Μια κριτική στην κριτική του Εντουάρ Λουί στο λόγο της ΑριστεράςΟ Εντουάρ Λουί (γεννημένος Εντύ Μπελγκέλ) μεγάλωσε σε ένα φτωχικό χωριό στη Β. Γαλλία, επιβιώνοντας με τα βοηθήματα του κράτους πρόνοιας. Ο πατέρας του και η μητέρα του εγκατέλειψαν το σχολείο κοντά στα δεκαπέντε. Ο πρώτος εργάστηκε δέκα χρόνια σε εργοστάσιο, μέχρι που ένα εργατικό ατύχημα του τσάκισε τη μέση, η δεύτερη, εκπαιδευμένη μέχρι τότε στο να φροντίζει το σπίτι και να μεγαλώνει τα παιδιά, βρήκε δουλειά περιποιούμενη γηραιούς. Ο Λουί, ο πρώτος της οικογένειάς του που σπουδάζει, κατορθώνει να περάσει στη φημισμένη ελίτ σχολή του Παρισίου École normale supérieure που είχαν ως μαθητές τούς: Σαρτρ, Φουκώ, Ντερριντά, Μπουρντιέ. Ο τελευταίος θα γίνει ένας τρόπον τινά μέντορας του Λουί, ειδικά μετά την επιμέλεια συλλογικού τόμου για τον Μπουρντιέ. Αμέσως μετά, γράφει το πρώτο του αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που δημιουργεί έντονες συζητήσεις, το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ», αποκτά τεράστια εμπορική αξία και έχει μεταφραστεί σε είκοσι γλώσσες (στα ελληνικά από τον Μιχάλη Αρβανίτη για τις εκδ. Αντίποδες, το 2018). Η κοινωνιο-λογική του Λουί, η κριτική του στην Αριστερά είναι αυτό που θα μας απασχολήσει σε αυτό το σημείωμα.
Το σοκ της βίαςΌλα τα βιβλία του Λουί καταπιάνονται με τη βία, και μάλιστα με το ρατσισμό και την ομοφοβία της εργατικής τάξης. Σοκάρουν με έναν διττό, προβληματικό τρόπο, ο οποίος ακριβώς κινητοποιεί τον συγγραφέα πολιτικά και πλέον συμμετέχει ενεργά στις αριστερές συζητήσεις με τις παρεμβάσεις του στο δημόσιο διάλογο με ομιλίες, συνεντεύξεις και άρθρα στον Τύπο (Jacobin, Guardian, New York Times, ενδεικτικά). Από τη μία, φαίνεται η γαλλική μπουρζουαζία να σοκάρεται τόσο με το επίπεδο της φτώχειας, που αρνείται την αλήθεια της ζώσας εμπειρίας του Λουί, από την άλλη, η Αριστερά βλέπει με έναν εξωτικό τρόπο την εργατική τάξη όχι απλά ως το μόνο Υποκείμενο της Ιστορίας ικανό για την επανάσταση στον καπιταλισμό (κατά την Μαρξιστική σκέψη) αλλά και ως μια τάξη, ριζικά αυθεντική, αθώα. Ο Λουί αντιλαμβάνεται το πρόβλημα της διπλής αναπαράστασης και δίνει αυτόν τον πόλεμο.
Χρησιμοποιεί την ιδέα του Μπουρντιέ για το classe-objet και αδρομερώς εδώ (υπερ-απλοποιώντας), μπορούμε να πούμε ότι μιλάμε για μια ρητορική αναπαράσταση που μπορεί να τη σμιλέψει κανείς όπως επιθυμεί. Ο Λουί, διαφωτισμένος και οπλισμένος με την κοινωνιολογική γνώση της Δομής, αρχίζει και αντιλαμβάνεται ότι όσο θύμα μιας άμεσης βίας έχει υπάρξει ο ίδιος (ακόμα και βιασμού), άλλο τόσο θύματα μιας αόρατης αλλά δομικής βίας έχουν υπάρξει οι γονείς του (και οι συγχωριανοί του) που εδώ και χρόνια έχουν εναποθέσει τη σωτηρία τους στην ακροδεξιά· αρχικά στον πατήρ Λε Πεν και έπειτα στην Μαρίν Λε Πεν. Το εξηγεί με μια συγκεκριμένη κριτική στην Αριστερά (και ας μη λανθάνουμε είναι η κριτική της εποχής του): Η επιτυχία της ακροδεξιάς στην εργατική τάξη είναι σφάλμα της Αριστεράς. Η Αριστερά δεν δημιουργεί χώρο στο λόγο της για τους φτωχούς, δε μιλάει πια για την τάξη, οι φτωχοί νιώθουν ότι δεν εκπροσωπούνται.
Μια τρυφερή χειρονομίαΗ κριτική αυτή μάς είναι οικεία. Ειδικά έτσι όπως επεξηγείται από τον συγγραφέα· ήταν μια στρατηγική των χρόνων της λιτότητας και της ανόδου της ακροδεξιάς και για την Ελλάδα. Ούτως ειπείν: Η ανάγκη να μη δίνουμε περιττή δύναμη στην ακροδεξιά, ούτε να καθιστάμεθα αφελείς γύρω από μια δαιμονοποίηση των φτωχών, της μεσαίας τάξης που φτωχοποιήθηκε. Να μην αντιμετωπίζουμε τους ακροδεξιούς ηγέτες ως σχεδόν μυθικές σκοτεινές μορφές με ειδικά χαρίσματα. Το πρόβλημα είναι προτιμότερο να μετατραπεί σε μια αυτοκριτική για αυτούς που αντιλαμβάνονται τα Δομικά προβλήματα. Είναι η Αριστερά λοιπόν που έχει εγκαταλείψει την παλιά ρητορική της. Όλα αυτά έχουν ειπωθεί και στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Μιλούμε για ένα στυλ βανγκαρτισμού που βρίσκεται -ακόμα- στη σφαίρα της αναπαράστασης.
Το διττό σοκ που προκαλούν τα βιβλία του Λουί, δεν είναι καθολικό, αντίθετα, υπάρχουν άνθρωποι, σύγχρονοι, εξίσου νέοι που μεγάλωσαν με ίδια φτώχεια, και αντιμέτωποι με όμοιες εκδηλώσεις πολιτικής και αντι-πολιτικής βίας. Όσοι μπορούν να ταυτιστούν, μπορούν να προσέλθουν σε μια άλλη ανάγνωση της κοινωνιο-λογικής της πολιτικής δουλειάς του συγγραφέα. Υπάρχει κάτι βαθύ σε ό,τι κάνει ο Λουί, και σίγουρα δε βλέπει την εργατική τάξη από απόσταση, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ασκεί και μια αποδομητική χειρονομία που έχει στόχο την καταστροφή. Είναι μια τρυφερή χειρονομία. Όπως έλεγε ο Πωλ ντε Μαν, μπορείς να αποδομήσεις μόνο ό,τι αγαπάς, και ο συγγραφέας οπωσδήποτε αγαπάει την οικογένειά του και απεχθάνεται τις δομές της καταπίεσης της τάξης του. Όμως στην ίδια αυτή χειρονομία κρύβονται κάποιες προβληματικές.
Η δύναμη της αλλαγής των συνειδήσεωνΟ Λουί αντιλαμβάνεται την ορατή βία των φτωχών, που για εκείνους ακόμα χρησιμοποιείται αποικιοκρατική ρητορική: τεμπέληδες, ζώα (η χρησιμοποίηση ζωολογικής γλώσσας από τον άποικο έχει καταγραφεί από τον Φανόν) (το είδαμε και με το αρκτικόλεξο P.I.G.S. - γουρούνια), αντιμάχεται την αορατότητά τους στο λόγο της σύγχρονης Αριστεράς, ξεπερνάει την εξωτικότητα της απόστασης, ωστόσο, δεν μπορεί να περάσει στην εκπροσώπηση. Και αφού δεν μπορεί (και θα δείξουμε γιατί κατά τη γνώμη μας), τείνει να τους συγχωρεί. Excusez η λέξη που χρησιμοποιεί. Όταν τους «συγχωρεί», τους στερεί την εμπρόθετη πράξη και αυτό γιατί αγνοεί κάτι πολύ σημαντικό. Τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του Κεφαλαίου.
Ενώ, ο Λουί μιλάει για την απουσία της τάξης από τον λόγο της Αριστεράς, μιλάει για την κοινωνική τάξη (όχι σχέσεις με τα μέσα παραγωγής, σχέσεις εντός τάξης και τάξης με άλλες τάξεις), και όταν μιλάει για την Αριστερά, μιλάει ταυτοχρόνως για την Ευρωπαϊκή Αριστερά και για τη σοσιαλδημοκρατία του παρελθόντος στη Γαλλία, που ελάχιστη σχέση είχε με την Αριστερά. Μαγεμένος από τις Δομές του κοινωνικού, ξαναμαθαίνει μέσα από αυτές όχι απλά να βλέπει την κυριαρχία, αλλά να «δικαιολογεί», δηλαδή να καταλαβαίνει και άρα να συγκροτεί τον κυριαρχούμενο ως ένα αμιγές αποτέλεσμα των δομών του κυρίαρχου. Αν εξέταζε την τάξη (μαρξικά) αλλά και τη δομή (μπουρντιεϊκά) περισσότερο σχεσιακά και ουχί απλώς θεσιακά (ως τυπικός κοινωνικός θεωρητικός), θα έβλεπε πως ακριβώς οι σχέσεις είναι το όπλο για συνείδηση που οδηγούν σε οργάνωση, εκπροσώπηση και διεκδίκηση. Δεν είναι τυχαίο πως κάθε άρθρο του για την πολιτική και την Αριστερά μιλάει για αλλαγή στον λόγο και τη γλώσσα. Εκεί θεωρεί -ως γνήσιος λογοτέχνης- ότι βρίσκεται η δύναμη της αλλαγής των συνειδήσεων. Ας πάμε και πέρα από τη ρητορεία· ξεχνώντας την πολιτική οικονομία, πριμοδοτείται η οικονομία ως μόνο όπλο της Αριστεράς (για εδώ σε πλαίσιο νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης). Αν δοθούν λεφτά στους φτωχούς, θα εξαφανιστεί ο αντισημιτισμός, ο σεξισμός, η ομοφοβία; Διατυπώνοντάς το, έτσι, φαίνεται ο περιορισμός που συνακόλουθα ανάγει αυτά τα χαρακτηριστικά ως ιδιοτυπία των φτωχών. Αμφότερα, αναληθή.
Ντουλάπες ανοιχτέςΚαι τι γίνεται με τα προβλήματα αυτά εντός της Αριστεράς ή ως σύγχρονες προκλήσεις των δυτικών κοινωνιών και των σχέσεών τους με τον Άλλο;
Θα ήταν λάθος όμως αν δε διακρίναμε στην κριτική του την έννοια της άρσης της ντροπής σε κάθε επίπεδο (ντροπή για την τάξη, body shaming, closet κτλ). Σε αυτό το σημείο της κριτικής του, ο Λουί, διαθεματικά, αφήνει την επιστημολογία της ντουλάπας και ανοίγει όλες τις ντουλάπες. Προτρέπει να διαμαρτυρηθούμε για να ακουστούν οι φωνές μας. Στο άρθρο του στο Jacobin για τα κίτρινα γιλέκα, χρησιμοποίησε μια διατύπωση της Γκαγιάτρι Σπίβακ στον τίτλο, «Μπορούν οι υποτελείς να ομιλούν;» Εκεί η Σπίβακ μιλάει για τις υποδομές που χρειάζονται ώστε να υποδεχτούν τον λόγο του Άλλου, που χωρίς αυτές δεν μπορεί να ακουστεί ακόμα κι αν ομιλεί. Αλλά εκεί είναι που η Σπίβακ μιλάει για την ανάγκη δραπέτευσης από την αναπαράσταση και στο πέρασμα στην εκπροσώπηση. Αυτές οι υποδομές για να φτιαχτούν, κόντρα στις Δομές, απαιτούν ανθρώπους δρώντες. Που σχετίζονται, που μιλούν πρώτα μεταξύ τους.
Ως εκ τούτου, πρέπει να ξεκινήσουμε από την αρχή.
Νίκος Δασκαλόπουλος