«Μέσα στην αναταραχή, άφηναν πίσω όλα τα υπάρχοντά τους και συνέρρεαν στα λιμάνια και τις ακτές, ψάχνοντας για σκάφη που θα τους μετέφεραν αρχικά στα κοντινά νησιά της Χίου, της Σάμου και της Μυτιλήνης, για να διασκορπιστούν στη συνέχεια. Στην απόπειρα να σωθούν μέσω θαλάσσης, στοιβάζονταν σε καΐκια με αποτέλεσμα κάποια να μην αντέχουν το βάρος και να αναποδογυρίζουν λίγα μέτρα από τις ακτές». Το απόσπασμα αυτό δεν αφορά σε Σύρους πρόσφυγες. Έχει να κάνει με την Οδύσσεια των Ελλήνων προσφύγων στις αρχές του 20ού αιώνα. Είναι περιγραφή του ιστορικού Σωτήρη Μετεβελή στο εξαιρετικό επίμετρο της νέας έκδοσης του κλασικού «Το Νούμερο 31328» του Ηλία Βενέζη που έβγαλε η «Εστία» σε έκδοση τσέπης και που περιέχει ακόμα αναλυτική βιβλιογραφία για το πολιτικό διπλωματικό και κοινωνικό περιβάλλον εκείνης της ταραγμένης εποχής, καθώς και μικρό γλωσσάρι.
Βλέπει, λοιπόν, κανείς πώς η Ιστορία μπορεί να επαναλαμβάνεται όχι ως φάρσα, αλλά με τον ίδιο, εξίσου τραγικό τρόπο κάθε φορά, καθιστώντας φάρσα κάθε απόπειρα μονοπώλησης του πόνου. Αξίζει μάλιστα να σημειωθεί ότι το συγκεκριμένο απόσπασμα δεν αφορά καν τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 1922, όταν έγινε η «Μικρασιατική Καταστροφή». Αφορά ελαφρώς προγενέστερους διωγμούς, που είχαν ξεκινήσει το 1914 και διήρκεσαν με αυξομείωση έντασης μέχρι τουλάχιστον το 1917.
Στην ουσία πρόκειται για το ίδιο «πρόβλημα»: είναι άμεσες ή έμμεσες πτυχές αυτού που άλλοτε αποκαλούταν «Ανατολικό Ζήτημα», του ζητήματος δηλαδή της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας η οποία, με την ενεργό πάντοτε ανάμιξη των εκάστοτε μεγάλων δυνάμεων, έπρεπε να κατατμηθεί.
Διότι αν σήμερα πόλεμοι έχουν οδηγήσει εκατομμύρια ανθρώπους, από νότια εδάφη μάλιστα της άλλοτε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εξακολουθούν να τεμαχίζονται, στα παράλια της Μικράς Ασίας σε αναζήτηση πλεούμενου με κατεύθυνση την ευρωπαϊκή σωτηρία, οι διώξεις του 1914-1917 ήταν σε ένα βαθμό αποτέλεσμα άλλων πολέμων, αυτή τη φορά στα τότε βορειοδυτικά εδάφη της. Και μπορεί σήμερα με ευκολία να συζητάμε δημοσίως για τους βαλκανικούς πολέμους του 1912-1913 που διπλασίασαν τη χώρα, καθόλου όμως δεν συζητάμε για τις συνέπειες που είχαν οι πόλεμοι αυτοί στη μοίρα των Ελλήνων της Ανατολής. Και οι συνέπειες αυτές ήταν πολλαπλές. Πρώτα απ’ όλα οι πόλεμοι τούτοι δημιούργησαν ένα αντίστροφο προσφυγικό κύμα που προηγήθηκε του ελληνικού, προσφυγικό κύμα των μουσουλμάνων των Βαλκανίων που έφυγαν σε μεγάλους αριθμούς (υπολογίζονται σε 300.000) με προορισμό εδάφη που εξακολουθούσαν να ανήκουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οι άνθρωποι αυτοί όχι μόνο αναζητούσαν στέγη (και αναζητούσε και το οθωμανικό κράτος στέγη γι’ αυτούς), αλλά έφεραν μαζί τους και το μίσος γι’ αυτούς που τους ξερίζωσαν από τις εστίες τους, δηλαδή τους βαλκάνιους χριστιανούς, μεταξύ των οποίων οι Έλληνες είχαν δεσπόζουσα θέση, ως μεγάλοι νικητές των πολέμων αυτών. Η έλευση αυτών των ανθρώπων στην Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία διεύρυνε το μίσος που ήδη καλλιεργούσαν οι Νεότουρκοι, οι οποίοι καταλάμβαναν σταδιακά τον κρατικό μηχανισμό, για τις μειονότητες και ειδικότερα την ελληνική. Ένα μίσος εθνικιστικό το οποίο επίσης ενισχυόταν από τα αισθήματα της ήττας στους ίδιους αυτούς πολέμους.
Η ιδέα του έθνους-κράτουςΌπως επισημαίνουν πια όλοι οι ιστορικοί – φυσικά και ο Σωτήρης Μετεβελής – το καθεστώς του Σουλτάνου, πριν την εμφάνιση των Νεοτούρκων, ήταν ανεκτικό και οι διάφοροι πληθυσμοί ζούσαν σχετικά αρμονικά. Έτσι, όπως καλά μπορεί να δει κανείς από τα κείμενα της εποχής, ούτε οι Μικρασιάτες Έλληνες είχαν στο νου τους κάποια μορφή ένωσης με τη μητέρα πατρίδα, αλλά ούτε και οι Ελλαδίτες ασχολούνταν ιδιαίτερα με τους Μικρασιάτες συμπατριώτες τους. Όλα αυτά άλλαξαν στις αρχές του 20ού αιώνα, με την καθολική πια επιβολή της ιδέας του έθνους-κράτους, τη δημιουργία και άλλων – πέραν του ελληνικού – εθνικών κρατών στα Βαλκάνια, και την επικράτηση αντίστοιχων ιδεών εθνικής ομοιογένειας και στους κόλπους του οθωμανικού κράτους.
Οι διώξεις, λοιπόν, που ξεκίνησαν το 1914 και για τις οποίες μιλάμε πολύ λιγότερο από αυτές του 1922, ήταν και αυτές μεγάλες, και σε πολλές περιπτώσεις απίστευτης ωμότητας. Το ήδη τεταμένο κλίμα που έφεραν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, το επέτεινε η έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Τουρκία ακολουθούσε πολιτική ουδετερότητας, ευμενούς προς τη Γερμανία, και η Ελλάδα φαινόταν ότι στο τέλος θα συμμαχούσε με την Αντάντ. Άρα οι Έλληνες της Μικράς Ασίας είχαν ένα ακόμα λόγο να είναι ύποπτοι και ήταν, επίσης, εύκολα θύματα προπαγάνδας ως πιθανοί κατάσκοποι του εχθρού.
Οι διώξεις μεταξύ 1914-17Αυτές λοιπόν οι διώξεις, σε αυτό το περιβάλλον, για τις οποίες μιλάει και στην «Αιολική Γη», είναι το υπόστρωμα της συγκεκριμένης ιστορίας του 1922 για την οποία μιλάει το Νούμερο του Ηλία Βενέζη. Γιατί το άκουσμα και μόνο για μια πορεία προς το τάγμα εργασίας το Σεπτέμβριο του 1922, ανακαλεί, ήδη στην πρώτη σελίδα του βιβλίου, τις μνήμες του παρελθόντος. Της εποχής δηλαδή, ανάμεσα στο 1914 και το 1917, που διώχθηκαν, πέθαναν σε τάγματα εργασίας ή έφυγαν για να σωθούν από το εχθρικό αυτό κλίμα κάπου 200.000 Έλληνες. Οι επιθέσεις τότε γίνονταν κυρίως από Τσέτες με τη σιωπηρή κάλυψη των αρχών. Ενδεικτική είναι η περίπτωση της Φώκαιας, γράφει ο Σωτήρης Μετεβελής, που είχε 8.000 Έλληνες και που μετατράπηκε σε κωμόπολη - φάντασμα με τον πληθυσμό κυριολεκτικά σφαγιασμένο. Θα πρέπει να λάβουμε πάντως υπόψη μας ότι μεγάλο ρόλο έπαιξε σε όλα αυτά μια συγκεκριμένη ομάδα εξουσίας στο οθωμανικό κράτος, μια τριανδρία Νεότουρκων με ονοματεπώνυμα, που αφού πρωταγωνίστησε στη σφαγή των Αρμενίων (προς τους οποίους το μίσος ήταν ακόμα μεγαλύτερο από ό,τι προς τους Έλληνες), συνέχισε το ευαγές της έργο και προς άλλες κατευθύνσεις.
Σεβασμός για τον «Άλλο»Υπό αυτό το πρίσμα θα πρέπει σήμερα να διαβάσουμε «To Νούμερο 31328». Η έκδοση είναι επετειακή – το 2018 συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από το θάνατο του συγγραφέα – και μας δίνει την ευκαιρία του αναστοχασμού πάνω σε θέματα που συνεχίζουν να αποτελούν πληγές στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Ο Βενέζης είναι από τους πιο ψύχραιμους καταγραφείς των διώξεων, παρά το γεγονός ότι τις υπέστη και ο ίδιος. Δεν γενικεύει ποτέ, καταγράφει ωμότητες συγκεκριμένων ανθρώπων και ομάδων, χωρίς να παραλείπει ούτε να μιλήσει θετικά για άλλους Τούρκους, όπου το κρίνει, ούτε να επισημάνει και τις ελληνικές ωμότητες της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Και όλα αυτά, επαναλαμβάνουμε, παρόλο που το μαρτύριο που πέρασε, ξεκινώντας το Σεπτέμβριο του 1922 από το σπίτι του στο Αϊβαλί μια ατέλειωτη πορεία θανάτου προς το εσωτερικό της χώρας με προορισμό κάποιο εξίσου απάνθρωπο τάγμα εργασίας, ήταν ανείπωτο. Τα περιγράφει όλα, τα πληγιασμένα πόδια, τη δυσεντερία από το λασπωμένο νερό, τους βιασμούς των γυναικών, την εγκατάλειψη των πιο αδύναμων στον αργό θάνατο και στο έλεος των όρνεων σε κάποιο ερημικό μέρος, την πείνα, τις σαρδέλες που τους έδιναν επίτηδες για να διψάσουν, τις εκτελέσεις κ.λπ.
Παρόλο λοιπόν που δεν λέει τίποτα για το πολιτικό και διπλωματικό περιβάλλον της εποχής, αλλά περιγράφει μόνο τα γεγονότα που έζησε ο ίδιος το 1922 και το πώς κατόρθωσε να επιβιώσει κόντρα σε κάθε πρόβλεψη, μοιάζει να το έχει απολύτως αφομοιωμένο και να μην παρασύρεται από εύκολους συναισθηματισμούς, όσο συγκλονιστικά και αν ήταν όσα υπέστη. Έχει απόλυτο σεβασμό για τον «ξένο» και τον «Άλλο», όποιος και αν είναι αυτός. Σε συνδυασμό μάλιστα και με το γεγονός ότι και η γλώσσα του παραμένει και σήμερα αναγνώσιμη, ακόμη περισσότερο, παραμένει ζωντανή και ενδιαφέρουσα, το έργο του καθίσταται διαχρονικά σημαντικό. Τόσο ως Ιστορία όσο και ως λογοτεχνία.
Μανώλης Πιμπλής