Της Κλειούς Παπαπαντολέων*Η υπόθεση του Ζαχαρία Κωστόπουλου θα στοιχειώνει την ελληνική κοινωνία με έναν τρόπο ιδιαίτερο και ανεξίτηλο. Συμπυκνώνει αυτό που η κρίση των τελευταίων ετών φαίνεται ότι άφησε στο κοινωνικό σώμα: δυσανεξία, βαθειά κοινωνική δυσφορία, επιθετικότητα. Και ταυτόχρονα άρση κάθε αναστολής. Η εγκληματική ετοιμότητα των δραστών και η αγριότητα αυτής της επίθεσης φανερώνουν αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά. Υπάρχει, όμως, και κάτι άλλο αποκαλυπτικό σε αυτήν την υπόθεση. Εάν οι αστυνομικοί που ενήργησαν τη σύλληψη δεν φορούσαν στολή, δεν θα καταλάβαινε κανείς ότι αυτή η συμπεριφορά προέρχεται από ανθρώπους που υποτίθεται προστατεύουν τον πολίτη. Το συνεχές της βίας είναι ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της υπόθεσης αυτής. Η βίαιη και ταυτόχρονα αδιάφορη για τη ζωή του θύματος στάση των αστυνομικών μας φέρνει στο γνώριμο θέμα της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας στη χώρα μας. Η αστυνομία συστηματικά αυτοεξαιρείται από τους κανόνες δικαίου και είναι λογικό, αφού απολαμβάνει διαχρονικά ένα καθεστώς διαρκούς και ιδιότυπης «ασυλίας» από την πολιτεία. Η συστηματική ατιμωρησία των σωμάτων ασφαλείας είναι σκανδαλώδης και δεν βλέπω να υπάρχει ούτε η ελάχιστη μετατόπιση στο ζήτημα αυτό. Η δήλωση συνεπώς του εκπροσώπου της ότι «εμείς έτσι το κάνουμε και σ΄ όποιον αρέσει» είναι προφανώς απαράδεκτη, ταυτόχρονα όμως απολύτως ειλικρινής: συμπυκνώνει σε μια φράση αυτό ακριβώς που οι αστυνομικοί σκέφτονται και πράττουν. Φαντάζεται κανείς εκπρόσωπο οποιουδήποτε άλλου συνδικάτου να εκστόμιζε κάτι αντίστοιχο; Ας σκεφτούμε το εξής παράδειγμα: μια νοσοκόμα που φροντίζει έναν εγχειρισμένο καρδιοπαθή ή έναν καρκινοπαθή στο τελευταίο στάδιο να τον πετάξει κάτω από το κρεβάτι για να του αλλάξει τα σεντόνια και στη συνέχεια να βγει το σωματείο της να πει «έτσι δουλεύουμε εμείς και σ’ όποιον αρέσει»; Η ελληνική αστυνομία έχει βεβαρημένο παρελθόν –υπάρχουν καταδικαστικές αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για περιστατικά κατάχρησης βίας, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κάποια εκ των οποίων είχαν ως αποτέλεσμα το θάνατο και όλες κάνουν λόγο για ελλιπή και αναποτελεσματική διερεύνηση και τιμώρηση των δραστών. Οι ΕΔΕ που κατά καιρούς εξαγγέλλονται, έχουν καταλήξει ανέκδοτο. Ουδείς περιμένει τίποτα από αυτές, αφού η συγκάλυψη, η μεροληψία και η άρνηση διερεύνησης είναι περίπου η κανονικότητα. Η υπόθεση του Ζακ είναι υπό πειθαρχική διερεύνηση σχεδόν τρεις μήνες και ακόμα προβληματίζονται εάν η σύλληψη ενός ημιθανούς προσώπου πρέπει να γίνεται έτσι.
Η βαθειά κοινωνική δυσανεξία για τον ΆλλονΈνα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο που έχει η υπόθεση αυτή, είναι η αδιαφορία. Η αδιαφορία των ίδιων των δραστών, ένστολων και μη, για την ανθρώπινη ζωή. Αλλά και η αδιαφορία των ανθρώπων που παρακολουθούν αυτό το υπερθέαμα βίας. Η παρέμβασή τους θα μπορούσε να είχε σώσει τη ζωή του Ζακ. Είναι σοκαριστικό αν το σκεφτεί κανείς. Έτσι λοιπόν, το περιστατικό αυτό αποτυπώνει ένα μείγμα ωμής, «καθαρής» βίας και αδιαφορίας. Αυτά τα στοιχεία φαίνεται όμως ότι δεν ανήκουν αποκλειστικά στην υπόθεση αυτή. Δεν είναι ότι κατ’ εξαίρεση έγινε ένα άγριο έγκλημα. Κι αυτό είναι το εξαιρετικά δυσοίωνο σε κοινωνικό επίπεδο. Υπάρχει ένα νήμα που ενώνει την υπόθεση του Ζακ με το βιασμό και τη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο, με τη ρατσιστική δολοφονία «α λα Κου-Κλουξ-Κλαν» του αλβανού εργάτη στην Κέρκυρα. Το νήμα είναι η βαθειά κοινωνική δυσανεξία, η δυσφορικότητα για τον Άλλον, για την οποία έκανα λόγο στην αρχή. Το νήμα είναι και το «μάτσο», το νταηλίκι, μια πρωτόγονη, ακατέργαστη, ανεξέλεγκτη διάθεση για επιβολή, για εξουσίαση, για κυριαρχία, ακόμα και στην πιο βλακώδη της μορφή. Αυτό είναι το τρομακτικό. Και η βία αυτή συνεχίζεται και μετά το θάνατο των προσώπων αυτών, μέσα από τα κάθε τύπου media, που θέλουν να χρεώσουν στους νεκρούς το λογαριασμό. Αναδύεται από τις υποθέσεις αυτές ένας βαθύς, ζοφερός και «παλιός» κοινωνικός συντηρητισμός: η προστασία της ιδιοκτησίας με λιντσάρισμα μέχρι θανάτου, οι –δήθεν αθώες- αμφιβολίες για το ηθικό «ποιόν» ενός κακοποιημένου και φρικτά δολοφονημένου νεαρού κοριτσιού, η εικαζόμενη τοξικομανία ή παραβατικότητα του Κωστόπουλου που του προσδίδει ενοχή, ο αμφισβητούμενος πατριωτισμός του εργάτη στη Κέρκυρα λόγω αλλοδαπότητας κ.ο.κ. Εάν μπορούσε με δυο λέξεις να τα περιγράψει κανείς όλα αυτά, θα έλεγε «τάξις και ηθική». Οι δυο αυτές έννοιες, με τα χειρότερα πρόσημά τους, είναι εδώ, διεκδικούν χώρο. Είναι αξιοσημείωτο πως αυτήν την κοινωνική αντιδραστικότητα την υιοθέτησαν ακόμα και οι κρατούμενοι και έσπευσαν να «τιμωρήσουν» ξυλοκοπώντας το νεαρό κρατούμενο στις φυλακές Αυλώνα. Όλοι, λοιπόν, παίρνουν θέσεις βίας, είτε φυσικής-υλικής, είτε λεκτικής. Αυτό συνεπώς είναι που πρέπει να μας προβληματίσει, γιατί αυτή η βία, η πρωτογενής και αυθόρμητη, του «μέσου κοινωνικού ανθρώπου» είναι η καθαρόαιμη φασίζουσα βία.
*Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και δικηγόρος της πολιτικής αγωγής στην υπόθεση του Ζακ Κωστόπουλου