«Ρεβεγιόν»
Στις δώδεκα στο φώτο φίνις
πουλαράκι μονοετές
απ’ την οθόνη ξεμπουκάρει
συντρίμμι στο χαλί
το νέον έτος.
Ο αναβάτης τροπαιοφόρος θα διαγγείλει τώρα.
Μέσα οι γυναίκες μουσακάδες τριώροφοι.
Τι λέτε ρε, το ξέρετε
πως το ’55
εγώ νοστάλγησα το μέλλον
και γεννήθηκα;
Κι αυτό τον τύπο να τόνε κεράσετε
μια ελίτσα με κουκούτσι για να μπερδευτεί.
Και φέρτε τώρα όλο το ψυγείο μπροστά μου.
Και τη βασιλόπιτα.
Δωσ’ το μαχαίρι:
Ένα της ποίησης
άλλο της ποίησης
τρίτο της ποίησης…
Γιάννης Βαρβέρης, από τη συλλογή «Ο θάνατος το στρώνει»Του Θωμά ΤσαλαπάτηΥπάρχει ένας χρόνος που πάντα περισσεύει. Ένας χρόνος ελατός και όλκιμος, νηπενθής και κατοικίδιος. Είναι ο χρόνος που κατοικεί ανάμεσα στο πέρας του χρόνου που πέρασε και τον ερχομό του χρόνου που θα έρθει. Δεν έχει αριθμούς, δεν έχει ημερομηνίες, ορίζεται πάντοτε απ’ όλα όσα περισσεύουν, απ’ όσα μένουν έξω από αυτόν. Κάπου ανάμεσα στον αποχωρισμό και το καλωσόρισμα, ο χρόνος αυτός υπάρχει.
Είναι ο χρόνος όπου κάθε τι που δεν συνειδητοποιούμε, συμβαίνει. Ο αφηρημένος χρόνος, ή καλύτερα ο χρόνος των αφηρημένων. Ο χρόνος μέσα στον οποίο συντελούνται οι αλλαγές που θα αντιληφθούμε μόνο πολύ μετά το πέρας τους. Ο χρόνος που ξεχνιόμαστε, ενώ κάθε τι συμβαίνει παράλληλα. Ο χρόνος της ζωής κόντρα στην καταγραφή της. Αυτή η διαδρομή που προϋποθέτει εσένα σταθερό και όλα γύρω σου σε κίνηση, σε ατελείωτη ροή. Είναι ο χρόνος της ζωής παρά το χρόνο της ζωής σου.
Κάπου ανάμεσα σε αυτό που τελειώνει και σε αυτό που αρχίζει. Ως ακαριαία έκταση αχανής. Ως μια στιγμή που διαρκεί σε βάρος και όχι σε χρόνο. Ο χρόνος αυτός που υπάρχει σε διάρκεια μόνο μόλις εσύ καταλάβεις τη στιγμιαία του παρουσία.
Ποτέ δεν ήμουν σίγουρος αν τις πρωτοχρονιές γιορτάζουμε το τέλος του προηγούμενου χρόνου ή την αρχή του καινούριου. Αυτά που συνέβησαν και αυτά που αποφύγαμε να συμβούν ή απλά αυτά που προσδοκούμε να έρθουν. Για την ακρίβεια, ποτέ δεν ήμουν σίγουρος γιατί γιορτάζουμε αυτό το χρονικό αναπόφευκτο. Δεν είναι πως προσπαθήσαμε ή συμβάλαμε ώστε να περάσει ο χρόνος. Δεν είναι πως τίποτα δεν θα συνέβαινε χωρίς εμάς και τώρα επιβεβαιώνουμε τη σημασία της συμμετοχής μας. Όπως και να ‘χει, οφείλουμε να γιορτάζουμε. Προετοιμαζόμαστε χωρίς δεύτερη σκέψη, βουτούμε, συμμετέχουμε. Θα συμβεί. Και αυτή η πρωτοχρονιά ακόμη.
Ανάμεσα σε αμφίβολα πιάτα, και ακόμη πιο αμφίβολους συγγενείς, θυμάσαι τους στίχους του Λειβαδίτη: «Ένας καινούργιος χρόνος. Τι μας περιμένει; Τι θα μας φέρει; Όνειρα, φιλοδοξίες, έρωτες, αινίγματα. Κι ω φτωχά ημερολόγια που ύστερα από τόσες γιορτές τελειώνετε τις μέρες σας μέσα σ’ ένα ρείθρο». Νιώθεις το ρείθρο, το χρόνο να κυλά σαν ένα τίποτα. Και το καταλαβαίνεις. Η δική σου συγκατάθεση είναι απαραίτητη για να αλλάξει η χρονιά. Η δική σου επιβεβαίωση είναι απαραίτητη για να έρθει το νέο έτος. Δεν είσαι σίγουρος. Μα τότε γυρίζεις στον άλλο χρόνο, στον χρόνο αυτό που περισσεύει. Στον χρόνο αυτό που κατοικεί ανάμεσα στο πέρας του χρόνου που πέρασε και τον ερχομό του χρόνου που θα έρθει. Για λίγο όλα βρίσκονται σε παύση. Σαν να σε περιμένουν. Σαν να σε εξετάζουν, σαν να ζητούν από εσένα το λίγο εκείνο που γίνεται πολύ, όταν το πολύ δεν φτάνει. Και συ μουδιασμένος αντιλαμβάνεσαι τη σημασία σου και την προσφορά σου στην τάξη του σύμπαντος, τη συμμετοχή σου στην κίνηση των πλανητών, τη συμβολή σου σε κάθε τι που βλασταίνει και κάθε τι που ξεραίνεται. Και συγκατανεύεις:
Εντάξει λοιπόν, ας τελειώσει. Εντάξει λοιπόν, ας ξεκινήσει. Παραμένουμε στο κατάστρωμα περιμένοντας οδηγίες.
http://tsalapatis.blogspot.com/