Οι πρόσφατες μαθητικές καταλήψεις που έλαβαν χώρα στα σχολεία της βόρειας κυρίως, αλλά και της υπόλοιπης, Ελλάδας με αφορμή το μακεδονικό ζήτημα και την περίφημη Συμφωνία των Πρεσπών, αποτέλεσαν για πολλές και πολλούς μία περιορισμένη σε διάρκεια και μικρή σε απήχηση κινητοποίηση. Με εξαίρεση τις μαθητικές καταλήψεις της δεκαετίας του ’90, που είχαν σαφή στόχευση και συγκεκριμένη αφορμή (νόμοι Κοντογιαννόπουλου και Αρσένη), όλες οι υπόλοιπες μάλλον αποτελούν κομμάτι μιας ιδιότυπης εθιμοτυπίας. Η «διαδικασία», άλλωστε, της κατάληψης δεν είναι και τόσο περίπλοκη. Εκεί γύρω στα τέλη Νοέμβρη, πριν από τις πενθήμερες εκδρομές και τις διακοπές των Χριστουγέννων, πολλά δημόσια γυμνάσια και λύκεια κλείνουν για μερικές μέρες, με αιτήματα που ενίοτε ακούγονται εύλογα και άλλες φορές ασήμαντα και προσχηματικά. Σίγουρα σπανίως ικανά να δημιουργήσουν τη βάση ενός μαζικού, διεκδικητικού κινήματος.
Οι πρόσφατες εθνικιστικού χαρακτήρα μαθητικές κινητοποιήσεις, ωστόσο, παρά τη σύντομη χρονική τους διάρκεια, φόβισαν μεγάλο κομμάτι της εκπαιδευτικής και όχι μόνο κοινότητας. Πολύ γρήγορα αποδείχθηκε περίτρανα ότι ο φασιστικός κίνδυνος όχι μόνο είναι εδώ, αλλά μπορεί να οργανώνεται και να διεισδύει σε κοινωνικές ομάδες ακόμα και κάτω από τη μύτη μας. Ταυτόχρονα, φάνηκε για μία ακόμη φορά ότι ένα μεγάλο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας έχει πλέον πειστεί πως η εθνική του ταυτότητα βάλλεται, πως η οικονομική και κοινωνική κρίση και οι συνέπειές τους αποτελούν απόρροια κάποιου σχεδίου εξαφάνισης μιας σπουδαίας ελληνικής ιδιαιτερότητας, την οποία οφείλει να προασπίσει με κάθε κόστος. Και πού θα μπορούσαν να βρεθούν καλύτεροι και αγνότεροι προασπιστές από τα παιδιά μας;
Πώς φτάσαμε εδώΠώς, όμως, φτάσαμε από τις καταλήψεις για το σχήμα της τυρόπιτας (αλήθεια, πόσο ωραίο θα ακουγόταν ένα «μαθητικό κίνημα της τυρόπιτας», αν η τελευταία συμβόλιζε μια ευρεία γκάμα αιτημάτων!) στις κινητοποιήσεις για την προάσπιση της ελληνικότητας της Μακεδονίας; Οι αιτίες πιστεύω πως είναι δύο. Η πρώτη σχετίζεται με την ποιότητα και τους φορείς της εκπαίδευσης και της παιδείας στη χώρα, που σε μεγάλο βαθμό συντελούν στην αναπαραγωγή ενός στρεβλού νεοελληνικού αφηγήματος. Με άλλα λόγια και όσες προσπάθειες κι αν έχουν γίνει τελευταία, βλέπουμε ακόμα σε μεγάλο βαθμό την ελληνική παράδοση και ιστορία να μην προσεγγίζονται με τρόπο διερευνητικό και οικουμενικό, αλλά πολύ συχνά να γίνονται μέρος ενός απλοϊκού μυθεύματος, τις στρατιωτικού τύπου μαθητικές παρελάσεις να συνεχίζονται, τις μαθήτριες και τους μαθητές να στοιχίζονται πριν από την πρωινή προσευχή. Όλα αυτά σαφώς και συμβάλλουν, μαζί με άλλους παράγοντες, στη δημιουργία μιας συλλογικής αίσθησης ότι γεννηθήκαμε και μεγαλώνουμε με το εθνικό χρέος της προάσπισης των «βαλλόμενων» συμφερόντων της χώρας μας που υπονομεύονται, με το καθήκον της διαφύλαξης της ιδιαιτερότητας και της μοναδικότητάς μας.
Κάποια από τα παιδιά του δημόσιου σχολείου, λοιπόν, άλλα υποκινούμενα και άλλα παρασυρόμενα, νιώθουν προασπιστές μιας ευρύτερης ελληνικής αλήθειας που απειλείται, θέλγονται από εύκολα σύμβολα αγώνα με βαρύ φορτίο και νιώθουν ότι, επιτέλους, μάχονται για κάτι σπουδαίο. Κάποια άλλα, ευτυχώς πολύ περισσότερα, δεν έπεσαν ακόμα στην παγίδα, όχι τόσο επειδή αντιδρούν καταδεικνύοντας την πανανθρώπινη αξία του ελληνικού πνεύματος και τη φαιδρότητα της «μίας και ελληνικής Μακεδονίας», αλλά περισσότερο επειδή νιώθουν αποστροφή από την κακόγουστη επίδειξη μεγαλείου.
Η δεύτερη αιτία σχετίζεται με την όλο και μεγαλύτερη υποβάθμιση του ελληνικού δημόσιου σχολείου στις συνειδήσεις των μαθητών, που πολύ δύσκολα, και μόνο κατά περίπτωση, το αντιλαμβάνονται ως περιβάλλον ουσιαστικής γνώσης και ευρύτερης εμπειρίας. Και είναι αλήθεια ότι συχνά τα σχολεία κλείνουν λόγω καταλήψεων, επειδή τα παιδιά απλώς μπορούν να το κάνουν δηλώνοντας εμφατικά την αποστροφή τους για το σχολικό περιβάλλον, για τη βελτίωση του οποίου σε μεγάλο βαθμό νιώθουν ότι δεν αξίζει καν να αγωνιστούν. Ίσως, επομένως, όσες και όσοι βιάστηκαν να προτιμήσουν την κατάληψη για το σχήμα της τυρόπιτας από εκείνη για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, να πρέπει να αναλογιστούν ότι όσες φορές η έννοια της δημοκρατίας και των κοινωνικών αγώνων ευτελίζεται, ο φασιστικός κίνδυνος ελλοχεύει.
Προσοχή στις απλουστεύσειςΕίναι αλήθεια, ωστόσο, ότι οι γρήγορες αναγνώσεις και ερμηνείες των κοινωνικών φαινομένων μπορούν να είναι αποπροσανατολιστικές και κατά συνέπεια επικίνδυνες. Συγκεκριμένα, η ελληνική μαθητική νεολαία και οι συλλογικές δράσεις της δεν είναι δυνατόν να προσεγγίζονται με υπεραπλουστευμένα εργαλεία ανάλυσης. Και αυτό επειδή με αφορμή τις μαθητικές κινητοποιήσεις για τη Μακεδονία, γίναμε δέκτες ποικίλων προσεγγίσεων, οι οποίες είδαν το θέμα αντιπαραθετικά, αγνοώντας ακόμα και το προφανές, ότι δηλαδή μιλάμε για το πιο ευαίσθητο κομμάτι της κοινωνίας. Και είναι σίγουρο ότι ο φασιστικός κίνδυνος δεν αντιμετωπίζεται (μόνο) με τη λογική του απομονωτισμού, δηλαδή περιθωριοποιώντας και «εξοντώνοντας» επιφανειακά τους φορείς του εχθρού, αλλά βλέποντας κατάματα τις γενεσιουργές αιτίες του.
Κατά καιρούς λέγεται, επίσης, ότι είναι επιτακτική η ανάγκη να μετατραπεί το σχολείο σε έναν ευρύτερο κοινωνικό χώρο ανταλλαγής ιδεών, εμπλουτισμένων εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων. Ίσως, όμως, η απάντηση στο πώς τα παιδιά θα αγαπήσουν το εκπαιδευτικό τους περιβάλλον να μην είναι –τουλάχιστον αποκλειστικά- μια διεύρυνση του εκπαιδευτικού τους προγράμματος μέσα στο ίδιο ιεραρχημένο πλαίσιο, αλλά η επέκταση του δημόσιου χαρακτήρα της εκπαίδευσης μέσα σε αυτόνομα μη ιεραρχημένα περιβάλλοντα, που θα δημιουργούν τις δυνατότητες εμπέδωσης της δημοκρατίας, ικανές να μεταγγιστούν και στο θεσμό του σχολείου. Ίσως τότε, και σιγά-σιγά, ξεπηδήσουν τα καινούργια δημοκρατικά και διεκδικητικά αιτήματα που τόσο χρειαζόμαστε σήμερα.
Χρήστος Κορολής, εκπαιδευτικός