Του Κώστα ΔουζίναΣτις 25 Μαρτίου του 2017 οι ευρωπαίοι ηγέτες γιόρτασαν τα εξηκοστά γενέθλια της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη Ρώμη. Αλλά τα γενέθλια επισκιάστηκαν από το διαζύγιο του Brexit και την κηδεία των θεμελιωδών αρχών της Ένωσης κάτω από την επίθεση της ακροδεξιάς. Αυτή την εβδομάδα, το Ευρωκοινοβούλιο ενέκρινε για πρώτη φορά στην ιστορία του την ενεργοποίηση κυρώσεων κατά της Ουγγαρίας του Ορμπάν για παράβαση κάθε πολιτικού και ανθρώπινου δικαιώματος και για σοβαρή απειλή κατά του κράτους δικαίου και της δημοκρατίας. Είναι μια ευπρόσδεκτη έκφραση αποδοκιμασίας κατά της ξενοφοβικής ακροδεξιάς. Μήπως, όμως, ήρθε αργά; Γιατί ανέβηκε τόσο η ακροδεξιά, όχι μόνο στην Πολωνία και την Ουγγαρία, αλλά στη Γαλλία, τη Γερμανία, τη Βρετανία, την Ολλανδία ακόμη και στη Σουηδία;
Υπάρχει μια εσωτερική σχέση μεταξύ των πολιτικών της Ένωσης και των ευρωπαϊκών ελίτ και της ανόδου των πιο αντιευρωπαϊκών ιδεολογιών που είδε η ήπειρος μας μετά το Ολοκαύτωμα. Οι νίκες της εθνικιστικής και λαϊκιστικής ακροδεξιάς δεν ήταν απρόσμενες. Αντίθετα, αποτελούν σταθμούς στη μακροχρόνια πορεία παρακμής της Δύσης και μεταλλαγής του καπιταλισμού. Τέσσερις σημαδιακές ημερομηνίες συμβολίζουν αυτή τη στροφή, 1989, 2008, 2011, 2016. Το 1989 με την πτώση του σοσιαλισμού ανακοινώνεται πανηγυρικά η νέα παγκόσμια τάξη, οικονομικά νεοφιλελεύθερη και πολιτικά μεταδημοκρατική. Η μεγάλη οικονομική κρίση του 2008 βάζει την αρχή του τέλους της νέας τάξης. Οι δυτικές κοινωνίες, εξουθενωμένες από την καπιταλιστική κρίση και την υποχώρηση των αξιακών τους θεμελίων, στέκονται αμήχανα μπροστά στις δραματικές αλλαγές στην εργασία και την κοινωνική αναπαραγωγή. Η κρίση προετοιμάζει τις λαϊκές αντιδράσεις που ακολούθησαν σε δύο κύματα. Το πρώτο, το 2011, έχει στοιχεία εξέγερσης. Ξεκινάει με την Αραβική Άνοιξη και τις αντιστάσεις και καταλήψεις στην Ισπανία και την Ελλάδα, που μεταφέρονται στην Αμερική με το Occupy Wall Street και ύστερα εξαπλώνονται σ’ όλο τον κόσμο. Εν τούτοις, η έλλειψη ισχυρών και αξιόπιστων πολιτικτων με την νμη ισχυρών και αξοα ών κομμάτων που θα μπορούσαν να περάσουν τη λαϊκή εξέγερση στο πολιτικό και θεσμικό χώρο οδηγεί στην ήττα των κινημάτων με εξαίρεση την Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία εν μέρει. Το δεύτερο κύμα λαϊκών εξεγέρσεων εμφανίζεται το 2016 και πηγαίνει προς τα δεξιά. Είναι απόρροια του συνδυασμού του νεοφιλελευθερισμού, της «μεταδημοκρατικής» συνθήκης και της εκμετάλλευσης της λαϊκής αγανάκτησης από τους ακροδεξιούς.
Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός χρειάζεται ανοικτά σύνορα και ενιαίες αγορές, αλλά αυτό οδηγεί σε δομική ανεργία, τεράστια αύξηση των ανισοτήτων και απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος. Με το διαζύγιο μεταξύ καπιταλισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης, ο δύσκολος γάμος των οποίων δημιούργησε το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος, η κοινωνική συνοχή υποχώρησε. Την ίδια εποχή διαφημίζεται η άποψη ότι η πάλη των τάξεων τέλειωσε και δεν υπάρχουν πια σημαντικές ιδεολογικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Έτσι φτάσαμε σ’ αυτό που η πολιτική φιλοσοφία ονόμασε «μεταδημοκρατική» συνθήκη. Υποστηρίζεται η παντοδυναμία των τεχνοκρατών, με τον ισχυρισμό ότι τα πολύπλοκα κοινωνικά προβλήματα έχουν επιστημονικά σωστές λύσεις που δεν πρέπει να μπαίνουν σε δημόσια διαβούλευση. Ο λαός δεν καταλαβαίνει, κάνει λάθη. Καλύτερα, λοιπόν, να μην ανακατεύεται. Έτσι η πολιτική απονευρώνεται, η δημοκρατία απομακρύνεται από τους πολίτες, οι πολιτικοί ενδιαφέρονται περισσότερο για τη γνώμη των «αγορών» παρά των λαών. Αυτή η λογική οδηγεί σε τεχνοκρατικές ή κυβερνήσεις μεγάλου συνασπισμού, στη σύγκλιση κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς στο ακραίο κέντρο, στην απονομιμοποίηση της πολιτικής μιας και «όλοι ίδιοι είναι».
Η Διεθνής της Νέας ΔεξιάςΗ οικονομικοί δυσπραγία και η πολιτική περιθωριοποίηση δημιουργούν μια αίσθηση εγκατάλειψης και ταπείνωσης στους πολίτες. Οι δημαγωγοί του «ριζικού κακού» δικαιολογούν τη δικαιολογημένη αγανάκτηση για τις αδικίες, την πολιτική και κοινωνική εγκατάλειψη δαιμονοποιώντας ένα αποδιοπομπαίο τράγο που κατηγορείται ως πηγή όλων των δεινών. Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αποτελούν τον προνομιακό συνδετικό κρίκο της Διεθνούς της Νέας Δεξιάς. Η Ουγγαρία είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Δεν έχει δεχτεί πρόσφυγες και μετανάστες, οι ξένοι στη χώρα είναι ελάχιστοι. Εν τούτοις ο ξενοφοβικός και ρατσιστικός λόγος του Fidesz και του νεο-ναζιστικού Jobbik έχει δημιουργήσει ένα φανταστικό εχθρό που απειλεί τη φυλετική και θρησκευτική καθαρότητα του έθνους. Ο Ορμπάν υιοθέτησε από τον Χάντιγκτον, την Λεπέν και τον Βίλντερς την άποψη περί «σύγκρουσης των πολιτισμών» και εισβολής του Ισλάμ στην Ευρώπη. Το απλοποίησε, το μετέβαλε σε συναισθηματική ρητορική άμυνας και αξιοπρέπειας του έθνους και δίνει μάθημα για το πώς μια ηγεσία μπορεί να οδηγήσει ένα λαό στο ρατσισμό και το φασισμό.
Η στρατηγική της λαϊκιστικής ακροδεξιάς διαχωρίζει το λαό από τις ελίτ, με τις business as usual πολιτικές τους, τριγωνίζοντας το πρόβλημα. Όπως είπε ο Ορμπάν στην Ευρωβουλή: «οι Ευρωπαίοι απαιτώντας τη δίκαιη κατανομή των προσφύγων στα κράτη-μέλη επιτίθενται στον ουγγρικό λαό για να υποστηρίξουν τους απειλητικούς μουσουλμάνους». Προκαταλήψεις, διακρίσεις και δεισιδαιμονίες περί περιούσιων λαών αποζημιώνουν τα ενδημικά αισθήματα απογοήτευσης και ματαίωσης. Γίνονται σημεία ψεύτικης ασφάλειας και επιτρέπουν να εξηγείται ο κόσμος χωρίς αντιφάσεις. Εύκολα, λοιπόν, οι προκαταλήψεις ενώνονται με τη βαθιά απογοήτευση για τη ματαίωση ονείρων και σχεδιασμών, την αίσθηση ότι κανείς δεν μας υπολογίζει και περνούν στον «ανακουφιστικό» ρατσισμό και ξενοφοβία. Συνδυάζεται έτσι η κάθετη κινητοποίηση της έλλειψης εμπιστοσύνης στις ευρωπαϊκές και ντόπιες ελίτ και τους ενδιάμεσους θεσμούς, όπως πανεπιστήμια και δικαιοσύνη, με την οριζόντια διασπορά του φόβου των άλλων, προσφύγων, μεταναστών, γκέι, ρομά. Με ψυχαναλυτικούς όρους, οι ελίτ δεν μας προστατεύουν γιατί επιτρέπουν στους άλλους, τους ξένους, να μας κλέβουν την απόλαυση.
Οι ακροδεξιοί πολιτικοί στηρίζουν, επομένως, τη μισαλλόδοξη ιδεολογία τους στο έδαφος που προετοίμασαν οι επίσημες πολιτικές. Τα είδαμε στην αντιμετώπιση της Ελλάδας από τις ευρωπαϊκές ελίτ. Ο αυξανόμενος αυταρχισμός της Ένωσης επέβαλε πολιτικές χωρίς να παίρνει υπ’ όψη τις δημοκρατικές αποφάσεις ή τις θυσίες του ελληνικού λαού. Η ανικανότητα των ελίτ να διδαχτούν από την ιστορία και την υπόσχεση ειρήνης και ευημερίας, βασισμένης στην αλληλεγγύη πάνω στην οποία θεμελιώθηκε, οδήγησαν το φιλελεύθερο Γιούργκεν Χάμπερμας να καταγγείλει τον «αυταρχικό φεντεραλισμό» της Ένωσης. Στην Ελλάδα οι αντιστάσεις και η ύπαρξη του ΣΥΡΙΖΑ ανέκοψαν το δρόμο προς τη ρατσιστική δεξιά. Δυστυχώς, πολλές ακροδεξιές απόψεις εντάχθηκαν στην ρητορική της αντιπολίτευσης.
Πώς αλλάζει η Ευρώπη;Αν δεν αλλάξουν οι ευρωπαϊκές πολιτικές, οι καταδίκες από την Ευρωβουλής δεν αρκούν για να ανακόψουν το συνδυασμό νεοφιλελευθερισμού και δεξιού εθνικισμού. Χρειαζόμαστε μια διαφορετική πολιτική σε μια διαφορετική Ευρώπη. Έχουμε το καθήκον να ξαναχτίσουμε την Ευρώπη από τα κάτω προς τα πάνω, ως μια κοινότητα δημοκρατικών εθνών και λαών, ενάντια στην από πάνω κατασκευή ενός μεγέθους που τα χωράει όλα. Η μάχη για την καρδιά της Ευρώπης θα πραγματοποιηθεί σε τρία μέτωπα. Πρώτα, αποτροπή της ακροδεξιάς στροφής με συνεργασίες μεταξύ αριστερών, κεντροαριστερών και δημοκρατών ενάντια στην επιστροφή του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Αλλά αυτή η πλατιά συμμαχία πρέπει να συνδυαστεί με την αντιστροφή της λιτότητας και των πολιτικών που προκαλούν ύφεση. Θα μπορούσαν να αντικατασταθούν από πολιτικές δημοσιονομικής χαλάρωσης για ανάπτυξη και μείωση της ανεργίας με ένα youth pact στο κέντρο που θα στοχεύει τη νεανική ανεργία. Στην ίδια κατεύθυνση θα ήταν η τραπεζική ένωση στην Ευρωζώνη, η εγγύηση των τραπεζικών καταθέσεων, η αμοιβαιοποίηση του χρέους με την έκδοση ευρω-ομολόγων. Για όλα αυτά χρειάζονται στοχευμένες συμμαχίες από την Αριστερά και την προοδευτική κεντροαριστερά. Αλλά είναι μάλλον απίθανο να τα δούμε σύντομα, αν δεν αλλάξουν οι συσχετισμοί στο εσωτερικό των λαών (Urbi) πριν την Ευρώπη (Οrbe). Η ευθύνη της Αριστεράς είναι να επαναπολιτικοποιήσει την πολιτική για να αποτρέψουμε την αιχμαλωσία της από αντι-δημοκρατικές και ακροδεξιές ιδεολογίες. Πρέπει να φτιάξουμε έναν ευρωπαϊκό χώρο διαλόγου και δράσης, να βοηθήσουμε την ανάπτυξη των κινημάτων αντίστασης, αλληλεγγύης και κοινωνικής οικονομίας και το συντονισμό τους με τα κόμματα της αριστεράς, της οικολογίας και της αριστερής σοσιαλδημοκρατίας. Χρειαζόμαστε μια νέα ευρωπαϊκή αριστερά που ξεκινάει από τα κάτω. Αυτό είναι η μεγάλη ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, του μόνου κυβερνώντος αριστερού κόμματος. Μόνο μια μεγάλη προοδευτική συμμαχία μπορεί να σώσει την τιμή του ονόματος της Ευρώπης.