Ο Κωστής Χατζημιχάλης και η Ντίνα Βαΐου
Θα μπορούσε να είναι και παρέκβαση, διότι εδώ στην «Εποχή» δεν συνηθίζουμε να δημοσιοποιούμε παρόμοια κείμενα. Όμως, ο αναγνώστης και η αναγνώστρια μας όταν ολοκληρώσουν την ανάγνωσή του, θα συμφωνήσουν, ελπίζουμε. Διότι, η απόκριση του Κωστή Χατζημιχάλη σε όσα είπαν γι’ αυτόν συνάδελφοι, φοιτητές και διοικητικοί συνεργάτες στο Χαροκόπειο, στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε προς τιμήν του στις αρχές της εβδομάδας, αποτελεί ένα χαρακτηριστικό κείμενο που μπορούμε να παρακολουθήσουμε την ακαδημαϊκή διαδρομή ως διανοούμενου της Ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς σε μια μακρά περίοδο. Διότι ο Κωστής, συνεργάτης και της εφημερίδας μας, δεν έμεινε κλειδωμένος στο γραφείο του, αλλά προσπάθησε οι γνώσεις τους να γίνους όπλο για τους ανθρώπους των κινημάτων και των αγωνιστριών για την προάσπιση των δημόσιων χώρων και του περιβάλλοντος.
Τις ευχαριστίες στους οργανωτές αυτής της συνάντησης θα τις αφήσω για το τέλος εκτός από μία, προς το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο· αυτό που λοιδορείται σήμερα στους καιρούς της «αριστείας». Η γενναιοδωρία της δωρεάν δημόσιας εκπαίδευσης, αργότερα η προνομιούχος ιδιότητα του καθηγητή και οι δυνατότητες συλλογικής δουλειάς με αγαπητούς και αγαπητές συναδέλφους, φοιτητές αλλά και με διοικητικούς συνεργάτες στο Αριστοτέλειο και στο Χαροκόπειο, δημιούργησαν το περιβάλλον που επέτρεψε να υλοποιηθούν όσα αναφέρθηκαν από τους ομιλητές και τις ομιλήτριες, ορισμένες φορές με κάποια υπερβολή. Και το σπουδαιότερο: να θεμελιωθούν πολύτιμες φιλίες που κρατούν ακόμη. Αυτά τα δώρα του δημόσιου πανεπιστημίου, όπως ωραία τα έχει περιγράψει ο φίλος Αριστείδης Μπαλτάς, πρέπει να διαφυλαχτούν, γιατί σήμερα υπονομεύονται από τον ατομισμό και την Οργουελική «Νέα Ομιλία» του νεοφιλελευθερισμού.
Τώρα, λοιπόν, που είναι μια μεταβατική περίοδος προς την πραγματική αποχώρηση, θέλω να σας εκμυστηρευτώ πως αισθάνομαι πολύ τυχερός. Δεν μπορώ να εξηγήσω ποια καλή μοίρα με προστάτευσε για να φθάσω μέχρι το σήμερα και να έχω εδώ όλους και όλες εσάς, δίνοντας μου χαρά και τιμή. Ήμουν τυχερός στη ταξική μου καταγωγή, από μεσοαστική οικογένεια που δεν γνώρισε τις διώξεις του εμφυλίου και έδωσε τις δυνατότητες για εκπαίδευση, αρχικά στο δημόσιο σχολείο και μετά για σπουδές στο ΑΠΘ. Η Θεσσαλονίκη και το πανεπιστήμιο λειτούργησαν καθαρτικά, σαν κολυμβήθρα του Σιλωάμ, για να ξεφύγω από τη μεσοαστική ανεμελιά, ενώ η επτάχρονη δικτατορία με πολιτικοποίησε και με έστρεψε προς την Αριστερά. Στην πρώτη μου μετεμψύχωση ως αρχιτέκτονας, έμαθα τη σημασία της συλλογικής δ��υλειάς στο Εργαστήριο 66, όπου στις λιγοστές πολεοδομικές και χωροταξικές μελέτες ανοίχτηκαν ερωτήματα κοινωνικά και πολιτικά και καλλιεργήθηκε το ενδιαφέρον μου για θέματα ανάπτυξης.
Μια υποτροφία μετά τη δικτατορία για μεταπτυχιακές σπουδές στο UCLA άλλαξε εντελώς τα ενδιαφέροντα μου. Υπεύθυνοι ήταν ο Ed Soja για τη μεταπήδηση στη γεωγραφία, ο John Friedmann για την περιφερειακή ανάπτυξη και οι David Harvey και Doreen Massey, αν και από μακριά, ενίσχυσαν το ενδιαφέρον για τη ριζοσπαστική προσέγγιση στην οργάνωση του χώρου και την άνιση ανάπτυξη, κάτι που γνώριζα μόνο μέσω του Henri Lefebvre.
Με εφόδια την εμπειρία του Εργαστηρίου 66 και τις σπουδές στο UCLA, αρχίζει η ακαδημαϊκή περιπέτεια στη Θεσσαλονίκη το 1980. Οι δημοκρατικές αλλαγές που εισήγαγε ο Νόμος Πλαίσιο και η φαντασίωση της δημιουργίας ενός νέου πανεπιστημίου, μας κινητοποίησε —εδώ ο πληθυντικός αναφέρεται στους αγαπητούς και τις αγαπητές συναδέλφους/ες που μίλησαν από τη Θεσσαλονίκη— να δημιουργήσουμε με κέφι νέα μαθήματα και νέες διδακτικές ομάδες, να οργανώσουμε περιοδικό, να ανοιχτούμε σε διεθνείς συνεργασίες, να αρχίσουμε τα «Σεμινάρια του Αιγαίου» που αργότερα συνεχίστηκαν από το Χαροκόπειο σε συνεργασία με το ΕΜΠ, να υλοποιήσουμε έρευνες, να γράψουμε βιβλία. Δεν ήταν όλα ρόδινα, οι συγκρούσεις και οι πικρίες ήταν συχνές με αποκορύφωμα το «Σκάνδαλο της Αρχιτεκτονικής» και τις προγραφές συναδέλφων, ήταν όμως δημιουργικά χρόνια. Στο ΑΠΘ είχα τη τύχη να συνεργαστώ με τη Βίλμα, την Αλέκα, την Κική, τον Νίκο, τον Λόη και τον άλλο Λόη, τη Ζώγια, τον Μύρωνα και τη Σάσα και να σκεφτούμε τι σημαίνει εκπαίδευση και πρακτική εφαρμογή των πολεοδομικών και χωροταξικών σχεδίων, σε μια χώρα όπου οι πολίτες της αδιαφορούν —για να μην πω μισούν— τον προγραμματισμό και σχεδιασμό.
Στο ΧαροκόπειοΣτο Χαροκόπειο τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά και στην αρχή περισσότερο μοναχικά. Ήμουν κι εδώ τυχερός γιατί υπήρξα αποδέκτης της εμπιστοσύνης της τότε διοικούσας επιτροπής και του μετέπειτα πρύτανη Γιώργου Καραμπατσού και γιατί την ευκαιρία ίδρυσης ενός τμήματος που μ’ ενδιέφερε, δεν την έχουν όλοι οι πανεπιστημιακοί. Ο σχεδιασμός και η οργάνωση ενός νέου τμήματος Γεωγραφίας αποτελεί από μόνο του ένα δύσκολο εγχείρημα και όταν αυτό υλοποιείται από ένα άτομο που δεν είχε σπουδάσει στο πρώτο πτυχίο γεωγραφία, οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται. Ακούσατε πολλά θετικά, δεν είναι η ώρα για δικές μου γκρίνιες εκτός από την αναφορά στη μοναξιά της ευθύνης και στις άπειρες δυσκολίες, παρεμβάσεις και τρικλοποδιές που αντιμετώπισα. Τα πρώτα χρόνια η ιδιότητα του μόνου καθηγητή γεωγραφίας και συγχρόνως προέδρου, δημιούργησε μια ιεραρχική απόσταση με τους νεότερους συναδέλφους/ες με πολύ διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα. Το γεγονός αυτό σίγουρα έχει επιτρέψει να μου ξεφύγουν αυταρχικές συμπεριφορές, άστοχες επιλογές και διακρίσεις. Ωστόσο, και στο τμήμα Γεωγραφίας, στα 18 χρόνια λειτουργίας του, οργανώσαμε και εδώ διεθνή συνέδρια, θεματικές εκδηλώσεις και το νέο περιοδικό Γεωγραφίες. Αναπτύχθηκαν νέες πολύτιμες συνεργασίες σε μαθήματα, έρευνες και εκπαιδευτικές εκδρομές με τους περισσότερους συναδέλφους/ες και ειδικά με τη Σοφία, τον Παύλο, την Πόπη, τον Χρήστο, τον Θύμιο, τον Απόστολο και τον Θωμά. Όμως, ένα νέο Τμήμα δεν λειτουργεί μόνο με τους διδάσκοντες, αλλά και με την ουσιαστική συμβολή του διοικητικού προσωπικού. Στη γραμματεία ήταν η Ειρήνη, η Θάλεια, η Ζωή και η Γιώτα. Στη βιβλιοθήκη η Ιφιγένεια και η Αναστασία και στην κεντρική δ/ση, ο Δημήτρης και ο άλλος Δημήτρης, η Ιωάννα, η Βασιλική, η Χρυσούλα, ο Τάκης, η Μαρία, ο Κώστας και ο Βασίλης. Τους ευχαριστώ όλους και όλες για την υποστήριξη που μας έδωσαν και αν ξέχασα κάποιον/α, ας αποδοθεί στη φόρτιση της ημέρας.
Και μετά ήταν το πολύτιμο δίκτυο των φίλων και συνεργατών από το εξωτερικό που είχε αρχίσει να κτίζεται από τα χρόνια του UCLA. Στη Θεσσαλονίκη και στο Χαροκόπειο, μέσω του προγράμματος Erasmus, πολλών συνεδρίων, των «Σεμιναρίων του Αιγαίου», με κοινές έρευνες και συγγραφικές συνεργασίες ιδίως σε θέματα Νότιας Ευρώπης και ΕΕ, δεκάδες φίλες και φίλοι συνέβαλαν στη δημιουργία διαύλων που μας έφεραν κοντά με τα διεθνή διακυβεύματα. Αυτές ήταν οι αφορμές που συνεργαστήκαμε, περισσότερο ή λιγότερο, με τον Bernd Bellina, την Nuria Benach, τον Vicente Granados τον Gioacchino Garofoli, τον Frank Moulaert, τον Kevin Morgan, τον Andrew Sayer, τον Erik Swingendouw και πολλούς και πολλές ακόμη και ειδικά με τον Ray Hudson. Ας μου επιτραπεί μια ειδική αναφορά στον David Harvey. Η σχεδόν σε ετήσια βάση μαχητική παρουσία του στην Ελλάδα στα 10 χρόνια της κρίσης —συχνά και σε αυτήν εδώ την αίθουσα— οι καίριες συμβολές του, η ενθάρρυνση και υποστήριξη των φοιτητών μας, των πανεπιστημίων και γενικότερα των αγώνων για ανόρθωση της πληγωμένης κοινωνίας, ήταν μεγάλη βοήθεια, ουσιαστική και συμβολική.
Είναι σχεδόν κλισέ αυτό που συχνά επικαλούνται οι δάσκαλοι, δηλαδή ότι μαθαίνουν από τους μαθητές και τις μαθήτριες τους. Πως αλλιώς, όμως, να περιγράψω τις εμπειρίες και τις γνώσεις που αποκόμισα, παρακολουθώντας, μόνος μου ή ως μέλος τριμελούς επιτροπής, πολύ καλές προπτυχιακές και μεταπτυχιακές διπλωματικές και διδακτορικές διατριβές στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα; Όπως, εντελώς ενδεικτικά, της Σοφίας Σκορδίλη, της Βέτας Θωίδου, της Εύης Αθανασίου, της Μαρίας Γούλα, του Γιώργου Μελισσουργού και του άλλου Γιώργου Βελεγράκη, της Μαριώς Χαιδοπούλου-Βρυχέα, της Όλγας Λαφαζάνη, του Δημήτρη Μπαλαμπανίδη, της Δήμητρας Σιατίτσα, της Αντιγόνης Φάκα, του Σταύρου Οικονομόπουλου, της Κατερίνας Σταματοπούλου και του Σωτήρη Κωσκολέτου. Θα ήταν εγωιστικό να μην το αναφέρω. Βρισκόμαστε πού και πού και καμιά φορά συνεργαζόμαστε, χαίρομαι για τις επιτυχίες τους και αγανακτώ με τις επαγγελματικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι/ες. Στα χρόνια της κρίσης, όπου μετρηθήκαμε όλοι/ες, ένιωσα υπερηφάνεια για τη στάση τους και τις επιδιώξεις τους για μια καλύτερη κοινωνία και για τη συμμετοχή τους σε κοινωνικά κινήματα και δίκτυα αλληλεγγύης όπου συνδύασαν τις επιστημονικές τους γνώσεις με τον ακτιβισμό.
Ήμουν και παραμένω αριστερόςΠοτέ δεν έκρυψα ότι ήμουν και παραμένω αριστερός, της ανανεωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Κράτησα αυτή την πολιτική θέση μακριά από τα μαθήματα, από τις θεσμικές συνεργασίες με άλλους συναδέλφους, από τις επιλογές προσώπων. Στο νέο τμήμα Γεωγραφίας, μετά από αίτημα των φοιτητών, οργάνωσα εκτός του εκπαιδευτικού προγράμματος, το ελεύθερο Σεμινάριο Ριζοσπαστικής Γεωγραφίας στο οποίο πολλοί από τους προσκαλεσμένους που μίλησαν έχουν λάβει μέρος και τους ευχαριστώ γι’ αυτό. Ήμουν τυχερός που ολοκλήρωσα την ακαδημαϊκή περιπέτεια σε ένα δημόσιο πανεπιστήμιο ανεκτικό στις διαφορές ιδεολογικών απόψεων.
Εχω κατηγορηθεί συχνά για την εμμονή στη Μαρξιστική πολιτική οικονομία ως το πλαίσιο κατανόησης των θεμάτων άνισης γεωγραφικής ανάπτυξης. Η απάντηση μου είναι απλή: δεν ξέρω κάποιο καλύτερο και το ίδιο πολιτικά και κοινωνικά ευαίσθητο πλαίσιο. Μαζί με άλλους και άλλες στη Νότια Ευρώπη, χρησιμοποιούμε εκείνη τη εκδοχή της γεωγραφικής Μαρξιστικής ανάλυσης, η οποία εκτός από τις συνθήκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης και την ταξική ανάλυση, λαμβάνει υπόψη της τις τοπικές και περιφερειακές ιδιαιτερότητες, το ρόλο του κράτους και της μετα-κυβερνησιμότητας, όπως στην ΕΕ, καθώς και την παρέμβαση ποικιλόμορφων κοινωνικών δρώντων όπως τα πολιτικά κόμματα και τα κοινωνικά κινήματα. Όλα τα παραπάνω κάτω από την αναλυτική ματιά της ιδεολογίας, της κουλτούρας, των ταξικών, εθνοτικών και έμφυλων σχέσεων. Με άλλα λόγια, αυτό που είναι κεντρικό στις αναλύσεις μας είναι η διερεύνηση της γεωγραφικής κίνησης της αξίας —παραγωγή, κυκλοφορία, πραγματοποίηση— σε συγκεκριμένους χωρο-κοινωνικούς σχηματισμούς και όχι in abstracto. Η αντιφατική περιφερειακή μας θέση-τοποθέτηση (positionality) σε σχέση με τις κυρίαρχες γλώσσες και τα κέντρα παραγωγής θεωρίας —κάποτε κοντά, κάποτε μακριά— μας βοήθησαν να δώσουμε προσοχή σε αυτά που άλλοι θεωρούν «υπολειμματικά» ή δευτερεύοντα, χαράσσοντας τα δικά μας αναλυτικά μονοπάτια.
Όλα αυτά τα χρόνια δεν ξεπέρασα ποτέ μια αντίφαση: ανάμεσα στην κλίση προς την ουτοπία και τον ρεαλισμό του «τι κάνουμε τώρα». Ανάμεσα στα ιδανικά και στη σκληρότητα της πραγματικότητας, παγιδευμένος ανάμεσα στην «απαισιοδοξία της λογικής και στην αισιοδοξία της βούλησης», όπως το διατύπωσε ο Αντόνιο Γκράμσι. Σχεδόν 40 χρόνια διδάσκω το μάθημα του Τοπικού και Περιφερειακού Προγραμματισμού και ενώ είμαι μόνιμα και έντονα κριτικός στα δεινά και τις χωρο-κοινωνικές ανισότητες που αναπαράγονται από τον καπιταλισμό και τις άστοχες πολιτικές παρεμβάσεις, συνεχώς ψάχνω για «παράθυρα ελπίδας», για λύσεις εδώ και τώρα. Πέφτω σε αντιφάσεις με τις δικές μου απόψεις, το ομολογώ, όμως δεν τα παρατάω και ποτέ δεν αρνήθηκα την πρόκληση για μελέτες εφαρμογής ή τη βοήθεια και συμμετοχή σε κινήματα πολιτών σε διάφορα μέρη της Ελλάδας και στο εξωτερικό.
Ακούσατε πολλές φορές το όνομα της Ντίνας Βαΐου από αρκετούς ομιλητές, άνδρες και γυναίκες. Δεν είμαι σίγουρος ότι θα μπορούσα να κάνω ό,τι έκανα χωρίς τη δική της συμβολή. Την ευχαριστώ, λοιπόν, για την ανεκτίμητη αξία της συμπόρευσης επί 47 χρόνια ως συνεργάτιδα, συν-συγγραφέα, συν-διοργανώτρια των «Σεμιναρίων του Αιγαίου» και αυστηρή κριτικό. Οι δυο κόρες μας, Μυρτώ και Ειρήνη με τους συντρόφους τους και φυσικά με τον εγγονό μας Αλεξ, μας γεμίζουν χαρές και υπερηφάνεια. Αυτά κι’ αν δεν τα λες τύχη.
Σε μια ορισμένη ηλικία πρέπει κανείς να αποχωρεί, μαζί με άλλους και άλλες της «Παλιάς Φρουράς». Τι αφήσαμε πίσω μας θα το κρίνετε εσείς. Γίνεται όλο και πιο δύσκολο να παραμένεις ενημερωμένος, ν’ ακολουθείς ένα ρυθμό που δεν έχεις πια τις δυνάμεις για ουσιαστική συμμετοχή ή γιατί διαφωνείς με τη τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα στο νεοφιλελεύθερο επιχειρηματικό πανεπιστήμιο. Η αποχώρηση, όμως, δεν σημαίνει και ολική παραίτηση, με ξέρετε καλά, δεν μπορώ να κάθομαι. Μόλις τελειώνω κάτι, έχω ήδη αρχίσει κάτι άλλο και στον υπολογιστή υπάρχει ένα αρχείο που λέγετε «πολλά καρπούζια κάτω από τη μασχάλη» και ένα από αυτά είναι ήδη στα σκαριά. Δεν έχω λοιπόν πρόβλημα που είμαι πια γέρος, δεν γκρινιάζω με την ηλικία μου, απολαμβάνω τα προνόμια της και γελώ με αυτό που γράφει ο ιταλός καθηγητής της φιλοσοφίας του δικαίου, Νομπέρτο Μπόμπιο, στο βιβλίο του Γερνώντας: «Δεν είναι άσχημα τα γεράματα. Το κακό είναι πως διαρκούν λίγο».
•Μια κριτική προσέγγιση της ανάπτυξηςΗ περίπτωση της ΠύλουΤου Στάθη ΚουτρουβίδηΟ γεωγράφος Κωστής Χατζημιχάλης ανέπτυξε και συνεχίζει να έχει έντονη δράση στα ζητήματα που αφορούν την οργάνωση του χώρου, κυρίως του ξεπουλήματος δημόσιας γης στην ελληνική κοινωνία, τις συνέπειες τους. Μια τέτοια περίπτωση παρέμβασής του, από τις πρώτες μάλιστα, αν και σήμερα αρκετά ξεχασμένη, ήταν το σχέδιο για την ανάπτυξη της Πύλου. Η έννοια της ανάπτυξης ήταν το πρόσχημα, αντίθετα όλοι όσοι τάχθηκαν υπέρ της τότε επένδυσης ικανοποιούσαν εμφανή ή αφανή οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα.
Τις πληροφορίες αντλούμε από το βιβλίο Περιφερειακή ανάπτυξη και εκβιομηχάνιση, (1979) που συνέγραψε με την Ντίνα Βαΐου, σχετικά με την Πύλο. Προσέγγισαν κριτικά την ιδέα της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής και τις συνέπειές της τόσο στην περιφερειακή ανάπτυξη όσο και στην ελληνική οικονομία, καταρρίπτοντας σειρά μύθων. Στην πραγματικότητα σύμφωνα και με την ανάλυσή τους, ο σχεδιασμός που είχε προβλεφθεί οφειλόταν στην αναπροσαρμογή των διαθέσεων των μεγάλων μονοπωλιακών συμφερόντων, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποιημένης αγοράς, στο πεδίο ενός νέου, διεθνούς καταμερισμού εργασίας με πολύ βαριές συνέπειες στην οικονομία, στην κοινωνία και στο περιβάλλον.
Το σχέδιο για την Πύλο προτάθηκε το 1972, κατά τη διάρκεια της χούντας, από μια πολυεθνική εταιρεία που την εκπροσωπούσε έλληνας εφοπλιστής. Τον Μάρτιο ορίστηκε μια επιτροπή για να εξετάσει τις προτάσεις της για την ανάπτυξη της «υπανάπτυκτης», όπως χαρακτηριζόταν, περιοχής. Η επιτροπή εξέτασε δύο προτάσεις πολυεθνικών που εκπροσωπούσαν τους έλληνες εφοπλιστές Α.Μ. Καραγιώργη (M. Karageorgis, Shipping Agency) και Γ.Π. Λιβανό (Seres Shipping, Inc). Η κυβέρνηση της χούντας, υπό αδιευκρίνιστους όρους, απέρριψε τη δεύτερη πρόταση και συμφώνησε με την πρώτη. Τον Δεκέμβριο του 1975 υπογράφτηκε η σύμβαση. Το ελληνικό κράτος ήρθε σε συνεννόηση με την εταιρεία που είχε εγχώρια και διεθνή κεφάλαια (κυρίως ιαπωνικά) και συμφώνησε να ξεκινήσουν τα έργα.
Η επιλογή του χώρου δεν ήταν τυχαία. Διαβάζουμε στη σελίδα 78: «Η Πύλος και το εξαιρετικό φυσικό της λιμάνι, ο κόλπος του Ναυαρίνου, φαίνεται σαν η ιδανική περιοχή για ένα λιμενοβιομηχανικό συγκρότημα. Ο κόλπος του Ναυαρίνου είναι το τρίτο σε μέγεθος φυσικό λιμάνι της Μεσογείου», και στη συνέχεια: «Η νοτιοδυτική ακτή της Πελοποννήσου, ο Νομός Μεσσηνίας —όπου και η Πύλος— βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο σπουδαίων εμπορικών ναυτικών δρόμων της Μεσογείου: από τη Βενετία στο Σουέζ κι από το Γιβραλτάρ στη Μαύρη Θάλασσα».
Τα σχέδια προέβλεπαν για την Πύλο, η οποία δεν αριθμούσε πάνω από τρεις χιλιάδες κατοίκους, τη δημιουργία ενός κολοσσιαίου βιομηχανικού κέντρου. Ο σχεδιασμός εντασσόταν στα πλάνα για δημιουργία ενός περιφερειακού βιομηχανικού κέντρου, με σκοπό να αλλάξει τους οικονομικούς συσχετισμούς στη Μεσόγειο και στις διεθνείς εμπορικές σχέσεις. Προβλέπονταν επενδύσεις σε ναυπηγεία, επεξεργασία χάλυβα, διυλιστήρια πετρελαίου, βιομηχανία πετροχημικών, βιομηχανία παραγωγής τσιμέντου, μηχανών και χρωμάτων. Επίσης, τη δημιουργία ζώνης ελεύθερου εμπορίου, καθώς και τη δημιουργία καινούργιας πόλης 41.000 κατοίκων, τουριστικού χωριού 6.000 κλινών, εγκαταστάσεων αναψυχής και νέου διεθνούς αερολιμένα. Την ίδια περίοδο υπήρξαν και οι πρώτες μαζικές αντιδράσεις κοινωνικού χαρακτήρα (οι πρώτες αντιδράσεις υπεράσπιζαν την επένδυση της εταιρείας).
Τον Φλεβάρη του 1976 επρόκειτο να ξεκινήσει η κατασκευή των ναυπηγείων, αλλά ματαιώθηκε καθώς ορισμένοι επαγγελματικοί σύλλογοι και αρκετοί ιδιώτες προχώρησαν σε προσφυγή στο ΣτΕ. Οι εργασίες ξεκίνησαν, αλλά σταμάτησαν. Η αιτιολογία των πολιτών σχετικά με την προσφυγή στο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο βασιζόταν στο γεγονός ότι η περιοχή του κόλπου προστατευόταν αυστηρά από την αρχαιολογική υπηρεσία και η περιοχή είχε ανεκτίμητους ιστορικούς και φυσικούς θησαυρούς. Η καθυστέρηση της επένδυσης που οδήγησε τελικά και στην οριστική της ματαίωση οφειλόταν σε συγκυριακούς και διεθνείς λόγους, αλλά επίσης στον κριτικό λόγο που αναπτύχθηκε εναντίον της γιγαντιαίας επένδυσης παρά τη θετική στάση μέρους της κοινωνίας της πόλης και τις πιέσεις του πολιτικού κόσμου εκείνην την περίοδο.
•