Του Μιχάλη Μπαρτσίδη*Μετά τα συλλαλητήρια για το Μακεδονικό πληθαίνουν στη Θεσσαλονίκη τα κρούσματα ρατσιστικής βίας και ποικίλων φασιστικών δράσεων, που έφτασαν έως την απόπειρα δολοφονίας του δημάρχου Γιάννη Μπουτάρη, ξυπνώντας εφιάλτες του παρελθόντος. Αναρωτιέται κανείς ποιοι είναι οι όροι επιστροφής σε αυτό το σκοτεινό εαυτό της πόλης και πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί. Από τα συλλαλητήρια του 1993 για το Μακεδονικό και την εποχή της τριανδρίας Άνθιμου- Παπαγεωργόπουλου-Ψωμιάδη κύλησε πολύ νερό. Η πόλη κατόρθωσε να ανοιχτεί προς τον κόσμο και, ως εκ τούτου, διαπιστώνουμε ότι υπάρχουν φωτεινές πτυχές οι οποίες δεν πρέπει να υποτιμούνται. Αποφεύγοντας το στιγματισμό της πόλης, επείγει να σκεφτούμε την επαναλαμβανόμενη τάση επιστροφής στο σκοτεινό παρελθόν που ακολουθεί κάθε φάση διάνοιξης.
Δημοκρατική επαγρύπνηση και γνωσιακός ακτιβισμόςΠολιτικός στόχος της ημερίδας για τον «Σκοτεινό Βαρδάρη» που οργάνωσε το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς στη Θεσσαλονίκη, την Παρασκευή 7 Σεπτεμβρίου 2018, ήταν να αναζητηθούν τρόποι ώστε τα ανοιχτά και μη ανασφαλή πνεύματα και όλες οι πολιτιστικές δυνάμεις της αγαθής μερίδας της πόλης να διατηρήσουν την κληρονομιά της συλλογικής σιγουριάς, της δημιουργικής διαχείρισης των κοινών αγαθών, της εξωτερίκευσης και επικοινωνίας, εν ολίγοις να κρατήσει την πόλη σε τροχιά εξόδου στον κόσμο. Η συζήτηση για τις σκοτεινές πτυχές της ιστορίας της πόλης, πτυχές βίας και παρακράτους, που γίνεται ούτως ή άλλως εδώ και αρκετά χρόνια, έπρεπε να γίνει μεθοδικότερα ώστε να αναζητηθούν βαθύτερες ερμηνείες και εξηγήσεις, να προσεγγιστεί η ιδεολογική κατασκευή που κυριαρχεί στη Θεσσαλονίκη και να περιγραφούν οι μηχανισμοί μέσω των οποίων συγκροτήθηκε. Τέλος, το θέμα προοιωνίζει και σχετίζεται με τις νέες τάσεις περιφράξεων στην Ευρώπη και ανόδου της ακροδεξιάς.
Φέραμε σε επαφή διαφορετικά μεταξύ τους είδη λόγου. Τον ιδιαίτερο λόγο της τέχνης συγγραφέων, που κινούνται πιο άνετα στα σκοτεινά δώματα του συλλογικού και ατομικού ασυνειδήτου, όπως η Έλενα Χουζούρη, από βιβλίο της οποίας εμπνευστήκαμε τον τίτλο της ημερίδας, και ο Θωμάς Κοροβίνης, που έχει γράψει πολλά λογοτεχνικά βιβλία που σχετίζονται με διάφορες πτυχές του παρελθόντος της πόλης. Το δημοσιογραφικό λόγο και έρευνα με τον Άκη Σακισλόγλου που έδειξε τις υπόγειες σχέσεις και διαδρομές μεταξύ οικονομικών και αθλητικών παραγόντων και την επαφή τους με ακροδεξιά κυκλώματα, καθώς και το ρόλο των συνδέσμων φιλάθλων που λειτουργούν ως χώροι παρέμβασης. Την ιστορική έρευνα του Λουκά Τσίπτσιου που ανέτρεψε τη διαδεδομένη αφήγηση για την ιστορία του ΠΑΟΚ και των κωνσταντινουπολιτών ιδρυτών του, εξηγώντας το προσίδιο στην πόλη αίσθημα ματαίωσης. Η Αιμιλία Σαλβάνου αναφέρθηκε στις ιστορικές προκείμενες που περιγράφουν τη Θεσσαλονίκη ως πόλη μεθοριακή, εν διαρκεί κινδύνω και πώς η ανάγκη ένταξης των προσφυγικών πληθυσμών, και ιδιαίτερα των Ποντίων, αποτέλεσε όχημα ελληνοποίησης σε αντιπαλότητα με τον κοσμοπολιτικό και διαπολιτισμικό χαρακτήρα της πόλης και τις διαφορετικές επιδιώξεις τους σε σχέση με τον γηγενή πληθυσμό και τους εβραίους παλιούς κατοίκους. Ο Παντελής Καλαϊτζίδης περιέγραψε, αναφερόμενος παράλληλα στις ποικίλες θεολογικές τάσεις, πώς η εκκλησία και οι παραεκκλησιαστικές «ευσεβιστικές οργανώσεις» με την αντίθεση τους στη νεωτερικότητα υπηρέτησαν τον κρατικό μεγαλοϊδεατισμό μέσα από την ταύτιση της ορθοδοξίας και κράτους και τον αγιορείτικο μοναχισμό.
Εσωτερικός αποκλεισμός και ματαίωση Ένα από τα κύρια συμπεράσματα που εξήχθησαν, είναι ότι υπάρχει πράγματι μια ιδιοτυπία της πόλης, η οποία όμως δεν ταυτίζεται με τις ιδιαίτερες μορφές ναζιστικής βίας που παρατηρούνται στην Αθήνα. Υπάρχουν πλευρές της πόλης φωτεινές και δημοκρατικές. Όπως αναφέρθηκε στην ημερίδα, η θεολογική και η φιλοσοφική σχολή ήταν δημοκρατικές εστίες. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε ως κύριο χαρακτηριστικό είναι ότι μεταπολεμικά υπήρξε ένα εσωτερικό μπλοκάρισμα της πόλης, ένα εσωτερικό όριό της το οποίο δεν μπόρεσε να διασχίσει, παραμένοντας μια πόλη μεθοριακή, εν κινδύνω, μια πόλη που πολιορκείται διαρκώς εκ των ένδον, όπως το έχει περιγράψει εύστοχα ο ποιητής Μάρκος Μέσκος.
Το δεύτερο κύριο συμπέρασμα, με το οποίο συμφώνησαν πολλοί, είναι ότι η πόλη διακατέχεται από μια λογική και ένα συναίσθημα ματαίωσης. Για παράδειγμα, ακόμη και το στερεότυπο ότι ο ΠΑΟΚ είναι μια πολύ καλή ομάδα, αλλά δεν παίρνει τα πρωταθλήματα, συνδέεται με μια μακρά ιστορία. Πρόκειται για την ιστορία των Κωνσταντινουπολιτών που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη μετά τους Βαλκανικούς και τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο όντας φορείς ενός κοσμοπολίτικου πνεύματος. Ωστόσο, αν και προερχόμενοι από την Πόλη, τη μητρόπολη και πρωτεύουσα μιας αυτοκρατορίας, δεν αντελήφθησαν αμέσως ότι έφτασαν σε μια πόλη η οποία ήταν η δεύτερη πόλη ενός νεοσύστατου έθνους κράτους που αναγκαστικά είχε ένα κέντρο, την Αθήνα. Αργότερα, και κάπως καθυστερημένα, διαπίστωσαν με οδυνηρό τρόπο τον περιορισμένο ρόλο τους δημιουργώντας, όπως έδειξε μια από τις εισηγήσεις, το αίσθημα της ματαίωσης που χαρακτηρίζει την πόλη.
Διαπιστώθηκε επίσης ότι η Θεσσαλονίκη είναι μια παλιά πόλη και ως τέτοια έχει ένα μακρύ και αδιευκρίνιστο παρελθόν, με πολύ οργανωμένες δομικές, «καθισμένες» σχέσεις και δίκτυα, μια παράδοση, με άλλα λόγια, η οποία έχει μεγάλο βάρος στις συνειδήσεις και αντιστέκεται στις αλλαγές. Με άλλα λόγια, υπάρχουν πολλοί σκελετοί στη ντουλάπα.
Ωστόσο, το κεντρικό συμπέρασμα είναι ότι θα πρέπει να αντλήσουμε θάρρος και αισιοδοξία από τις αλλαγές που έχουν επέλθει στην πόλη τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, όταν αυτή ανοίχτηκε στον κόσμο αποτελώντας διεθνώς ένα μοντέλο κοσμο-πολιτικής και μεταβάλλοντας την ιδέα που έχουν γι’ αυτήν τόσο οι κάτοικοι, όσο και οι εξωτερικοί παρατηρητές. Δεν θέλω να το ταυτίσω αποκλειστικά με τη δημαρχία Μπουτάρη, διότι ήταν πολλές οι δυνάμεις –οριζόντιες, κινήματα πολιτών ριζοσπαστικά κινήματα, πολιτιστικές δυνάμεις- οι οποίες αγωνίστηκαν και κατόρθωσαν να ανοίξουν την πόλη στον κόσμο. Δεν συνετελέσθη, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η «μεταστροφή των παθών» από χαρούμενα της αλληλεγγύης και των δεσμών στα θλιβερά εκείνα του μίσους και της βίας. Έχουμε περιθώριο ακόμη, παρόλο που απειλούμαστε από τον επερχόμενο ορμπανισμό.
Η «μεταστροφή των παθών», η διάνοιξη στον κόσμο…Αναφέραμε προηγουμένως για την εσωτερική πολιορκία της πόλης ως μια από τις πηγές της κακοδαιμονίας, την οποία αποδίδουμε συνήθως στους άλλους, στους Αθηναίους γενικώς. Η οικονομική πλευρά αποτελεί ένα σημαντικό λόγο, καθόσον δεν αναπτύχθηκε σημαντική βιομηχανία και υπηρεσίες στην περιοχή, δραστηριότητες ακόμη και στον καλλιτεχνικό τομέα που θα απέτρεπαν τους νέους από το να φεύγουν προς την Αθήνα αναζητώντας εργασία. Η οικονομική ή η «υλική» διάσταση του συναισθήματος της ματαίωσης είναι ιδιαίτερα κρίσιμη. Θεωρήσαμε, ωστόσο, γνωστή και αυτονόητη τη διάσταση αυτή και επιδιώξαμε περισσότερο να διερευνήσουμε το κρίσιμο πολιτικά και ιδεολογικά ζήτημα της «μεταστροφής των συναισθημάτων», διαποτίζοντας τη συζήτηση με τους όρους ενός συγχρόνου επιστημονικού ρεύματος στην πολιτική θεωρία. Η οικονομική ανισότητα και το χάσμα με την Αθήνα ισχύει από τις αρχές του 20ού αιώνα, είναι διαρκής και αποτελεί καθοριστική βάση για το αίσθημα ματαίωσης. Αλλά μην ξεχνάμε ότι τότε η Θεσσαλονίκη έφτιαχνε δικά της δίκτυα στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη, φτάνοντας μέχρι τη Βιέννη και το Παρίσι. Είχε απευθείας διασύνδεση με την Ευρώπη σε οικονομικό και πολιτιστικό επίπεδο.
Το θέμα είναι να εξηγήσουμε τι επέφερε τον εσωτερικό αποκλεισμό και πώς μπορούμε να δράσουμε σήμερα υιοθετώντας στοιχεία του μοντέλου της απευθείας διασύνδεσης υποεθνικού και δι-εθνικού. Δεν είναι ανάγκη η ανάπτυξη της πόλης να περάσει πάλι από την Αθήνα, η Θεσσαλονίκη μπορεί να δημιουργήσει ξανά τα δικά της δίκτυα, δίνοντας επιτέλους νόημα στην κοινοτυπία περί της πρωτεύουσας των Βαλκανίων. Αν τα αίτια είναι εσωτερικά, τότε η λύση θα δοθεί και πάλι από το εσωτερικό της πόλης, ασχέτως αν οι δυνάμεις που εμπλέκονται με το κεντρικό κράτος πολλές φορές χρησιμοποιούν στοιχεία της σκοτεινής πλευράς. Η Θεσσαλονίκη πολιορκείται εσωτερικά από μια ιδιοτελή μερίδα, η οποία καπηλεύτηκε τα εθνικά συναισθήματα και προσπάθησε να ιδιοποιηθεί τα κοινά και τους δημόσιους χώρους χωρίς να έχει καν αίσθηση του κοινού συμφέροντος. Η πόλη κατατρύχεται από συνεχή καταπάτηση και ιδιοποίηση των κοινόχρηστων χώρων. Τα δίκτυα της ιδιοτελούς καταπάτησης είναι συνδεδεμένα με την τάση του εσωτερικού αποκλεισμού και της καπηλείας των εθνικών ζητημάτων.
…και η γυμνή φιγούρα του «μακεδονομάχου»Όσα συνέβησαν το βράδυ του Σαββάτου είναι σημάδι και επιβεβαίωση των όσων τέθηκαν από την ημερίδα. Εντούτοις, δεν είναι τόσο ανησυχητικά πλέον διότι οι κινητοποιήσεις απομαζικοποιήθηκαν, απομένοντας με έναν γραφικό χαρακτήρα. Είναι πολιτικά σημαντικό να γνωρίζουμε τις κρυφές σχέσεις και τα κρυφά δίκτυα, σημαντικότερο δε να τα αποκαλύπτουμε με την έκθεσή τους στο φως της κριτικής δημοσιότητας, όπως συνέβη για παράδειγμα με την ημερίδα του ΙΝΠ, γιατί τότε μόνο αποδυναμώνονται. Ο δημοκρατικός διάλογος και επαγρύπνηση αποκάλυψης του πυρήνα αυτών των δικτύων του Σκοτεινού Βαρδάρη, ο οποίος μπορεί πλέον να αποδειχθεί κατά κυριολεξία γυμνός.
*Επιστ. διευθυντής του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς.