Η παρουσία του Ούντο Μπούλμαν, επικεφαλής της ευρωομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στην Αθήνα, και οι τοποθετήσεις του εντός και εκτός της εκδήλωσης του Ιδρύματος Φρίντριχ Έμπερτ προκάλεσαν αναταραχή στους κόλπους του ΚΙΝΑΛ και όσων προσβλέπουν σ΄ αυτό.
Τι ήταν αυτό που τους ενόχλησε τόσο πολύ; Ήταν η δήλωσή του πως «για να αντιμετωπίσουμε τις ξενοφοβικές και εξτρεμιστικές απόψεις στην Ευρώπη, πρέπει να δείξουμε ένα εναλλακτικό μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης» και η διαπίστωσή του ότι, για να γίνει αυτό, χρειάζεται «ένας όσο το δυνατόν μεγαλύτερος και ευρύτερος συνασπισμός δυνάμεων», που να προωθήσει «μια μεταμόρφωση του οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου, ώστε οι (ευρωπαϊκές) οικονομίες να δουλέψουν για τους πολλούς, όχι μόνο για τους λίγους». Και για όποιον δεν είχε καταλάβει, πρόσθεσε, ειδικά για την Ελλάδα, ότι «είναι η χώρα που υπέφερε περισσότερο από τις πολιτικές λιτότητας, που επέβαλαν τα δεξιά κόμματα υπό την ηγεσία ΕΛΚ, με μεταρρυθμίσεις, οι οποίες παρεμπόδιζαν την κοινωνική συνοχή», τονίζοντας ότι «οι Έλληνες κατάφεραν να αντιμετωπίσουν τεράστιες δυσκολίες τα τελευταία χρόνια και απέδειξαν ότι είναι πραγματικοί μαχητές· αυτό το πνεύμα χρειαζόμαστε σε όλη την Ευρώπη».
Θα πείτε, «ευρωεκλογές έρχονται, επιλογή νέων οργάνων της ΕΕ ετοιμάζεται, λέμε και καμιά κουβέντα παραπάνω». Δεν είναι έτσι, γιατί όπως λέει και ο Ν. Αλιβιζάτος, που ανέλαβε να απαντήσει στο γερμανό ευρωβουλευτή (για λογαριασμό του φαντάζομαι και όχι για λογαριασμό του ΚΙΝΑΛ, που –κατά δήλωσή του– τον έχει απογοητεύσει), «τα λόγια πολλές φορές γίνονται έργα, γιατί δημιουργούν κλίμα, επηρεάζουν συνειδήσεις και διαμορφώνουν συμπεριφορές».
Λόγος χωρίς αντίλογοΑυτό ακριβώς φοβάται η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ, η οποία επιτέθηκε στον Μπούλμαν όχι μόνο με την παρουσία και τις απαξιωτικές παρεμβάσεις των ηγετικών στελεχών, αλλά και με τη θορυβώδη απουσία της κ. Φ. Γεννηματά από την εκδήλωση. Και ο φόβος αυτός δεν αφορά μόνο την συμπερίληψη και του ΣΥΡΙΖΑ και άλλων δυνάμεων της ευρωπαϊκής αριστεράς σ΄ αυτό τον «ευρύτερο συνασπισμό» –πράγμα που γίνεται ή επιδιώκεται ήδη σε χώρες όπως η Πορτογαλία ή η Ισπανία. Αφορά και τη φραστική ακόμα αυτοκριτική απόρριψη του νεοφιλελεύθερου μοντέλου της λιτότητας, πράγμα που αποτελεί και πολιτική προϋπόθεση για μια παρόμοια προσέγγιση. Και τέτοια «λόγια» είναι ακόμα πιο επικίνδυνο να προαναγγέλουν «έργα».
Η δυσκολία του ΚΙΝΑΛ, λοιπόν, είναι διττή: δεν βλέπει με καθόλου καλό μάτι την προσέγγιση της ευρωομάδας στην οποία το ίδιο ανήκει με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ούτε είναι διατεθειμένο να θίξει την ουσία της πολιτικής που εφαρμόστηκε όχι μόνο επί μνημονίων, αλλά και προαναγγέλθηκε επί Σημίτη με τις θεωρίες περί μονόδρομου και τις πρακτικές της υποταγής στο Μάαστριχτ.
Δεν είναι μόνο ότι βλέπουν συμπλεγματικά την απώλεια του άλλοτε κυρίαρχου ρόλου τους προς όφελος ενός κόμματος της αριστεράς. Είναι και η αποφυγή της ευθύνης για μια καταδικασμένη πολιτική που ανέχθηκαν ή έσπευσαν να δικαιολογήσουν ως αναγκαία.
Οι πραγματικές διαχωριστικέςΓι΄ αυτό, λοιπόν, προκειμένου να μην απαντήσουν στο πραγματικό ζήτημα που τίθεται, με ποιους θα πάνε και ποιους θ΄ αφήσουν, επιχειρούν να το αποφύγουν επινοώντας σχήματα προβληματικά. Καθώς η ευρωπαϊκή πραγματικότητα, με την απειλητική άνοδο της ξενοφοβικής και εθνικιστικής (δηλ. αντευρωπαϊκής) δεξιάς, καταρρίπτει στην πράξη τις ευκολίες περί διαχωριστικής γραμμής μεταξύ «λαϊκιστών» και «αντιλαϊκιστών» φύρδην-μίγδην, αναζητούνται άλλες διχοτόμοι: μεταξύ «συστημικών» και «αντισυστημικών». (Κάτι τέτοιες επιπόλαιες διχοτομήσεις ίσως οδήγησαν και το Δημοκρατικό Κόμμα στην Ιταλία να αποφύγει κάθε προσέγγιση με τα 5 Αστέρια, χαρίζοντάς μας μια κυβέρνηση που έφερε στην εξουσία την ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά).
Αν λάβει κανείς υπόψη ότι η λέξη «σύστημα» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για πάσα νόσο, μπορεί να αντιληφθεί πως είναι παντελώς ανίκανη να διατηρήσει στη θέση της οποιαδήποτε διαχωριστική γραμμή. Μπορεί, λοιπόν, η «αρκετά επιπόλαιη γαλλική «Le Monde» [να] τοποθέτησε προ ημερών τον Αλ. Τσίπρα στον πόλο του “καλού”», όπως κρίνει ο Ν. Αλιβιζάτος, αλλά πόσο αφελείς είναι οι πορτογάλοι σοσιαλιστές που κυβερνούν με τη στήριξη του Μπλόκο και του ΚΚ Πορτογαλίας; Ή ο Σάντσεθ στην Ισπανία, που επιζητεί τη συνεργασία και τη στήριξη του Ποδέμος;
Ένας άλλος συνταγματολόγος, ο κ. Κ. Μποτόπουλος καταφεύγει σε ένα ατυχές επιχείρημα: «Στις δύο αυτές χώρες ο ισχυρός παίκτης εντός του κυβερνητικού σχήματος είναι οι σοσιαλιστές». Αυτό, λοιπόν, μπορεί να βαφτίσει «συστημικούς» τους «αντισυστημικούς» του σχήματος; Μια τέτοια συλλογιστική ταιριάζει μάλλον σε ακροαριστερούς επικριτές κάθε μολυσματικής συνεργασίας, παρά σε σοσιαλδημοκράτη.
Αντί να αναζητούμε ατελέσφορα σχήματα, μέσα στα οποία στριμώχνεται με το ζόρι η πραγματικότητα, θα ήταν προτιμότερο να επιστρέψουμε στον ιστορικά δικαιωμένο πολιτικό πραγματισμό των συνεργασιών που βασίζονται στην κοινή στόχευση: η απειλητική άνοδος της ξενοφοβικής και εθνικιστικής δεξιάς στην Ευρώπη υποδεικνύει την ανάγκη συσπείρωσης των ευρύτερων δυνατών δημοκρατικών δυνάμεων, στη βάση της απόκρουσης εκείνων των πολιτικών αντιλήψεων και πρακτικών, που εφαρμόστηκαν τις δύο τελευταίες δεκαετίες με την ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης και ξενοφοβικής δεξιάς, και βρίσκονται στη ρίζα αυτής της απειλητικής εξέλιξης. Αυτή η συσπείρωση, σ΄ αυτή τη βάση μπορεί να γίνει παρά τις υπαρκτές πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές, που δεν πρόκειται να υποσταλούν έτσι κι αλλιώς.
Ο άξονας δεξιά-αριστεράΣύροντας αυτή τη διαχωριστική γραμμή, και όχι κάποια άλλη, χωρίς καμία αμφιβολία ο ΣΥΡΙΖΑ και οι συγγενείς με αυτόν δυνάμεις της ευρωπαϊκής αριστεράς βρίσκονται από την αποκαλούμενη «καλή» πλευρά. Μ΄ αυτόν τον τρόπο, δεν θα βρεθεί κανείς πια στη δύσκολη θέση να χωρέσει τους πάντες από την «καλή» πλευρά, προκειμένου να μείνουν καλά και σώνει από την «κακή» μόνον ο Όρμπαν, ο Καζίσκι και ο Σαλβίνι. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Ούντο Μπούλμαν, κρίνοντας τη στάση του Μακρόν, παρατηρεί: «Ο κ. Μακρόν έχει σαφώς τοποθετήσει τον εαυτό του στους ευρωπαϊστές, αλλά το να είσαι ευρωπαϊστής δεν αρκεί». Χρειάζεται, προφανώς, και κάτι παραπάνω από τη δήλωση πίστης στο ευρωπαϊκό «σύστημα». Το οποίο, βέβαια, δεν θέλουν να σκέφτονται, όσοι βιάζονται να ακυρώσουν τον «παραδοσιακό άξονα πολιτικής αντιπαράθεσης δεξιά – αριστερά». Το ότι δεν ταιριάζει στα κοντόφθαλμα και μάλλον ιδιοτελή σχέδια της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ, δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να τον σβήσουμε απ΄ τον χάρτη. Ο άξονας αυτός δεν εξαλείφει ούτε υποτιμά το πολιτικό κέντρο, πολύ περισσότερο το σοσιαλδημοκρατικό. Όμως, σε όποιον τοποθετείται σ΄ αυτό, υποδεικνύει ότι, σε κάποιες κρίσιμες στιγμές, χρειάζεται να διαλέξει πλευρά. Με κανένα πρόσχημα δεν μπορεί να το αποφύγει.
Χ. Γεωργούλας