Της Βιβής ΚεφαλάΗ συριακή εξέγερση, που άρχισε τον Μάρτιο του 2011, πολύ γρήγορα μετατράπηκε σε εμφύλιο και ο εμφύλιος σε έναν πόλεμο διά αντιπροσώπων, πράγμα που σημαίνει ότι περιφερειακοί και διεθνείς δρώντες χρησιμοποίησαν την Συρία για να επεκτείνουν ή να εδραιώσουν την επιρροή τους στο μεσανατολικό υποσύστημα. Ωστόσο, οι βλέψεις των κρατών που συμμετέχουν εμμέσως ή αμέσως στην κρίση αυτή, είναι κατά πολύ ευρύτερες, δεδομένου ότι η λύση που θα δοθεί θα καθορίσει όχι μόνο το μέλλον της ίδιας της χώρας αλλά και την αρχιτεκτονική και την ισορροπία ισχύος στην Μέση Ανατολή.
Η επίλυση της συριακής κρίσης, όμως, αποτελεί στην πραγματικότητα έναν γόρδιο δεσμό, εφόσον οι επιδιώξεις των χωρών που εμπλέκονται στον πόλεμο αυτό είναι αντιθετικές, ενώ η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο εξ αιτίας των κυμαινόμενων συμμαχιών αλλά και ριζικών αλλαγών πολιτικής, όπως λ.χ. των ΗΠΑ.
Η πολιτική των ΗΠΑΠράγματι, οι ΗΠΑ από τις Συμφωνίες του Κάμπ Νταίηβιντ και μετά αποτελούσαν την ηγεμονική δύναμη στην Μέση Ανατολή, πράγμα που συνεχίστηκε μέχρι και την δεύτερη εισβολή στο Ιράκ το 2003. Έκτοτε, η αμερικανική επιρροή στο ευρύτερο μεσανατολικό υποσύστημα φθίνει. Ο Μπάρακ Ομπάμα προσπάθησε να προωθήσει λύσεις αμοιβαίου οφέλους και να αποφύγει την εμπλοκή των ΗΠΑ σε νέες στρατιωτικές περιπέτειες. Αντίθετα, ο διάδοχός του λειτουργεί με τρόπο αντίθετο προς τα πάγια συμφέροντα της χώρας του στην περιοχή, πράγμα που τον φέρνει σε άμεση αντιπαράθεση με το πολιτικό και διπλωματικό κατεστημένο της κυβέρνησης του, με αποτέλεσμα απολύσεις υπουργών του ή παραιτήσεις τους.
Το πλέον πρόσφατο παράδειγμα είναι η παραίτηση του υπουργού Άμυνας των ΗΠΑ, μετά την ανακοίνωση του Ντόναλντ Τραμπ στις 19 Δεκεμβρίου ότι θα αποσύρει τα αμερικανικά στρατεύματα από την Συρία. Ο αμερικανός πρόεδρος αιτιολόγησε την απόφαση του τονίζοντας ότι ο στόχος των ΗΠΑ στη Συρία –που ήταν η καταπολέμηση του λεγόμενου Ισλαμικού Χαλιφάτου («Ι.Χ.»)- επετεύχθη. Ως εκ τούτου δεν υπάρχει λόγος παραμονής τους στη χώρα, πράγμα που σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον εγκαταλείπει τους Κούρδους, οι οποίοι αποτελούσαν και την μόνη φιλική προς τις ΗΠΑ πληθυσμιακή ομάδα στην Συρία. Τέλος, ο πρόεδρος Τραμπ κατέστησε σαφές ότι οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να συνεισφέρουν στην ανοικοδόμηση της Συρίας, τονίζοντας ότι υπάρχουν γειτονικές χώρες που θα μπορούσαν να αναλάβουν το κόστος αυτό.
Φαίνεται λοιπόν ότι ο Ντόναλντ Τραμπ λειτουργεί ως εταιρεία, που μοιράζει υπεργολαβίες σε σύμμαχες χώρες, όπως η Σαουδική Αραβία και άλλες πετρομοναρχίες του Κόλπου, ασκώντας ασφυκτικές πιέσεις για να υλοποιήσουν εξοπλιστικά συμβόλαια με αμερικανικές εταιρείες αλλά και χρησιμοποιώντας ως δέλεαρ την διατήρηση της αμερικανικής αμυντικής ομπρέλας στην περιοχή. Μάλιστα, στις 28 Δεκεμβρίου ανακοίνωσε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις που έχουν απομείνει στο Ιράκ δεν θα αποχωρήσουν, διότι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για επιχειρήσεις στην Συρία ή/και το Αφγανιστάν.
Ο ρόλος της ΤουρκίαςΡόλο υπεργολάβου, όμως, καλείται να διαδραματίσει και η Τουρκία, η οποία έφθασε στα άκρα τις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, προσεγγίζοντας την Ρωσία και αναπτύσσοντας στενή και πολυεπίπεδη συνεργασία με την Μόσχα. Η προσέγγιση αυτή δημιούργησε τεράστια προβλήματα στις ΗΠΑ, οι οποίες συνεχίζουν να θεωρούν ότι η Ρωσία πρέπει να παραμείνει στο διεθνές περιθώριο. Κατά συνέπεια, η Ουάσιγκτον ή θα έπρεπε να λάβει μέτρα εναντίον της Άγκυρας, πράγμα όμως που θα την οδηγούσε στην σφαίρα επιρροής της Μόσχας και άρα θα την ενίσχυε, ή θα έπρεπε να υποχωρήσει και να σεβαστεί τις προτεραιότητες της Τουρκίας.
Προτεραιότητα της Άγκυρας από την αρχή της συριακής κρίσης ήταν το να αποφευχθεί με κάθε κόστος η αναγνώριση οποιουδήποτε δικαιώματος στους Κούρδους της Συρίας και βεβαίως η κατάλυση των διοικητικών και πολιτικών δομών που έχουν δημιουργήσει κατά την διάρκεια του πολέμου. Προς τούτο, η Άγκυρα κατέλαβε τον κουρδικό θύλακα του Αφρίν, εξαπέλυσε στρατιωτικές επιθέσεις δυτικά του Ευφράτη και απείλησε ότι θα επιτεθεί και στην πόλη Μαμπίζ, όπου υπάρχει σημαντικό κουρδικός πληθυσμός αλλά και ένοπλοι του «Ι.Χ.». Το ζήτημα φάνηκε να διευθετείται, με την εγκατάλειψη των Κούρδων από τις ΗΠΑ αλλά και με την δήλωση Τράμπ ότι η Τουρκία, με την επιμελητειακή υποστήριξη των ΗΠΑ, θα συντρίψει τα απομεινάρια του «Ι.Χ.». Παρά ταύτα, ή εξαιτίας όλων αυτών, ο συριακός στρατός πραγματοποίησε επίθεση για την κατάληψη της πολύπαθης Μαμπίζ, στερώντας έτσι από την Τουρκία τη δυνατότητα να την ελέγξει με το πρόσχημα της «πάλης κατά των τρομοκρατών».
Τα διακυβεύματα της ρωσικής πολιτικήςΠροφανώς, η συριακή επίθεση έγινε με την συναίνεση και υποστήριξη της Ρωσίας, η οποία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να επενδύσει μακροπρόθεσμα στην σύμπραξη με την Τουρκία για πολλούς λόγους, ο σημαντικότερος εκ των οποίων είναι ότι τα διακυβεύματα Μόσχας και Άγκυρας είναι αποκλίνοντα. Αν λοιπόν για την Τουρκία το μείζον διακύβευμα είναι η εξάλειψη του «κουρδικού κινδύνου» και η ανάληψη του ρόλου του περιφερειακού τοποτηρητή, για την Ρωσία το μείζον διακύβευμα είναι η ενδυνάμωση του καθεστώτος Άσαντ, πράγμα που θα ενισχύσει την διαπραγματευτική του ικανότητα στις συνομιλίες για το μέλλον της Συρίας. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την εξασφάλιση της ρωσικής παρουσίας στην χώρα, και θα έδινε τη δυνατότητα στη Μόσχα να διευρύνει την επιρροή της στον μεσανατολικό χώρο, πράγμα που διευκολύνεται και από τον περιορισμό της αμερικανικής παρουσίας και δραστηριότητας στην περιοχή.
Κατά συνέπεια, τα μείζονα διακυβεύματα της συριακής κρίσης για την Ρωσία είναι είτε η δημιουργία της «χρήσιμης Συρίας» -δηλαδή σε περίπτωση διαμελισμού η δημιουργία ενός κρατιδίου Αλεβιτών και Χριστιανών, όπου θα διατηρηθούν οι ρωσικές βάσεις- είτε η ομοσπονδοποίηση της Συρίας, κατά τα πρότυπα του Ιράκ. Επίσης, η Μόσχα επιθυμεί ένα κοσμικό καθεστώς, διότι σε αντίθετη περίπτωση θα επικρατήσουν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι –εχθρικοί προς το καθεστώς Άσαντ- που ασκούν μεγάλη επιρροή στην συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, που είναι σουνίτες.
Οι αντιδράσειςΌλα αυτά έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις βλέψεις της Άγκυρας, η οποία ελπίζει ότι θα αποτελέσει το πολιτικό και ιδεολογικό κέντρο της νέας Συρίας και όχι μόνον. Εδώ ακριβώς, όμως, εντοπίζονται και οι αντιδράσεις άλλων περιφερειακών δρώντων, όπως του Ιράν, του Ισραήλ αλλά και της Σαουδικής Αραβίας. Το Ιράν δεν είναι διατεθειμένο να πάψει να είναι παρών στην Συρία –και μάλιστα μετά το κόστος που έχει καταβάλει σε χρήμα και ανθρώπινες ζωές- διότι αυτό θα σήμαινε ότι θα απομονωθεί εντελώς από τον περίγυρο του και θα είναι πολύ πιο ευάλωτο στις αμερικανικές και σαουδαραβικές πιέσεις. Η Σαουδική Αραβία από την πλευρά της ελπίζει ότι η ιρανική επιρροή θα εξαφανιστεί, το Ιράν θα αποδυναμωθεί και εν τέλει το καθεστώς του θα καταρρεύσει υπό το βάρος της ήττας και του οικονομικού στραγγαλισμού. Παράλληλα, όμως, δεν μπορεί να δεχθεί την τουρκική πρωτοκαθεδρία, διότι η νομιμοποίηση του καθεστώτος της στηρίζεται στον ηγετικό θρησκευτικό ρόλο του Ρυαντ αλλά και διότι θα κληθεί να πληρώσει μεγάλο μέρος της ανοικοδόμησης της Συρίας, πράγμα που δεν μπορεί να κάνει η Τουρκία. Τέλος, το Ισραήλ ελπίζει στον κατακερματισμό της Συρίας και στην δημιουργία ενός κουρδικού κράτους, πράγμα που αφενός θα εξάλειφε τον συριακό κίνδυνο για το εβραϊκό κράτος και αφετέρου θα δημιουργούσε ακόμα περισσότερα προβλήματα στην Τουρκία, με την οποία οι σχέσεις του είναι ιδιαίτερα ψυχρές.
Όπως προκύπτει, η κάθαρση στο συριακό δράμα δεν επίκειται. Αντίθετα, διαφαίνεται ο κίνδυνος του διαμοιρασμού της Συρίας σε σφαίρες επιρροής, μια και οι αντιμαχόμενες συριακές πλευρές δεν έχουν καταφέρει να βρουν τον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, πάνω στον οποίο θα μπορούσαν να οικοδομήσουν το κοινό τους μέλλον.
•