Πλησιάζουν οι εκλογές του Midterm. Σύμφωνα με το φιλόσοφο, ο λαός επαναστατεί εναντίον των ελίτ, δεν πρόκειται για λαϊκισμό. «Η μετατόπιση προς τα δεξιά γεννιέται από την εξέγερση ενάντια στους θεσμούς και τις κυρίαρχες τάξεις και στην Ευρώπη συμβαίνει το ίδιο, αλλά ακόμη χειρότερα». Γλωσσολόγος, φιλόσοφος, ακαδημαϊκός, θεωρητικός της επικοινωνίας και πολιτικός ακτιβιστής, ο καθηγητής Νόαμ Τσόμσκι δεν χρειάζεται συστάσεις. Αφού άλλαξε ριζικά τον χώρο της γλωσσολογίας με τη θεωρία του για τη γενετική-μετασχηματιστική γραμματική των δεκαετιών ‘50-’60, συνέχισε να παρατηρεί την πραγματικότητα και τις κοινωνικές δυναμικές με ένα επαναστατικό βλέμμα, παράγοντας αναλύσεις και δοκίμια για τα θέματα της εξουσίας, της δημοκρατίας και της γλώσσας. Μολονότι τον τελευταίο ενάμιση χρόνο –μετά την εκλογή του Τραμπ- εντατικοποίησε την ατζέντα των συναντήσεων και των συνεντεύξεών του, βρήκε χρόνο να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις στο Il Manifesto για το σκηνικό των Ηνωμένων Πολιτειών και τις διολισθήσεις της Ευρώπης.
Τη συνέντευξη πήρεο Φαμπρίτσιο ΡοστέλιΣτις ΗΠΑ και στην Ευρώπη παρακολουθούμε μια βαθμιαία μετατόπιση στα δεξιά ενός μεγάλου μέρους της εργαζόμενης τάξης. Τα μέσα ενημέρωσης την ονομάζουν «λαϊκισμό», αλλά δεν πιστεύω ότι αυτός είναι ο σωστός όρος. Από τι εξαρτήθηκε αυτή η διαδικασία; Τι θα μπορούσε να κάνει η αριστερά για να ανακτήσει έδαφος;Θα έθετα την ερώτηση λίγο διαφορετικά. Οι εργαζόμενοι εξεγείρονται ενάντια στις ελίτ και τους κυρίαρχους θεσμούς που τους τιμώρησαν για μια γενιά. Σήμερα στις Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, οι πραγματικοί μισθοί είναι κατώτεροι σε σχέση με την εποχή κατά την οποία, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, προωθήθηκε η νεοφιλελεύθερη επίθεση –η οποία εντάθηκε απότομα υπό τον Ρέιγκαν και τη Θάτσερ– με τα προβλεπόμενα αποτελέσματα στην αποδυνάμωση της λειτουργίας τυπικά δημοκρατικών θεσμών. Υπήρξε μια οικονομική μεγέθυνση και μια αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά ο πλούτος που δημιουργήθηκε κατέληξε σε ελάχιστες τσέπες, κυρίως σε ληστρικούς χρηματοοικονομικούς θεσμούς οι οποίοι, στο σύνολό τους, είναι ζημιογόνοι για την οικονομία. Στην Ευρώπη συνέβησαν περίπου τα ίδια, κατά κάποιον τρόπο ήταν χειρότερα, γιατί η διαδικασία λήψης αποφάσεων για σημαντικά ζητήματα μετατοπίστηκε στην τρόικα, που είναι ένας μη εκλεγμένος οργανισμός. Τα κόμματα της κεντροδεξιάς/κεντροαριστεράς (αμερικανοί δημοκρατικοί, ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες) μετατοπίστηκαν προς τα δεξιά, εγκαταλείποντας σε μεγάλο βαθμό τα συμφέροντα της εργαζόμενης τάξης. Αυτό οδήγησε στην οργή, στην απογοήτευση, στο φόβο και στον αποδιοπομπαίο τράγο. Επειδή οι πραγματικές αιτίες είναι κρυμμένες στο σκοτάδι, πρέπει να φταίνε οι δύστυχοι φτωχοί, οι εθνικές μειονότητες, οι μετανάστες ή άλλες ευάλωτες ομάδες. Σε αυτές τις περιστάσεις οι άνθρωποι είναι σαν τους πνιγμένους που πιάνονται από τα μαλλιά τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες πολλοί εργαζόμενοι ψήφισαν τον Ομπάμα, πιστεύοντας το μήνυμά του για «ελπίδα» και «αλλαγή», και όταν έχασαν σύντομα τις αυταπάτες τους, αναζήτησαν κάτι άλλο. Αυτό είναι γόνιμο έδαφος για τους δημαγωγούς σαν τον Τραμπ, που υποκρίνεται ότι είναι η φωνή των εργαζομένων, ενώ τους αποδυναμώνει λίγο-λίγο μέσα από τις ωμές αντισυνδικαλιστικές πολιτικές της κυβέρνησής του, που εκπροσωπεί την αγριότερη πτέρυγα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Δεν έχει καμία σχέση με το «λαϊκισμό», μια έννοια με μεικτή ιστορία, η οποία, μάλιστα, συχνά είναι άξια σεβασμού. Ταυτόχρονα, υπάρχουν και εποικοδομητικές αντιδράσεις, όπως οι καμπάνιες του Σάντερς και του Κόρμπιν, που διεξήχθησαν υπό την κακόβουλη επίθεση των ελίτ του κατεστημένου, ιδιαίτερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, όπου αυτό το κατεστημένο είναι εξαιρετικά βίαιο. Όσον αφορά την ευρωπαϊκή ήπειρο, το DiEM25 (Democracy in Europe Movement 2025) είναι πολλά υποσχόμενο, αλλά αντιμετωπίζει σημαντικά εμπόδια.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι η πιο επικίνδυνη οργάνωσηΠρόσφατα δηλώσατε ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αποτελεί την πιο επικίνδυνη οργάνωση που εμφανίστηκε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας. Δεν νομίζετε ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είναι η κύρια αιτία της νίκης του Τραμπ;Η εγκατάλειψη της εργατικής τάξης από τους Δημοκρατικούς ήταν ένας σημαντικός παράγοντας για τη νίκη του Τραμπ (στο εκλογικό σώμα, με μια μειοψηφία λαϊκής ψήφου), μαζί με άλλους παράγοντες, όπως η επιτυχημένη καταστολή των ψηφοφόρων εκ μέρους των κυβερνήσεων των ρεπουμπλικανικών Πολιτειών, που τώρα εντείνεται με τη στήριξη του αντιδραστικότερου Ανώτατου Δικαστηρίου στην ιστορία. Αυτό, όμως, δεν αλλάζει το απολύτως ξεκάθαρο και αναμφισβήτητο γεγονός, όσο ανομολόγητο και αν είναι, ότι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είναι η πιο επικίνδυνη οργάνωση στην ανθρώπινη ιστορία. Μέχρι και ο Χίτλερ δεν αφιέρωσε τις προσπάθειές του στο να αποδυναμώσει την προοπτική της οργανωμένης ανθρώπινης ύπαρξης στο άμεσο μέλλον. Αυτό το κάνουν απολύτως συνειδητά. Ο Τραμπ, για παράδειγμα, πιστεύει ακράδαντα στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Πρόσφατα ζήτησε από την ιρλανδική κυβέρνηση την άδεια να κατασκευάσει έναν τοίχο για να προστατέψει το γήπεδο γκολφ του από την άνοδο της επιφάνειας της θάλασσας, επικαλούμενος την υπερθέρμανση του πλανήτη. Επίσης, ας πάρουμε για παράδειγμα τον Ρεξ Τίλερσον, που θεωρείται ως ο «ενήλικος της περίστασης», που έχει τόσο σώας τα φρένας, ώστε να μην παραμείνει για πολύ στο ακροδεξιό υπουργικό συμβούλιο του Τραμπ. Είχε γίνει ανώτερο στέλεχος της ExxonMobil στα τέλη της δεκαετίας του’80 (εν συνεχεία διευθύνων σύμβουλος), όταν η υπερθέρμανση του πλανήτη μετατράπηκε σε δημόσιο πρόβλημα με την καλά διαφημισμένη μαρτυρία του Τζέιμς Χάνσεν το 1988 για τις ακραίες απειλές. Πάνω στο γραφείο του, ο Τίλερσον είχε τις εκθέσεις των επιστημόνων του, που είχαν γραφτεί πολλά χρόνια πριν, οι οποίες προειδοποιούσαν για τις τρομερές συνέπειες της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Μόλις η απειλή κατά του πλανήτη έφθασε στην κοινή γνώμη, η εταιρεία άρχισε να πληρώνει ποσά στον αρνητισμό, εξακολουθώντας, μέχρι αυτή τη στιγμή, να αναπτύσσει νέους τρόπους για να καταστρέψει το περιβάλλον. Μπορείς να σκεφτείς μια λέξη που να χαρακτηρίζει μια τέτοια συμπεριφορά, σε οποιαδήποτε γλώσσα; Εγώ δεν μπορώ, τουλάχιστον για να χαρακτηρίσω την ανικανότητα τού να δει κάποιος την κατάσταση όπως είναι πραγματικά.
Ο Μπέρνι Σάντερς θα μπορούσε να αποτελέσει μια συγκεκριμένη και αξιόπιστη εναλλακτική απέναντι στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και στους παραδοσιακούς δημοκρατικούς υποψηφίους;Το πραγματικά αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του προεκλογικού αγώνα του 2016 δεν ήταν η εκλογή ενός δισεκατομμυριούχου, με μια τεράστια ποσότητα χρηματοδοτήσεων, ιδιαίτερα στις κομβικές φάσεις της εκστρατείας, με μια τεράστια στήριξη από τα μέσα ενημέρωσης (το Fox News είναι ουσιαστικά ένα όργανο της δεξιάς πτέρυγας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, και οι ραδιοφωνικές πολιτικές εκπομπές, με ένα τεράστιο κοινό, έχουν εδώ και καιρό εξαγοραστεί από ακροδεξιές εταιρείες). Το πραγματικά αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό ήταν η προεκλογική εκστρατεία του Σάντερς, που διέκοψε μια αμερικανική πολιτική ιστορία που υπερβαίνει τον αιώνα, με την εκλογική νίκη να προβλέπεται με μεγάλη ακρίβεια, ακόμη και για το Κογκρέσο, θεωρώντας την μια απλή μεταβλητή της δαπάνης για τις προεκλογικές εκστρατείες. Ο Σάντερς ήταν σχεδόν άγνωστος, τον απέρριψαν και τον γελοιοποίησαν τα μέσα ενημέρωσης, δεν έλαβε πόρους από τα μεγάλα κεφάλαια και από τον ιδιωτικό πλούτο, και χρησιμοποίησε μέχρι και τη λέξη «σοσιαλισμός», μια λέξη τρομακτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, σε αντίθεση με άλλες κοινωνίες. Στην πραγματικότητα, οι «σοσιαλιστικές» του πολιτικές δεν θα εξέπλησσαν τον πρόεδρο Αϊζενχάουερ, έναν συντηρητικό παλαιάς κοπής, αλλά με τη μετατόπιση στα δεξιά του πολιτικού φάσματος στα νεοφιλελεύθερα χρόνια, έμοιαζαν επαναστατικές, όχι όμως στην κοινή γνώμη, μεγάλο μέρος της οποίας στηρίζει ευρέως τις πολιτικές του, όπως αποδεικνύεται από τις κανονικές δημοσκοπήσεις. Ο Σάντερς μπορούσε περίφημα να νικήσει την υποψηφιότητα για πρόεδρος της Αμερικής στις προκριματικές του Δημοκρατικού Κόμματος, αν δεν υπήρχαν οι μεθοδεύσεις των ανώτερων στελεχών του κόμματος Ομπάμα-Κλίντον. Προέκυψε ότι ήταν η δημοφιλέστερη πολιτική μορφή της χώρας. Οι προεκτάσεις της εκστρατείας του, σε συνδυασμό με άλλα πράγματα, μετατρέπονται σε μια σημαντική δύναμη, παρά την εχθρότητα των μέσων ενημέρωσης και την έντονη αντίθεση των κέντρων οικονομικής εξουσίας, που είναι συνήθως καθοριστικά για την τελική έκβαση των εκλογικών αποτελεσμάτων και τη διαμόρφωση της πολιτικής, όπως έχει αποδειχτεί από μια ευρεία ακαδημαϊκή δουλειά στις πολιτικές επιστήμες. Το αληθινό ερώτημα είναι αν οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούν να γίνουν μια λειτουργική δημοκρατία, που πλησιάζει τα συνθήματα κοινής χρήσης: «από, και για τους ανθρώπους». Τα ίδια ερωτήματα μπορούν να τεθούν στην Ευρώπη.
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς