Οι δημοσκόποι βγήκαν αληθινοί την περασμένη Κυριακή στη Βαυαρία, αφού έπεσαν μέσα στις προβλέψεις τους για τους πρώτους (Χριστιανοκοινωνιστές) και τους δεύτερους (Πράσινους) της κάλπης. Το μόνο που δεν είχαν τολμήσει να πουν δημόσια ήταν ότι η σοσιαλδημοκρατία θα έπεφτε κάτω και από το 10%. Αν οι προβλέψεις τους βγουν αληθινές και την επόμενη Κυριακή στην Έσση, και οι Πράσινοι καταφέρουν πάλι να προσπεράσουν το SPD, τότε κανείς δεν θα μπορεί να αμφισβητήσει την κατάρρευση του υπάρχοντος πολιτικού συστήματος.
Του Δημήτρη ΣμυρναίουΗ αλήθεια είναι ότι η Βαυαρία είναι πολύ συντηρητική για να μπορέσει να δώσει την σπίθα, που θα έβαζε φωτιά στις πολιτικές εξελίξεις στη Γερμανία. Την περασμένη Κυριακή τα προγνωστικά δικαιώθηκαν σε μεγάλο βαθμό. Η Χριστιανοκοινωνική Ένωση έχασε την απόλυτη πλειοψηφία, οι Σοσιαλδημοκράτες καταποντίστηκαν, οι Πράσινοι κέρδισαν με άνεση τη δεύτερη θέση και η ακροδεξιά μπήκε πολύ άνετα στη Βουλή. Η άνοδος, όμως, και των «Ελεύθερων Ψηφοφόρων», ενός κόμματος πολύ κοντά στις θέσεις της Χριστιανοδημοκρατίας, δίνει τη δυνατότητα στον πρωθυπουργό Μάρκους Ζέντερ να ελπίζει σε ένα συντηρητικό συνασπισμό, που δεν θα αλλάξει άρδην το πολιτικό τοπίο. Οι Πράσινοι θα πρέπει να βάλουν στο ψυγείο τα όνειρά τους για συγκυβέρνηση και να δουν πώς μπορούν να διαχειριστούν μια αναμφισβήτητη εκλογική επιτυχία, που δεν θα μπορέσουν, όπως όλα δείχνουν, να την απολαύσουν με τον τρόπο που ήλπιζαν. Το 17,5% που συγκέντρωσαν, καταφέρνοντας μάλιστα να κερδίσουν ακόμα και την πρώτη θέση σε γειτονιές του Μονάχου και άλλων μεγάλων πόλεων, ακούστηκε πολύ εκκωφαντικό στην αρχή για να τους περιορίσει απλά στο ρόλο της ισχυρής αντιπολίτευσης.
Οι προβλέψεις για την ΈσσηΣε ένα άλλο κρατίδιο, αυτό της Έσσης, οι Πράσινοι έχουν κάνει πράξη τη συγκυβέρνησή τους με την Χριστανοδημοκρατία εδώ και πέντε χρόνια. Αλλά αυτό δεν φαίνεται να τους έχει προκαλέσει εκλογική φθορά. Η οριστική απάντηση θα δοθεί βεβαίως την ερχόμενη Κυριακή, αλλά αν οι δημοσκόποι έχουν πέσει πάλι μέσα στις προβλέψεις τους και εδώ, οι Χριστιανοδημοκράτες θα πέσουν ίσως και μέχρι 10% πιο κάτω, ενώ οι Πράσινοι θα ανέβουν σημαντικά και μπορεί και πάλι να βρεθούν την τελευταία στιγμή να προσπερνούν σε ποσοστά το SPD, για το οποίο όλοι συμφωνούν ότι θα έχει και εδώ δραματικές απώλειες, που θα επαναφέρουν τα υπαρξιακά ερωτήματα σε μεγάλη μερίδα της κομματικής του βάσης.
Θα μιλάμε τότε πλέον για τις απαρχές μιας άλλης εποχής, για ένα διαφορετικό πολιτικό σκηνικό, που θα χαρακτηρίζεται από το οριστικό τέλος του δικομματισμού, όπως τον βίωσε η μεταπολεμική Γερμανία (με Φιλελεύθερους και Πράσινους να αποτελούν τα περιστασιακά του συμπληρώματα). Απομένει να φανεί βεβαίως αν οι Πράσινοι θα μπορέσουν να παγιωθούν σαν αυτό που στη Γερμανία συνηθίζουν να αποκαλούν «λαϊκό Κόμμα», με ποσοστά σταθερά γύρω στο 20% και με ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών όχι μόνο σε μια σειρά ομόσπονδα κρατίδια, αλλά και σε ομοσπονδιακό επίπεδο.
Η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να προβληματίσει επίσης σοβαρά την Αριστερά και την αριστερά. Δηλαδή και την die Linke ως κόμμα, αλλά και το χώρο συνολικότερα, που δείχνει να έχει μπει σε μια φάση αυτοαναφορικότητας και εσωτερικών αντιπαραθέσεων, με πιο χαρακτηριστικό δείγμα τη λίγο έως πολύ εμφανή κόντρα της Ζάρα Βάγκενκνεχτ και του Όσκαρ Λαφοντέν με την υπόλοιπη ηγεσία του κόμματος.
Βεβαίως, οι σημερινοί Πράσινοι ούτε αντιεξουσιαστές, ούτε αντισυστημικοί είναι, ούτε επαναστάτες δηλώνουν. Ωστόσο, κρατούν μια συνεπή στάση στο προσφυγικό, επιμένουν ότι οι περιβαλλοντικές απειλές για τον πλανήτη δεν μπορούν να παραβλέπονται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, ίσα ίσα αποτελούν ουσιαστικά την άλλη όψη του ίδιου νομίσματος και έχουν φτάσει να αποτελούν συχνά τον προστάτη στοιχειωδών δημοκρατικών θεσμών και αξιών, που ίσως κάποτε να πολεμήσουν ως «μικροαστικές». Μπροστά στις ολοφάνερες απειλές που αντιμετωπίζει σήμερα η ιδέα της δημοκρατίας και της ελεύθερης κοινωνίας από την ακροδεξιά, όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και στην υπόλοιπη Ευρώπη, η πολιτική αυτή στάση είναι σίγουρα προοδευτική και θαρραλέα. Και η Αριστερά θα πρέπει να τη δει στη λογική των συμμαχιών, χωρίς υπεροψία και χωρίς ζήλεια.
Η ώρα του λογαριασμούΕίναι σίγουρο πως, μετά και τις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής, όλα τα κόμματα θα κάνουν τον απολογισμό τους και θα προσπαθήσουν να πείσουν το κοινό τους, αλλά και την κοινή γνώμη συνολικότερα ότι «έλαβαν το μήνημα». Αλλά η συρρίκνωση του SPD που δεν αποτελεί, όπως όλα δείχνουν, ένα παροδικό φαινόμενο, κάνει ακόμα πιο δύσκολη την υλοποίηση του οράματος για μια κοκκινο-πρασινο-κόκκινη πλειοψηφία, αριστερότερα δηλαδή του Κέντρου. Και οι τάσεις φυγής ορισμένων στελεχών από το μεγάλο συνασπισμό, που όλο και μικραίνει, δεν είναι αποτέλεσμα ύπαρξης ενός κάποιου εναλλακτικού σχεδίου, αλλά δείγμα πανικού με χρονοκαθυστέρηση.Ούτε τα ποσοστά του SPD θα βελτιώσουν, ούτε προοπτική αλλαγής για την πολιτική κατάσταση θα δώσουν.
Οι μεγάλες αντιρατσιστικές διαδηλώσεις, τόσο στο Μόναχο στις αρχές του μήνα όσο και στο Βερολίνο μια εβδομάδα αργότερα, δείχνουν ότι η κοινωνία διαθέτει ακόμα αντανακλαστικά και δεν έχει παραδοθεί αμαχητί στην ακροδεξιά προπαγάνδα. Αλλά υπάρχει μια συντηρητική πλειοψηφία, που κάνει την εκλογική ζυγαριά να γέρνει ολοένα και περισσότερο προς την ακραία δεξιά. Η «Εναλλακτική για τη Γερμανία» θα μπει και στο τοπικό κοινοβούλιο της Έσσης, κάτι που δεν είχε καταφέρει το 2013. Αυτό μοιάζει πλέον αναπόφευκτο. Εκείνο που προέχει είναι να μπορέσουν οι προοδευτικοί, δημοκράτες γερμανοί πολίτες να μην αφήσουν τη σύγχρονη ακροδεξιά να κυριαρχήσει απόλυτα στον καθορισμό της πολιτικής ατζέντας, κάτι που σε μεγάλο βαθμό το έχει πετύχει. Δεν μπορούν όλα τα σύγχρονα προβλήματα κοινωνικά, εργασιακά, περιβαλλοντικά να κρύβονται κάτω από μια συζήτηση, που θα θεωρεί ως δεδομένο ότι το «προσφυγικό είναι η μητέρα όλων των μαχών».
Το να αλλάξεις την ατζέντα, κόντρα σε ένα πανίσχυρο οικονομικό, τραπεζικό, μιντιακό σύστημα δεν είναι απλή υπόθεση. Γι’ αυτό και οι δυνάμεις του προοδευτικού χώρου δεν μπορεί να σπαταλώνται σε διαμάχες για το ποιος έχει περισσότερο δίκιο. Κάτω από την επιφάνεια, που η Ανγκέλα Μέρκελ συνεχίζει να θέλει να τη θεωρεί γαλήνια, η Γερμανία βρίσκεται σε αναβρασμό. Όποιος δε μπορεί να το καταλάβει αυτό σήμερα, θα υποχρεωθεί να το κάνει με πολύ περισσότερο επίπονο τρόπο στο μέλλον.
•