυσαν κυριολεκτικά την έπαυλη του ενός, για να εισπράξουν μετά τα βόλια των χωροφυλάκων. Τριακόσιοι νεκροί, η πρώτη μέρα (27 Απριλίου 1789) ήταν η δεύτερη πιο αιματηρή της επανάστασης.
Όπως λέει ο Βυϊγιάρ, «πρέπει να γράφουμε γι’ αυτό που αγνοούμε». Γιατί «κατά βάθος, αγνοούμε τι συνέβη στις 14 Ιουλίου. Οι αφηγήσεις που έχουμε είναι επιτηδευμένες ή ελλιπείς. Με αφετηρία το ανώνυμο πλήθος είναι που πρέπει να εξετάσουμε το ζήτημα. Και πρέπει να αφηγηθούμε όσα δεν γράφτηκαν. Να εκτιμήσουμε τι έγινε με βάση τους αριθμούς, με βάση τα όσα γνωρίζουμε από την ταβέρνα και το δρόμο, απ’ το πώς μιλούν από μόνα τους τα πράγματα, τα πενταροδέκαρα, τα ξεροκόμματα».
Μανώλης Πιμπλής