
Βλέπω τις εικόνες του Γιάννη Ψυχοπαίδη Αγία Μαύρα – και από δίπλα έχω τη μαρτυρία του Θανάση Καλαφάτη Από το Λυκόφως στο Λυκαυγές. Κοινωνική ωρίμανση και πολιτική στράτευση, 1944-1959 (Θεμέλιο 2014), η οποία αποτέλεσε και το έναυσμα για τη δημιουργία τους. Και καθώς τις κοιτάζω, μία-μία και όλες μαζί, μου έρχεται στο μυαλό η λέξη παλίμψηστο.
Παλίμψηστο. Θυμίζω: στην κυριολεκτική του σημασία, αναφέρεται σε παπύρους και περγαμηνές, ακόμα και πίνακες ζωγραφικής, που, μεταγενέστερα, επικαλύπτονταν με άλλο κείμενο ή εικόνα και χρησιμοποιούνταν ως βάση για να γραφτεί νέο κείμενο ή να φτιαχτεί ένας καινούριος πίνακας. Παλίμψηστες, λοιπόν, μου μοιάζουν τούτες οι εικόνες του Γιάννη, όχι από την πλευρά της τεχνικής, αλλά του περιεχομένου. Ένα παλίμψηστο της μνήμης, όπου πάνω στις παλιότερες μνήμες και εικόνες επικάθονται οι νεότερες, όπου οι παλιές μνήμες θα ξυστούν για να τις διαδεχτούν οι επόμενες, κι όμως τα ίχνη των πρώτων, αχνά έστω, από κάτω, μένουν.
Τα καρέ του φιλμΑς δούμε λοιπόν τα καρέ του φιλμ, όπου το κόκκινο, το μαύρο και το γκρι κυριαρχούν: ένας νεκρός κατάχαμα στο Σύνταγμα, μετά τη διαδήλωση της 3ης του Δεκέμβρη του 1944, με μια λίμνη αίμα ολόγυρα, μαχαίρια, μαθητές σχολείου, πένσες, και πάλι μαχαίρια, παλιές φωτογραφίες, μια Γκουέρνικα που αχνοδιακρίνεται, χέρια δεμένα, κομμάτια από γράμματα, παιδικά πρόσωπα, γυναικεία πρόσωπα, χέρια σφιγμένα, η 21η Απριλίου σε ένα απόκομμα από ημερολόγιο τοίχου, κουτάλια, σώματα με κεφάλια που δεν φαίνονται, γυμνά κορμιά, αντάρτισσες, σταυροί, ένα αποτσίγαρο, περίστροφα – και αποχρώσεις πολλές, αποχρώσεις του άσπρου-μαύρου και του κόκκινου, παντού. Κι αξίζει, πιστεύω, να δει κανείς τις εικόνες του Ψυχοπαίδη διαβάζοντας το βιβλίο του Καλαφάτη, και να διαβάσει το βιβλίο του Καλαφάτη βλέποντας τις εικόνες του Ψυχοπαίδη. Όχι βέβαια ως «εικονογράφηση» – είναι κάτι πολύ παραπάνω. Αλλά για δυο άλλους λόγους. Πρώτον, επειδή κάνοντας τη διαδρομή μπρος-πίσω (από το κείμενο στην εικόνα και το αντίστροφο) μπορούμε να αναζητήσουμε τα σημεία απ’ όπου εκκίνησε ο ζωγράφος, τα σημεία στα οποία κουμπώνουν οι εικόνες πάνω στο λόγο. Δεύτερον –και αυτό είναι το πιο σημαντικό για μένα– επειδή η ωραία αυτοβιογραφική μαρτυρία του Θανάση Καλαφάτη και οι σκληρές εικόνες του Γιάννη Ψυχοπαίδη είναι, θα έλεγα, ομόλογες: τις έχει γεννήσει μια παρόμοια νοσταλγία για το παρελθόν που τροφοδοτεί το παρόν και το μέλλον, τρέφονται από ένα παραπλήσιο συναίσθημα –με κυμαινόμενες αποχρώσεις σκληρότητας, απαισιοδοξίας και φωτός–, από το ίδιο πάθος, που τις φωτίζει.
Το συνεκτικό στοιχείο Τι είναι όμως εκείνο το οποίο λειτουργεί συνεκτικά, εκείνο το οποίο συνέχει όλα αυτά τα πρόσωπα, πράγματα και τοπία που εμφανίζονται στην Αγία Μαύρα;
Το πρώτο στοιχείο είναι η μνήμη και ο πόνος· μαζί. «Στάζει δ’ ανθ’ ύπνου προ καρδίας / μνησιπήμων πόνος». Ο στίχος του Αισχύλου, οικείος σε μας μέσα από το πέρασμά του στον «Τελευταίο σταθμό» του Σεφέρη («Στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο / μνησιπήμων πόνος») μας ανακαλείται, νομίζω, αμέσως. Γιατί η μνήμη και ο πόνος, σε όλους τους συνδυασμούς τους (και η μνήμη του πόνου, και ο πόνος της μνήμης) είναι βασικά στοιχεία που διατρέχουν τις εικόνες, τις ενώνουν, συνδέοντας τα διαφορετικά και ανόμοια που περιέχουν οι εικόνες του Ψυχοπαίδη. Τις κάνουν μια ενότητα, προσδίδοντάς τους υψηλή συγκινησιακή θερμοκρασία.
Ο πόνος του νόστου, άλλωστε, είναι κάτι που διατρέχει συνολικότερα τη δημιουργία του Ψυχοπαίδη. Παραθέτω εδώ ένα απόσπασμα από τα λόγια του Κωνσταντίνου Τσουκαλά, γραμμένα για την έκθεση «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία», την άνοιξη και το καλοκαίρι του 2011: «Τα έργα του Γιάννη Ψυχοπαίδη είναι ένα μάθημα για την αναγκαιότητα, αλλά ταυτόχρονα και για τα όρια και τη ματαιότητα της νοσταλγίας. Ένα μάθημα για το άλγος, για τον πόνο του νόστου. Ένα μάθημα για τις συνιστώσες της αγωνίας που συνοδεύει την επιθυμία της επιστροφής σε κάτι που έχει ήδη χαθεί και δεν μπορεί να ανακτηθεί, για την οδύνη που προκαλείται από την αναπόληση ενός χθες που δεν έχει σήμερα ή αύριο, μια παραλλαγή γύρω από τους αναγκαίους μεταβολισμούς της αίσθησης της απώλειας, μια κραυγή για την μοναξιά της διαπραγμάτευσης με το αδύνατο» (Κ. Τσουκαλάς, «Μαθήματα νοσταλγίας», Ενθέματα Αυγής, 25.9.2011).
Και το δεύτερο, βέβαια, είναι η τέχνη. Ο Γιάννης Ψυχοπαίδης είναι μεγάλος καλλιτέχνης, και μας το αποδεικνύει για άλλη μια φορά. Γιατί, χάρη στο ταλέντο του, οι μνήμες, ο πόνος, η ευαισθησία, η νοσταλγία μετουσιώνονται σε άρτια έργα τέχνης, χαρίζοντάς μας αυτό το παλίμψηστο των πέτρινων χρόνων. Τον ευχαριστούμε, για άλλη μια φορά.
Στρατής Μπουρνάζος