Οι επισκέψεις του υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου στο Βερολίνο και το Λονδίνο, με βάση όσα έγιναν γνωστά από τα ρεπορτάζ, παρά τις δυσμενείς προβλέψεις των συναδέλφων ότι σ’ αυτές θα ανακύψουν προβλήματα και θα σκιαγραφηθούν με σαφήνεια τα «όχι» στη μη περικοπή των συντάξεων, μάλλον επανέφεραν τη συζήτηση στην ορθολογική, σωστή βάση της. Δηλαδή ότι στο εξωτερικό, ιδίως οι επενδυτές, όταν συναντούν έλληνες αξιωματούχους αυτό που πρωτίστως πλέον τους ενδιαφέρει, μετά την έξοδο από το πρόγραμμα, είναι το πώς πάει η πραγματική οικοvμία και κατ’ επέκταση η ικανότητα της οικονομίας να στηρίξει και τους δημοσιονομικούς στόχους. Ακούν, βεβαίως, και για το ζήτημα των συντάξεων προσεκτικά, αλλά στο πλαίσιο που αναφέραμε ήδη, ευνοούνται οι ελληνικές θέσεις, όταν εκτίθενται, ότι δηλαδή οι περικοπές είναι ένα αχρείαστο ή και βλαπτικό μέτρο.
Στο Βερολίνο η συνάντηση του υπουργού ήταν με τους κ. Μοσκοβισί και Σολτς. Αυταπόδεικτη η σημασία της, ιδίως με τον γερμανό υπουργό Οικονομικών, ο οποίος εκφράζει μια σαφώς συντηρητικότερη από τους άλλους άποψη, ενώ επιπλέον επίκεινται οι κρίσιμες για την κυβέρνησή του εκλογές στη Βαυαρία τον Οκτώβρη. Παρόλα αυτά η διαρροή αξιωματούχου από το ελληνικό υπουργείο Οικονομικών σημείωνε ότι ο Ε. Τσακαλώτος «εξέθεσε τις απόψεις της κυβέρνησης και υπάρχει ενδιαφέρον για συζήτηση» και ότι το αποτέλεσμα θα εξαρτηθεί «από τη συζήτηση και την πειστικότητα των επιχειρημάτων» της κυβέρνησης. «Είμαστε σε καλό δρόμο» συμπέρανε.
Στο Λονδίνο η συνάντηση ήταν πιο απαιτητική, οικονομικά, όσον αφορά την ορθή αποτίμηση της πορείας της ελληνικής οικονομίας και της ακριβούς πρόβλεψης της μεσοπρόθεσμης προοπτικής της, διότι η συνάντηση ήταν με επενδυτές. Αναφέραμε ήδη ότι οι ερωτήσεις τους αφορούσαν κυρίως την πραγματική οικονομία, ενώ προέκυπτε ότι αξιολογούν θετικά και τη συμφωνία για το χρέος. Προφανώς υπάρχει και το ζήτημα της αξιοπιστίας της κυβέρνησης, κάθε κυβέρνησης.
Το τελευταίο αυτό στοιχείο, ιδιαίτερα διότι η κυβέρνηση θέλει να αποτρέψει την περικοπή των συντάξεων αφού έχει πείσει τους δανειστές ή έστω έχει εξασφαλίσει συμφωνίες και ήπιες διαφωνίες, είναι πολύ σημαντικό. Πολλές είναι οι κινήσεις της κυβέρνησης που αποβλέπουν στην ενίσχυσή της: από τον χαμηλό τόνο και μετρημένα μέτρα του πρωθυπουργού στη ΔΕΘ, έως την προσπάθεια με κάποια μέτρα —πχ μείωση των εισφορών ή των φόρων των επιχειρήσεων— να προσεγγισθούν πάγιες θέσεις των πιστωτών. Στην ίδια κατεύθυνση είναι και η διαβούλευση για το εύρος του δημοσιονομικού χώρου καθώς και η αναφορά του Ε. Τσακαλώτου ότι θα ήταν θετικό να ξεκινήσει μια συζήτηση για το πώς θα αξιοποιηθεί με τον καλύτερο τρόπο ο χώρος αυτός, όχι μόνο για το 2019 αλλά και για τα επόμενα χρόνια έως το 2022.
Υπάρχει όμως και το ΔΝΤ. Όπως ήταν αναμενόμενο, και ως εμπνευστής του μέτρου, θα παρενέβαινε με το «όχι» του στην ελληνική θέση. Πράγματι ο εκπρόσωπος του Τζέρι Ράις την Πέμπτη υποστήριξε ότι «η εφαρμογή του (σ.σ. του μέτρου της μείωσης των συντάξεων) θα στείλει ένα καθαρό σήμα ότι η Ελλάδα παραμένει στο μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων».
Το ζήτημα έχει αρκετό δρόμο ακόμη. Η πολιτική του πλευρά, καθώς επίκειται και η κατάθεση του προϋπολογισμού, είναι προφανής και έως τον Δεκέμβριο που μπορεί να ολοκληρωθεί δεν θα φύγει από τις εφημερίδες. Αυτό όμως ορίζει και τα πράγματα: η κυβέρνηση θα κινείται πολύ προσεκτικά και με επιχειρήματα, γιατί το ζήτημα είναι πολυπαραμετρικό. Όμως στο τέλος η απόφασή της δεν μπορεί παρά να είναι η κατάργηση του ψηφισμένου μέτρου.
Π. Κ.