ΔΥΟ ΝΕΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΛΗΣΤΕΙΑΣΓεώργιος Λασσάνης, «Έκθεσις Περί Ληστείας» (εκδ. Βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων, 2018)Ο Γεώργιος Λασσάνης (1793-1870) ήταν ένα άνθρωπος της δημόσιας διοίκησης, κρατικός αξιωματούχος που υπηρέτησε από διάφορες θέσεις το νεαρό ελληνικό κράτος. Νωρίτερα υπήρξε Φιλικός, πολέμησε στο πλευρό του Αλέξανδρου Υψηλάντη, έγινε χιλίαρχος του Ιερού Λόχου. Ακόμα νωρίτερα, φεύγοντας από τη γενέτειρά του, Κοζάνη, έζησε στη Βουδαπέστη, στη Λειψία (όπου έκανε τις σπουδές του στη Φιλοσοφική Σχολή), στη Μόσχα, στην Οδησσό.
Τον Ιούλιο του 1856, ως Νομάρχης Αττικής και Βοιωτίας, συνέταξε Έκθεσιν Περί Ληστείας, για λογαριασμό του υπουργείου Εσωτερικών. Η Ληστεία ήταν μόνιμος πονοκέφαλος για το κράτος και τις δυνάμεις ασφαλείας, φαινόμενο που ήλκε την καταγωγή του από την εποχή των κλεφτών και των αρματολών.
Το χειρόγραφο του Λασσάνη διασώζεται στη Βιβλιοθήκη της Βουλής και είναι ελάχιστα γνωστό. Η Βιβλιοθήκη της Βουλής το ενέταξε, λοιπόν, στην ενδιαφέρουσα σειρά της «Μικρή Βιβλιοθήκη» που περιλαμβάνει έξι βιβλία, από τα οποία τα τρία εκδόθηκαν το 2018. Τα άλλα δύο είναι ένα κείμενο του Γεώργιου Τερτσέτη («Λόγος κατά κλοπής») και ένα του Ψυχάρη («Λόγος για τα εγκαίνια της βιβλιοθήκης μου»).
Η έκθεση του Λασσάνη έχει ενδιαφέρον γιατί περιγράφει τόσο τις βασικές συμμορίες της εποχής εκείνης (του Νταβέλη, του Καλαμπαλίκη, του Φουντούκη, του Μπελούλια), όσο και τον τρόπο προστασίας τους (από τους σκηνίτες βλαχοποιμένες που ήταν οικογενειακώς μετακινούμενοι και χωρίζονταν σε δικές τους κοινότητες, τα τσελιγκάτα, όπως και από τους μη μετακινούμενους κτηνοτρόφους των ορέων), αλλά και τα διάφορα σώματα καταστολής που προσπαθούσαν κατά καιρούς να εξαλείψουν τη ληστεία, όπως και τους λόγους που κατ’ αυτόν αποτύγχαναν.
Ελάχιστα μετά τη δημοσίευση αυτής της έκθεσης, η Χωροφυλακή έπληξε καίρια τους ληστές φονεύοντας τον περίφημο Χρήστο Νταβέλη, τον Μπελούλια, τον Ζαφείρη και τον Φουντούκη. Αυτό χάρη και σε έναν πρώην σύντροφο του Νταβέλη, τον Ιωάννη Μέγα, που πλέον είχε γίνει χωροφύλακας και που σκοτώθηκε και αυτός στη συγκεκριμένη μάχη στην Κούλια Ζεμενού. Εκείνη την εποχή οι ληστές είχαν μπει πολύ στο μάτι των Αρχών, αφού είχαν απαγάγει την οικογένεια ενός βουλευτή Βοιωτίας και, λίγο πριν, έναν γάλλο αξιωματικό μέσα στην Αθήνα, μετά από μάχη. Ο Γάλλος ανήκε στις δυνάμεις κατοχής του Πειραιά, αυτές που πολιόρκησαν το λιμάνι ως μέσω πίεσης προς την Ελλάδα για να μη συνταχθεί στο πλευρό της Ρωσίας κατά τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Την τελευταία απαγωγή είχε κάνει η συμμορία του Χρήστου Νταβέλη, ο οποίος έγινε έτσι λαϊκός ήρωας.
Η γενική αντιμετώπιση των ληστών τόσο από το δυτικό μυθιστόρημα, όσο και από μεγάλη μερίδα ειδικών, λ.χ. και από τον μαρξιστή ιστορικό Έρικ Χόμπσμπαουμ, είναι ευμενής, φιλοτεχνώντας γι’ αυτούς την εικόνα μιας κοινωνικής ληστείας, ενός είδους κοινωνικού κινήματος του 19ου αιώνα που διεκδικούσε βίαια ανακατανομή του πλούτου, κάτι σαν Ρομπέν των Δασών. Ο Λασσάνης παίρνει τελείως αντίθετη θέση. «Γνωρίσαντες ήδη το ήθος των Αρχηγών και λοιπών μελών των ληστρικών τούτων συμμοριών δεν εμπορούμεν να δώσωμεν εις αυτάς χαρακτήρα πολιτικόν, αλλά ροπήν μόνον προς κακουργίαν, προς χρηματολογίαν και προς παλληκαρισμόν». Δεν θα μπορούσε, βέβαια, από τη θέση που βρισκόταν να υποστηρίξει εύκολα και κάτι διαφορετικό, σε επίσημη μάλιστα έκθεση.
Η έκδοση αυτή συνοδεύεται από κατατοπιστικό πρόλογο του ιστορικού Στάθη Κουτρουβίδη, από διευκρινιστικές σημειώσεις και αναλυτική βιβλιογραφία. Και συμβάλλει αναμφισβήτητα στην καλύτερη κατανόηση του φαινομένου των Ληστών, που συσχετίστηκε με το λαϊκό πολιτισμό και κατέκτησε περίοπτη θέση στη λαϊκή συνείδηση, μπαίνοντας στη σφαίρα του θρύλου.
Νικόλαος Α. Αναστασόπουλος, «Η ληστεία στο ελληνικό κράτος (μέσα 19ου - αρχές 20ού αιώνα)»(εκδ. Εστία, 2018)Ο παραλληλισμός πάντως της ληστείας με τον Ρομπέν των Δασών είναι διεθνής, αφού υπάρχει ομότιτλο αγγλικό βιβλίο (Robin Hood του J.C. Holt, 2011) που αναφέρεται ακριβώς στην κοινωνική ληστεία, η οποία δεν υπήρξε μόνο ελληνικό φαινόμενο αλλά περίπου παγκόσμιο και, σε σχέση με την Ευρώπη, είχε ιδιαίτερη έξαρση στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο.
Ο ιστορικός Νικόλαος Αναστασόπουλος, επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, καταθέτει μια έγκυρη, συνοπτική και ταυτόχρονα ολοκληρωμένη παρουσίαση του φαινομένου. Παραθέτει εξαντλητικά την ελληνική βιβλιογραφία εξηγώντας τη συνεισφορά του κάθε χωριστού βιβλίου, μιλάει για τα κυριότερα ξένα εγχειρίδια και, βέβαια, εξιστορεί το ελληνικό φαινόμενο σε όλες του τις διαστάσεις, από το 1830 έως το 1930.
Πολλά τα ενδιαφέροντα του βιβλίου. Ο συγγραφέας μας θυμίζει λ.χ. ότι γράφτηκαν πολυάριθμα μυθιστορήματα γύρω από το θέμα, ότι πέρα από τα πιο γνωστά όπως Ο Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά και το Ο βασιλεύς των ορέων του Γάλλου Edmond About υπήρχαν και τα πάνω από εκατό μυθιστορήματα του Αριστείδη Κυριακού που, όπως και άλλοι δημοσιογράφοι, καλλιέργησαν το θέμα ως λαϊκό μυθιστόρημα. Σε αυτές τις ιστορίες ήρωας του κειμένου είναι πάντα ένας ληστής, υπαρκτό πρόσωπο ή μη, στον οποίο αποδίδονται υπερφυσικές δυνάμεις, έχει δε υψηλό αίσθημα υπερηφάνειας και δικαιοσύνης. Πρόκειται για τον άγραφο παραδοσιακό κώδικα του ορεσίβιου πληθυσμού. Αξιοσημείωτη είναι και η παρουσία της γυναίκας σε αυτές τις ληστρικές ιστορίες, είτε ως λησταρχίνας είτε ως συντρόφου ληστών. Πέρα από την πασίγνωστη Μαρία Πενταγιώτισσα υπάρχουν τίτλοι μυθιστορημάτων όπως Θυμιούλα η Γαλαξειδιώτισσα, Λεβέντισσα Μαλάμω, Ο Λήσταρχος Καλαμπαλίκης και η Λησταρχίνα Λάμπρω.
Ως προς τη γένεση του ληστρικού φαινομένου και, αργότερα, τα αίτια της εξάπλωσής του, ο συγγραφέας παραθέτει ένα πλήθος αιτίων αλλά και την περιγραφή μιας περιρρέουσας ατμόσφαιρας, που ήταν πολύ διαφορετική από τη σημερινή, η οποία το ευνοούσε.
Οι ρίζες του θα πρέπει να αναζητηθούν στις προβιομηχανικές δομές αλλά, ειδικότερα στον οθωμανικό χώρο, και στην ενίσχυση του θεσμού των αρματολών, ως συνέχειας των οδοφυλάκων «δερβεντζήδων». Η ληστρική δραστηριότητα, είτε χερσαία, είτε θαλάσσια (πειρατεία), αποτελούσε για αιώνες βασική παράμετρο επιβίωσης των κοινωνιών. Όσο για τους αρματολούς, αυτοί είχαν αποστολή να εξασφαλίζουν, για λογαριασμό του οθωμανικού κράτους, τη δημόσια τάξη, την ασφάλεια και την ασφαλή διέλευση των εμπορικών προϊόντων. Παράλληλα, όμως, υπήρχαν και οι κλέφτες οι οποίοι, λόγω συγκρουσιακής διάθεσης προς τους κοτζαμπάσηδες και του οθωμανούς κατακτητές, και ως αμφισβητίες όχι τόσο του οικονομικού συστήματος όσο της συγκεκριμένης πολιτικής και οικονομικής εξουσίας, είχαν αποκτήσει τη φήμη ηρώων. Συχνά οι ρόλοι αρματολών και κλεφτών συγχέονταν καθώς ένας αρματολός που έχανε τα προνόμιά του εύκολα ενστερνιζόταν το καθεστώς του κλέφτη. Πολλά έχουν γραφτεί για όλα αυτά, ακόμα και η λεγόμενη «επίσημη» ιστορία είδε σε αρματολούς και κλέφτες τους εκπροσώπους μιας ανυπότακτης ελληνικής συνείδησης. Ο Ν. Αναστασόπουλος θεωρεί ότι καθώς η δράση των κλεφτών, ευνόητα, δεν μπορεί να ενταχθεί σε ένα σύγχρονο αξιακό σύστημα, έχει αναπόφευκτα μια διάσταση εθνικοαπελευθερωτική όπως και μια διάσταση συνειδητού κοινωνικού επαναστάτη. Όπως και να ’χει πάντως, αρματολοί και κλέφτες έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διάδοση και διατήρηση του φαινομένου της ληστείας στο μετεπανασταστικό κράτος, αν μη τι άλλο ως δομή αλλά και ως παράδειγμα και έμπνευση. Πολλοί πρώην επαναστάτες, που είδαν τον εαυτό τους να παραγκωνίζεται και το στρατό να στελεχώνεται από Βαυαρούς, διαμόρφωσαν τη ζωή τους με βάση τη βία συγκροτώντας «ληστανταρτικές» ομάδες. Από την άλλη, τα πρώτα σύνορα που έκοψαν τη Θεσσαλία, και μαζί και τα τσελιγκάτα, στα δύο, μάλλον ευνόησαν το φαινόμενο, ενώ και η κεντρική εξουσία άρχισε να αναπτύσσει ένα είδος πελατειακών σχέσεων με τους ληστές και, μερικές φορές, να τους χρησιμοποιεί σε ένοπλες εξεγέρσεις εναντίον των Οθωμανών, στην άλλη πλευρά των συνόρων. Το γενικότερο πολεμικό κλίμα της περιόδου ευνοούσε και αυτό τη διατήρηση του φαινομένου, όπως και το αγροτικό πρόβλημα της μη παραχώρησης γαιών στους αγρότες που οι περισσότεροι παρέμεναν χωρίς κλήρο.
Το φαινόμενο της Ληστείας διατηρήθηκε μέχρι το Μεσοπόλεμο οπότε ο κοινωνικός μετασχηματισμός οριστικοποιείται, ενώ η Μακεδονία και η Ήπειρος έχουν πια ενταχθεί στο ελληνικό κράτος. Ως συμβολικό τέλος του μπορεί να θεωρηθεί η εξόντωση του Γιαγκούλα το 1925 και των Ρεντζαίων και των Κουμπαίων το 1930. Ο Φώτης Γιαγκούλας, που δρούσε στον Όλυμπο, είχε τη φήμη κοινωνικού εκδικητή και έκανε και αγαθοεργίες, σκοτώθηκε μετά από οκτάωρη μάχη με τους χωροφύλακες.
Κάπως έτσι οι ληστές κινούνταν πάντα ανάμεσα στη δαιμονοποίηση και την ηρωοποίηση. Τα λέει πολύ καλά όλα αυτά Ν. Αναστασόπουλος, όπως τα λέει καλά και το τραγούδι που ο ίδιος παραθέτει και είχε γραφτεί για τους Ηπειρώτες Ρεντζαίους: «Όσα κακά κι αν έκαμες -ωρέ Γιάννη Ρέτζιο μου- ούλα συμπαθισμένα / κι ένα κακό που έκαμες, συμπαθισμούς δεν έχει, / που βάρεσες την τράπεζα μες του Κατζά την Πέτρα / και σκότωσες εννιά παιδιά και το σιουφέρη δέκα.»
Mανώλης Πίμπλης