Απαντώντας σε ερώτηση δημοσιογράφου στη ΔΕΘ, ο πρωθυπουργός είπε για το έργο της κυβέρνησης: «Δεν φέραμε, δα, και το σοσιαλισμό!» Σωστή και χρειαζούμενη επισήμανση, αν και έγινε σε περιπαικτικό τόνο. Για δύο λόγους: γιατί καλό είναι ο πρωθυπουργός αυτής της κυβέρνησης να διευκρινίζει σε κάθε ευκαιρία ότι μια κυβέρνηση δεν είναι αριστερή μόνο όταν στοχεύει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, αλλά και γιατί εξίσου χρήσιμο είναι να δηλώνεται η ιδεολογική δέσμευση, η τελική στόχευση της κύριας συνιστώσας της.
Το ότι «δεν φέρνει το σοσιαλισμό», ωστόσο, δεν σημαίνει πως τα πράγματα γίνονται πολύ πιο εύκολα. Τα καθήκοντα και οι στόχοι κάθε εποχής, κάθε περιόδου, κάθε στιγμής έχουν τη βαρύτητά τους. Όσο κι αν φαίνονται μικρά ή ασήμαντα από την άποψη της ιστορικής ιδεολογικής δέσμευσης, συνθέτουν ωστόσο τις κύριες αντιθέσεις, τις κύριες συγκρούσεις, στις οποίες μεταφράζεται κάθε φορά η μεγάλη, η βασική αντίθεση ανάμεσα στην προοπτική της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς και της κοινωνικής και πολιτικής συντήρησης ή και αντίδρασης.
Τα «μικρά» και τα «μεγάλα»Τέτοιες παρατηρήσεις σε μια στιγμή που μόλις πριν λίγες μέρες ο πρωθυπουργός εξήγγειλε ένα μετριοπαθές πρόγραμμα ελάφρυνσης από τα μεγάλα βάρη που φορτώθηκαν με τα μνημόνια –και με το τρίτο– ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, ενώ αναμένεται η απάντηση του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης από το ίδιο βήμα της ΔΕΘ, μπορεί να φαντάζουν «άλλα λόγια ν΄ αγαπιόμαστε», αλλά δεν είναι.
Να εξηγήσουμε γιατί. Όπως όλες σχεδόν οι πολιτικές συγκρούσεις, αυτή που προδιαγράφεται με τη λήξη του προγράμματος προσαρμογή΄ς και με προοπτική τις ερχόμενες βουλευτικές εκλογές, θα πραγματοποιηθεί, ακόμα κι όταν δεν θα φαίνεται, όχι σαν μια αντιπαλότητα για τα μικρά και ασήμαντα –πέντε πάνω, πέντε κάτω για «παροχές»– αλλά σαν συγκεκριμένη έκφραση μιας γενικής, αλλά καθόλου αφηρημένης αντίθεσης. Αυτή είναι η πραγματικότητα, και αυτή η πραγματικότητα χρειάζεται πρώτα απ΄ όλα να αναδειχθεί από την πλευρά της αριστεράς. Όχι με γενικές και κραυγαλέες διακηρύξεις, αλλά με απτά και συγκεκριμένα παραδείγματα. Άλλωστε, η ίδια η αξιωματική αντιπολίτευση της δίνει αυτή την ευκαιρία, με τον τρόπο που υποχρεώνεται, ως τώρα τουλάχιστον, να παρουσιάσει τις δικές της επιδιώξεις, τις δικές της στοχεύσεις: με τρόπο σαφώς ιδεολογικό.
Τι λέει η ΝΔ; Ότι, για να μπορέσει να ανακάμψει με τους απαραίτητους ρυθμούς η οικονομία, πρέπει να εφαρμοστεί η δική της, η νεοφιλελεύθερη αντίληψη για τις επενδύσεις, για τη φορολογία, για τα δικαιώματα των εργαζομένων, για τη μεγιστοποίηση του ιδιωτικού κέρδους, για τις ιδιωτικοποιήσεις, για το λιγότερο κράτος κ.λπ.
Δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι σε ουσιαστικά προεκλογικό χρόνο η ΝΔ επιλέγει να θέσει θέμα ιδιωτικοποίησης ουσιαστικά του ασφαλιστικού συστήματος, και μάλιστα σε μια στιγμή που η ενοποίηση των ταμείων υπό το ΕΦΚΑ έχει γεννήσει πλεονάσματα, έστω κι αν αυτά οφείλονται μερικά και σε περιορισμό των απολαβών των νέων συνταξιούχων.
Οι αστοχίες της ΝΔΗ ΝΔ στήριξε την αντιπολίτευσή της στην καταστροφολογία, που ήταν απόρροια της επιθυμίας της για άμεση επιστροφή, όπως υπέθετε η θεωρία της «αριστερής παρένθεσης». Επί τέσσερα χρόνια διαψεύδεται, με αποκορύφωμα την 21 Αυγούστου, που δεν έφερε το... σοσιαλισμό, αλλά έδειξε ότι υπάρχει διαφορά σημαντική ακόμα και στη διαχείριση ενός μνημονιακού καταναγκασμού από μια κυβέρνηση με κορμό την αριστερά. Ο ένας πυλώνας της στρατηγικής της ΝΔ έχει πια καταρρεύσει.
Από την άλλη, το άλλο μεγάλο επιχείρημα, στο οποίο στηρίχτηκε η αντιπολιτευτική της γραμμή, το «είστε ψεύτες», γιατί εξαπατήσατε τον κόσμο με πράγματα που υποσχεθήκατε, χωρίς να πιστεύετε καν ότι μπορείτε να κάνετε, αποδυναμώνεται ήδη σοβαρότατα. Δεν είναι μόνο ότι η κυβέρνηση μπορεί να επικαλείται τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, που στο κάτω-κάτω έγιναν και σε έκτακτες συνθήκες. Πιο σημαντικό είναι ότι, αμέσως μόλις δόθηκε η όποια δυνατότητα ανακούφισης των λαϊκών τάξεων και σταδιακής ανάκτησης εδάφους που χάθηκε στη διάρκεια των μνημονίων, την επομένη της λήξης του μνημονιακού προγράμματος, η κυβέρνηση δίνει δείγματα γραφής που μόνο «ψεύτη» δεν δείχνουν. Υποχρεωμένο σε επώδυνο –και για τους πολλούς– συμβιβασμό, ναι. Αλλά δείχνουν και τη διαφορά προοπτικής. Αυτή που διατυπώθηκε με τη διαφορά οπτικής: η ανάκτηση του χαμένου εδάφους είναι προϋπόθεση για τη (δίκαιη λεγόμενη) ανάπτυξη, δεν είναι το αναμενόμενο (συχνά ματαίως) αποτέλεσμα της κερδοφορίας μέσω της αύξησης του παραγόμενους πλούτου, της πίτας, όπως τόσες φορές έχουν υποσχεθεί.
Μάχη με ιδεολογικό πρόσημοΆλλο ένα, λοιπόν, επιχείρημα της ΝΔ απειλείται με κατάρρευση. Πράγμα που την οδηγεί, λόγω και των επιλογών που έχει κάνει τέσσερα χρόνια τώρα, στην ανάγκη να οξύνει τα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά τού προγράμματός της –ταυτόχρονα με τα αυταρχικά και εθνικιστικά– γιατί και αυτή έχει ανάγκη να προβεί σε «παροχές». Τις οποίες, αν δεν τις εντάξει και δεν τις αποδώσει στις δήθεν θαυματουργές ιδιότητες των νεοφιλελεύθερων οραμάτων τής σημερινής ηγεσίας της, τότε κινδυνεύει να εμφανιστεί στη ΔΕΘ ο κ. Μητσοτάκης ως απλός αντιγραφέας του Αλ. Τσίπρα και, επίσης, ως οπαδός της άποψης ότι οικονομία μάλλον πάει καλύτερα, αφού επιτρέπει ελαφρύνσεις.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, ως κορμός αυτής της κυβέρνησης, με τα καλά και τα κακά της, την τόλμη και τις ολιγωρίες της, έχει ένα λόγο παραπάνω να δώσει χαρακτήρα ουσιαστικής πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης στην αναμέτρησή του με τη ΝΔ. Όχι απλώς να μην το αποφύγει, αλλά να το επιδιώξει αναδεικνύοντας τη σημασία των διακυβευμάτων αυτής της στιγμής, αλλά και τη διάσταση των διαφορετικών πολιτικών προτάσεων και των προοπτικών στις οποίες εντάσσονται αυτές.
Διεύρυνση του μετώπουΑυτή η επιλογή, αυτή η στάση δεν οδηγεί σε στένεμα του μετώπου, όπως θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος. Αντίθετα, μπορεί να συσπειρώσει τις ευρύτατες πια δυνάμεις που θεωρούν, και έχουν δει και στην πράξη τόσα χρόνια τώρα, πόσο καταστροφική ή, τουλάχιστον, αναποτελεσματική ήταν η εφαρμογή του δόγματος της αντιλαϊκής λιτότητας, που αποτελεί την ψυχή του νεοφιλελευθερισμού.
Και όχι μόνο στη χώρα μας. Τις τελευταίες μέρες, και με την παρουσία του Αλ. Τσίπρα στην ευρωβουλή, αλλά και με την κρίσιμη ψηφοφορία καταδίκης του ορμπανισμού, λάβαμε, ίσως, ένα σήμα για τους κινδύνους που έχει γεννήσει και μέλλει να γεννήσει στην Ευρώπη αυτή η κυρίαρχη μέχρι στιγμής αντίληψη. Και για την ανάγκη να αντικρουστεί με τη συσπείρωση των ευρύτερων δυνατών δυνάμεων με πρωτοβουλία της αριστεράς.
Χ. Γεωργούλας