Εθνική γιορτή και παρέλαση είναι δύο έννοιες που η ταύτισή τους μας έχει επιβληθεί. Και ενώ πριν από κάμποσα χρόνια είχε ανοίξει μια σοβαρή συζήτηση για τη χρησιμότητα των παρελάσεων, η τελευταία φορά που κουβεντιάσαμε γι’ αυτές, ήταν για να συγκρουστούμε με όσους δεν ήθελαν για σημαιοφόρους μαθητές μετανάστες στη χώρα μας. Όχι για την κατάργησή τους. Το γεγονός ότι γίνεται θέμα για σύγκρουση η δυνατότητα να είναι σημαιοφόρος στην παρέλαση ένας μαθητής άλλης εθνικότητας, αποτελεί μια ακόμη απόδειξη του χαρακτήρα που έχει δοθεί στις παρελάσεις και του εθνικιστικού υπόβαθρου που τις χρωματίζει.
Δύο διαφορετικοί δρόμοιΈνα αντιπαράδειγμα που δοκιμάζεται τα τελευταία χρόνια και βρίσκει απήχηση, είναι ο ριζικά διαφορετικός και ουσιαστικός τρόπος γιορτασμού της απελευθέρωσης της Αθήνας κάθε Οκτώβριο. Χωρίς ταρατατζούμ και κατασκευασμένες εθνικές εξάρσεις, με διάθεση προσέγγισης των ιστορικών γεγονότων, κατανόησης της πολλαπλής σημασίας τους και ένταξής τους στο ιστορικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίχθηκαν. Αλλά και μ’ έναν τρόπο που αγγίζει και προσελκύει το ευρύτερο κοινό, ιδίως τους νεότερους, αποφεύγοντας τη μετατροπή του σε εκδήλωση για κάποιες ελίτ. Με αποτέλεσμα να μη μιλάμε πια αόριστα και γενικά ή στον αέρα, αλλά με μια εμπειρία, που μπορεί να μας οδηγήσει σε μια διαδικασία εθνικού φρονηματισμού, χωρίς το μικρόβιο του εθνικισμού ή του εξαδέλφου του, του μιλιταρισμού.
Αλλά την ώρα που κάποιοι προσπαθούν με επιτυχία να βρουν και να δοκιμάσουν τρόπους απαλλαγής από το βάρος της αρνητικής παράδοσης, κάποιοι άλλοι βρίσκουν ευκαιρίες να ανοίξουν το δρόμο για συμμετοχή στις μαθητικές παρελάσεις παραστρατιωτικών ομάδων. Η εμφάνισή τους με στολές παραλλαγής και σε στρατιωτικό σχηματισμό μόνο γέλιο θα προκαλούσε, αν δεν ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο. Ένα τέτοιο περιστατικό έχει αναφερθεί μέχρι στιγμής μόνο σε ένα δήμο της Αττικής. Μένει να αποδειχτεί ότι είναι, κατά τη συνήθη έκφραση, μεμονωμένο.
Η στολή του εθνικισμούΠάντως, δεν γίνεται να μην το συσχετίσουμε με τη γενικότερη εθνικιστική έξαρση, που τροφοδοτήθηκε συστηματικά, ιδίως από την αξιωματική αντιπολίτευση, με αφορμή τη συμφωνία των Πρεσπών. Οι στολές παραλλαγής έδιναν κι έπαιρναν στα συλλαλητήρια, και όχι μόνο από τα μέλη της Χρυσής Αυγής, σε μια προσπάθεια να μας πείσουν οι φορείς τους —και να πεισθούν— ότι πατριωτισμός δεν γίνεται χωρίς στολή παραλλαγής ή, σε κάθε περίπτωση, ο ένστολος πατριωτισμός είναι πιο γνήσιος, ίσως και ανώτερος από τους άλλους. Δεν τονίστηκε και δεν ανησύχησε αυτή η εμφανισιακή ομοιότητα με τις ορδές της ΧΑ. Αυτό το μίγμα εθνικισμού και μιλιταρισμού δεν φαίνεται να ανησυχεί άλλους πολιτικούς φορείς πλην της ευρύτερης αριστεράς. Το αφήνουν να εξελίσσεται, το αξιοποιούν, το εκμεταλλεύονται, κερδοσκοπούν πάνω σ’ αυτό παριστάνοντας τους αθώους του αίματος, όταν πια χύνεται ακόμη και αίμα. Και βρίσκουν πρόθυμους σύμμαχους σ’ αυτή την κερδοσκοπία τα μίντια που πεθαίνουν για τηλεθέαση.
Ακούσατε κανέναν απ’ όλους αυτούς να αναρωτιούνται τις τελευταίες μέρες, αφού δηλώσαν την ειλικρινή λύπη τους και τη δίκαιη αγανάκτησή τους για το θάνατο ενός νέου ανθρώπου από σφαίρες αλβανών αστυνομικών, μέσα από ποια καλλιέργεια και ποια υποβολή έμαθε να ζει με στολή παραλλαγής και να κυκλοφορεί με πολεμικά όπλα εν καιρώ ειρήνης σε μια γειτονική χώρα; Αναρωτήθηκαν ποτέ τι θα γινόταν, αν θα μπορούσε να συμβεί αυτό στη δική μας χώρα; Κρυμμένοι πίσω από το δάχτυλό τους, πίσω από έναν επικίνδυνο εθνικισμό υπό το ψευδώνυμο του πατριωτισμού, παριστάνουν τους ανέμελους για τα αποτελέσματα που μπορεί να έχει σε εξημμένες κεφαλές εντός και εκτός συνόρων η με το αζημίωτο υπέρβαση των ορίων που χωρίζουν την αγάπη για τον τόπο μας από τον απλό και ολοφάνερο εθνικισμό.
Εχουμε πικρή πείραΚαι δεν μιλάμε μόνο γι’ αυτούς που εξ επαγγέλματος θρέφουν τον εθνικισμό και θρέφονται απ’ αυτόν (υπάρχουν και μέσα στη ΝΔ τέτοιοι). Μιλάμε και για εκείνους που, ενώ δεν πιστεύουν σ’ αυτόν, θεωρούν ότι δεν χάθηκε ο κόσμος αν παίξουν λιγάκι και μ’ αυτό το χαρτί —στην πολιτική, όπως και στον έρωτα, όλα επιτρέπονται… Τι περιμένουν για να ξυπνήσουν; Εμάς δεν μας υπολογίζουν, είμαστε λαικιστές ή απάτριδες διεθνιστές. Δεν ακούνε, όμως, τι τους πέμπει ο Μακρόν, που μιλάει για την «εθνικιστική λέπρα», η οποία απειλεί όχι μόνο να κερδίσει τις εκλογές στη Γαλλία, αλλά και να διαλύσει την Ευρωπαική Ενωση. Δεν τα λέει κάποιος εξτρεμιστής, ένας μάλλον συντηρητικός πολιτικός, ένας δικός τους τα λέει.
Οι δικοί μας τι περιμένουν για να συναισθανθούν τον κίνδυνο και τις ευθύνες τους; Να φτάσει στον τόπο μας η ΧΑ τα ποσοστά τής Λεπέν ή να γεννηθεί ο έλληνας Σαλβίνι; Ή μήπως πιστεύουν ότι μπόρα είναι, θα περάσει; Νιώθουν, άραγε, πιο ισχυροί από τη Μέρκελ, που την έφαγαν οι εχθροί των μεταναστών και προσφύγων, ή πιστεύουν πως όλα θα διορθωθούν, αν βγει πρόεδρος της Κομισιόν ο εκλεκτός τους, ο σκοτεινός Βέμπερ;
Στην Ελλάδα, πάντως, δεν χρειάζεται να περιμένουμε την πείρα από την Εσπερία. Εχουμε δική μας και πικρή. Ξέρουμε τι μας περιμένει, όταν ο εθνικισμός συναντάει το μιλιταρισμό, γνωρίζουμε πώς την πληρώνει η δημοκρατία και πόσο ζημιώνονται τελικά εκείνα τα ανοιχτά ζητήματα, που ακριβώς χρησιμοποιούνται σαν προσχήματα, για να δικαιολογούν την αύξηση των δόσεων ενός αμφίβολου πατριωτισμού. Μέρες που είναι, ας κάνουμε τον κόπο να διαβάσουμε τους πρώτους τέσσερις τόμους από τον «φάκελο της Κύπρου», που έδωσε στη δημοσιότητα η ελληνική Βουλή. Με το δόγμα «η Κύπρος είναι ελληνική», κατάφεραν να βρεθεί το μισό νησί υπό τουρκική κατοχή. Με το δόγμα «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική» πάνε να κάνουν εχθρό μας μια χώρα που έχει ζωτικό συμφέρον να συνυπάρξει με την Ελλάδα. Με το δόγμα «η Βόρεια Ηπειρος είναι ελληνική» τι θα μπορούσε τάχα να μας προκύψει;
Χ. Γεωργούλας