ΡΕΠΟΡΤΑΖ: Προς ψήφιση την Πέμπτη η αποσυμφόρηση των φυλακών
Ξεκίνησε η συζήτηση στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής για το νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης, με τα κόμματα της συμπολίτευσης να το υπερψηφίζουν επί της αρχής, τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ να καταψηφίζουν και το Ποτάμι, τη Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ να επιφυλάσσονται. Αναμένεται να ολοκληρωθεί η διαδικασία στην επιτροπή την Τρίτη και να εισαχθεί για συζήτηση και ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής την ερχόμενη Πέμπτη. Παράλληλα, την απεργία πείνας συνέχιζαν (τουλάχιστον μέχρι την Πέμπτη το απόγευμα) οχτώ φυλακισμένοι, μέλη του Δικτύου Αγωνιστών Κρατουμένων (Δ.Α.Κ.).
Εν τω μεταξύ, 28 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσαν δύο τροπολογίες, για την κατάργηση του κουκουλονόμου και την κατάργηση της υποχρεωτικής λήψης DNA. Τροπολογία κατατέθηκε και από πλευράς του υπουργείου, η οποία αφορά την αποφυλάκιση συγγενών προσώπων. Οι τροπολογίες αναμένεται να συζητηθούν αναλυτικότερα στην ολομέλεια της Βουλής, επί των οποίων θα τοποθετηθεί και ο υπουργός. Προς ώρας έχει παρουσιάσει νομοθετικές βελτιώσεις, σύμφωνα με τις οποίες θα εκτίουν ποινή εγκλεισμού όχι μόνο οι ανήλικοι δράστες με ποινή ισοβίων, αλλά και όσοι διαπράττουν το αδίκημα του βιασμού, ενώ προστίθεται η υποχρέωση έκτισης του 1/6 της ποινής ώστε να αποφυλακιστούν όσοι εξαρτημένοι κρατούμενοι παρακολούθησαν πρόγραμμα απεξάρτησης εντός της φυλακής.
Κατά την ανάγνωση του νομοσχεδίου κλήθηκαν να τοποθετηθούν φορείς, οι οποίοι σχεδόν στο σύνολο τους δήλωσαν ικανοποιημένοι με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο Συγκεκριμένα:
Η πρόεδρος της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, Βασιλική Θάνου-Χριστοφίλου, τόνισε ότι οι ρυθμίσεις απόλυσης κρατουμένων επιβάλλονται λόγω του υπερπληθυσμού, συμπληρώνοντας πως πρέπει να σταματήσει αυτού του είδους η νομοθέτηση. Πρότεινε ακόμα να εξαιρεθούν της αποσυμφόρησης κρατούμενοι με βαριά εγκλήματα. Συμφώνησε με τον περιορισμό στον εγκλεισμό των ανηλίκων.
Από την Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος, ο πρόεδρός της Κωνσταντίνος Τζαβέλλας, μίλησε για θετικές διατάξεις όσον αφορά τους ανήλικους και την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ, που όμως πρέπει να συνδυαστεί με τη λειτουργία πτερύγων υψίστης ασφαλείας στις άλλες φυλακές. Εξέφρασε επιφυλάξεις για τις διατάξεις του κατ΄οίκον περιορισμού, της πρόωρης αποφυλάκισης ασθενών κρατουμένων και της μείωσης κατά ένα έτος των ισοβίων.
Από τον Συνήγορο του Πολίτη ο Βασίλης Καρύδης είπε πως το νομοσχέδιο κινείται στη σωστή κατεύθυνση. Ο Γεώργιος Μόσχος, Βοηθός Συνήγορος του Παιδιού, τόνισε την ανάγκη αναβάθμισης των Μονάδων Μέριμνας Ανηλίκων, ενώ δήλωσε αντίθετος με τη ρύθμιση που ποινικοποιεί τον εκφοβισμό (bullying), ο οποίος πρέπει να αντιμετωπίζεται με παιδαγωγικό τρόπο.
Για τις διατάξεις που αφορούν στη βελτίωση των όρων απεξάρτησης μέσα στη φυλακή, τοποθετήθηκαν το ΚΕΘΕΑ, ο ΟΚΑΝΑ και το 18άνω. Οι παραπάνω φορείς υποστήριξαν τις διατάξεις, ενώ τοποθετήθηκαν σε επιμέρους ζητήματα που αφορούν τον ορισμό της θεραπείας-απεξάρτησης.
Η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου τάχθηκε υπερ του νομοσχεδίου, ζητώντας να ισχύσει ο διαχωρισμός των κρατουμένων και να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις βασικών αγαθών μέσα στις φυλακές. Ο Πρόεδρος της Επανόδου, Γιώργος Νικολόπουλος, εξέφρασε την ιδιαίτερη ικανοποίηση του για το παρόν νομοσχέδιο, τονίζοντας της ανάγκη πρόσληψης επιστημονικού προσωπικού στις φυλακές, όπως εγκληματολόγων.
Στη συνέχεια τοποθετήθηκε ο Γεώργιος Μομφεράτος από τον σύλλογο θυμάτων τρομοκρατίας “Ως Εδώ”, δηλώνοντας ότι υπό τον μανδύα του εξανθρωπισμού αποφυλακίζονται κρατούμενοι και ανατρέπονται δικαστικές αποφάσεις. Τόνισε ότι «οι ωφελούμενοι από το περιεχόμενο του νομοσχεδίου έχουν όνομα: Σάββας Ξηρός».
Εκπρόσωπος της Πρωτοβουλίας για τα Δικαιώματα των Κρατουμένων είπε ότι συμφωνεί με την κατάργηση των φυλακών τύπου Γ, «αίτημα και των κρατουμένων που βρίσκονται ακόμα σε απεργία πείνας», ενώ ζήτησε να μην υπάρχει καμία διάκριση, με βάση το αδίκημα, στην αποφυλάκιση αναπήρων με 67% και πάνω, καθώς και την αποφυλάκιση των μητέρων που κρατούνται μαζί με τα παιδιά τους. Η Διευθύντρια, Μαρίνα Μπούκη, των Φυλακών Ανηλίκων Αυλώνα τάχθηκε υπέρ των ρυθμίσεων που αφορούν στη μη φυλάκιση των ανήλικων δραστών, όπως και η Εύα Κογιαννάκη, προϊσταμένη της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων.
Από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους ο Πρόεδρος της ΟΕΣΥΕ, Σπύρος Καρακίτσος, μίλησε για απόλυτη αναγκαιότητα του νομοσχεδίου ώστε να αντιμετωπιστεί το σοβαρό πρόβλημα του υπερπληθυσμού, αλλά και της κράτησης αναπήρων κρατουμένων, οι οποίοι όπως είπε τους λένε ότι δεν θέλουν να βγουν φορώντας ένα ξύλινο παλτό. Μίλησε ακόμα για την ανάγκη αναβάθμισης των αγροτικών φυλακών.
Η συζήτηση συνεχίζεται την ερχόμενη Τρίτη, ενώ την Πέμπτη αναμένεται να συζητηθεί στην Ολομέλεια.
Αφροδίτη ΜπαμπάσηΗ επιστροφή στη σωφρονιστική «κανονικότητα» και ο έλεγχος του πληθυσμού των φυλακών
Του Νίκου ΚουλούρηΜε το σχέδιο νόμου «Μεταρρυθμίσεις ποινικών διατάξεων, κατάργηση των καταστημάτων κράτησης Γ’ τύπου και άλλες διατάξεις», το οποίο τελεί υπό επεξεργασία από την αρμόδια διαρκή επιτροπή της Βουλής το υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων επιχειρεί έξι βασικές παρεμβάσεις ποινικοσωφρονιστικού χαρακτήρα. Οι παρεμβάσεις αυτές υπαγορεύονται υπό την πίεση των τραγικών συνθηκών λειτουργίας των φυλακών και των διαδοχικών καταδικών της χώρας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για υποβολή των κρατουμένων σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και τιμωρία. Σε γενικές γραμμές είναι οι εξής:
1. Η κατάργηση των Καταστημάτων Κράτησης τύπου Γ΄ ή των φυλακών “υψίστης ασφαλείας”Η εισαγωγή αυτών των καταστημάτων σήμανε τον ακρωτηριασμό της σωφρονιστικής νομοθεσίας, με την αποκοπή βασικών στοιχείων του επανεντακτικού προσανατολισμού της και επέφερε σοβαρό πλήγμα σε θεμελιώδεις αρχές του ποινικού και του σωφρονιστικού δικαίου, ιδίως της ισότητας και της αναλογικότητας. Κεντρικό επιχείρημα υπέρ της κατάργησης είναι η επάρκεια του θεσμικού πλαισίου που είχε διαμορφωθεί πριν προβλεφθεί το ειδικό καθεστώς κράτησης στα καταστήματα τύπου Γ. Το επιχείρημα μπορεί να τεκμηριωθεί με την ανάκληση στη μνήμη του καθεστώτος κράτησης των υποδίκων για τις υποθέσεις της 17Ν και του ΕΛΑ, τη περίοδο 2002-2003: οι ειδικές, περιοριστικές συνθήκες κράτησής τους επιβλήθηκαν με ενεργοποίηση ρυθμίσεων του και τότε ισχύοντος Σωφρονιστικού Κώδικα. Αντιρρήσεις διατυπώνονται με το σκεπτικό ότι χωρίς τις φυλακές υψίστης ασφαλείας θα είναι εφικτός ο ανεξέλεγκτος συγχρωτισμός κρατουμένων ικανών να οργανώνουν έκνομες δραστηριότητες εντός και εκτός φυλακών. Το «αποτύπωμα» ή το προηγούμενο του ειδικού καθεστώτος κράτησης που προαναφέρθηκε τις αποδυναμώνει.
2. Η ελαχιστοποίηση του ποινικού σωφρονισμού των ανήλικων δραστών, με διατήρηση του εγκλεισμού σε περιπτώσεις τέλεσης πολύ σοβαρών αξιόποινων πράξεων. Πρόκειται για ευπρόσδεκτο βήμα περαιτέρω προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στις βασικές αρχές που διέπουν διεθνώς το δίκαιο ανηλίκων. Οι επιφυλάξεις που διατυπώνονται αφορούν, από τη μια πλευρά, τη βασίμως αμφισβητούμενη επάρκεια των υπαρχουσών προνοιακών δομών για τους ανηλίκους που δεν θα οδηγούνται πλέον σε καταστήματα κράτησης και, από την άλλη πλευρά, την υποθετική εκμετάλλευση της επιεικούς μεταχείρισης των ανηλίκων από κυκλώματα παρανομίας, που θα τους χρησιμοποιούν για την εγκληματική δράση τους. Και αυτό το θέμα, όμως, σχετίζεται πρωτίστως με την ανάπτυξη δομών και θεσμών παιδικής προστασίας και όχι με το ρόλο των ανηλίκων στο πεδίο του οργανωμένου εγκλήματος, που θέτει ζήτημα καταστολής εκείνων οι οποίοι εκμεταλλεύονται τους ανηλίκους, όχι των ίδιων των ανηλίκων.
3. Η απόλυση των κρατουμένων υπό όρο με καθορισμό προϋποθέσεων, που κλιμακώνονται ανάλογα με την ποινή και τη διευκολύνουν με σκοπό την ταχεία και απολύτως αναγκαία αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης.Το επιχείρημα που υποστηρίζει πειστικά αυτή την επιλογή είναι οι δικαιοκρατικά προβληματικές συνθήκες συνωστισμού στα καταστήματα κράτησης της χώρας, οι οποίες δημιουργούν αβίωτες συνθήκες εγκλεισμού και επιβεβαιώνεται από τις εκθέσεις διεθνών οργανισμών και εθνικών αρχών. Η αντίθετη άποψη προβάλλει τη θέση ότι πρόκειται για μαζική και ισοπεδωτική απελευθέρωση εγκληματιών, που αλλοιώνει τις αποφάσεις της δικαιοσύνης. Η άποψη αυτή όμως δεν συνεκτιμά ότι η απόλυση υπό όρο αποτελεί στάδιο έκτισης και όχι άφεσης της ποινής.
4. Η ειδική απόλυση υπό όρους για κρατουμένους που ανήκουν σε ευάλωτες κοινωνικές ομάδες (ασθενείς, υπερήλικες και άτομα με αναπηρίες) με αντικειμενικούς όρους και με διαβαθμίσεις ανάλογα με την επιβληθείσα ποινή.Το αντίστοιχο σκεπτικό αφορά επίσης τις δυσμενείς συνθήκες διαβίωσης στις φυλακές, που για τους κρατουμένους αυτούς γίνονται ακόμη πιο επώδυνες και πραγματικά ή δυνητικά βλαπτικές για την υγεία τους λόγω της αδυναμίας των αρμόδιων υπηρεσιών να τους εξασφαλίσουν κατάλληλες συνθήκες κράτησης και επαρκή ιατρική περίθαλψη. Οι αντιρρήσεις εν προκειμένω εστιάζονται στο πλήγμα που δέχεται η «αντεγκληματική προστασία» της κοινωνίας και στο «φωτογραφικό» χαρακτήρα της ρύθμισης. Σ’ αυτές αντιτάσσεται ο αναμφισβήτητος, εξ αντικειμένου, ανθρωπιστικός προσανατολισμός του (πάγιου) μέτρου που, λόγω της ιδιαιτερότητας των περιπτώσεων που καλύπτει, καθιστά δευτερεύουσας σημασίας τις ανταποδοτικές και εγκληματοπροληπτικές εκτιμήσεις καθώς και στο ότι η εισαγωγή εξαιρέσεων θα το καθιστούσε φωτογραφικό, όχι η γενική εφαρμογή του.
5. Ο περιορισμός και η οριοθέτηση της παρατεταμένης κράτησης των αλλοδαπών υπό απέλαση, οι οποίοι “φιλοξενούνται” στις φυλακές μετά την έκτιση της ποινής τους.Η νομοθετική πρωτοβουλία εν προκειμένω βρίσκει έρεισμα στο δυσμενές νομικό καθεστώς «μεταφυλάκισης» στο οποίο υπάγονται οι κρατούμενοι αυτοί, οι οποίοι δεν υπόκεινται πλέον στις ρυθμίσεις του σωφρονιστικού κώδικα. Περαιτέρω, προβάλλονται λόγοι σχετικοί με την ομαλή λειτουργία των φυλακών, με την αποσυμφόρησή τους από μεγάλο αριθμό κρατουμένων και με την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων των αλλοδαπών. Η εύλογη αυτή ρύθμιση απαντά σε ένα από τα σημαντικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι φυλακές τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια και δεν προκάλεσε αντίλογο.
6. Η διευκόλυνση της απεξάρτησης των κρατουμένων αντί της φυλάκισής τους χωρίς υποστήριξη του ενδιαφέροντός τους για θεραπεία και η προώθηση της εφαρμογής «αδρανών» διατάξεων του νόμου περί εξαρτησιογόνων ουσιών (Ν. 4139/13) για κρατούμενους που επιθυμούν να υπαχθούν σε αναγνωρισμένα θεραπευτικά προγράμματα, ή παρακολουθούν ή έχουν ολοκληρώσει τέτοια προγράμματα.Η ρύθμιση αυτή, όπως και η προηγούμενη, έτυχε θετικής υποδοχής και συζητείται σε κλίμα συναίνεσης, με διάθεση διεύρυνσης του πεδίου εφαρμογής της σε κάθε είδους προγράμματα, υπό το πρίσμα ενός «θεραπευτικού πλουραλισμού».
Συνοψίζοντας, το πρόσημο της υπό εξέλιξη νομοθετικής πρωτοβουλίας για την αποσυμφόρηση των φυλακών είναι θετικό. Το νομοσχέδιο μπορεί να αποτιμηθεί ως ένα πρώτο, έστω βιαστικό βήμα επιστροφής του σωφρονιστικού συστήματος σε συνθήκες κανονικότητας, μετά από μια πορεία προς την αποθηκευτική αδιαφορία για το σύνολο των κρατουμένων και την εκδικητική εξουδετέρωση για πολλούς από αυτούς. Διατηρεί στοιχεία των επανειλημμένων αποσπασματικών παρεμβάσεων του παρελθόντος που επιχειρούνταν με ρυθμίσεις περιορισμένης ισχύος, αλλά τα συνδυάζει με μέτρα διαρκούς εφαρμογής που είναι μεν αναγκαία αλλά όχι ικανά για να οδηγήσουν στην αποκλιμάκωση της ποινικής καταστολής. Μπορεί, λοιπόν, να κριθεί ως μια παρακαταθήκη για μελλοντικές, δομικές παρεμβάσεις, όπως εξ άλλου δεσμεύονται οι εισηγητές του.
Ο Ν. Κουλούρης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Κοινωνικής Διοίκησης και Πολιτικής Επιστήμης του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης.Η γέννηση της έννοιας της επικινδυνότητας και οι λειτουργίες της στο ποινικό πεδίο
Της Αφροδίτης ΚουκουτσάκηΗ επιστημονική κατοχύρωση της έννοιας της επικινδυνότητας κατά τον 19ο αιώνα είναι αποτέλεσμα της συνάντησης της ψυχιατρικής με τη νεοσύσταση τότε επιστήμη της εγκληματολογίας, η μήτρα της οποίας ήταν η Ιταλική Θετική Σχολή. Μέχρι τότε και υπό την επίδραση της προγενέστερης Κλασικής Σχολής του δικαίου, γέννημα του νομικού διαφωτισμού, η οποία αποτέλεσε τη μεγάλη τομή στις τιμωρητικές πρακτικές, ο «εγκληματίας» οριζόταν από μια στενά νομική άποψη: δηλαδή, με εξαίρεση τους διανοητικά άρρωστους και τα παιδιά και στον βαθμό που δεν υπήρχε κάποια κατάφωρη απόδειξη για το αντίθετο, θεωρείτο ότι διέθετε τις ικανότητες της βούλησης, της ευθύνης και της λογικής, άρα ήταν ποινικά υπεύθυνος για τις πράξεις του (Cohen, 1988: 3, Against Criminology, New Brunswick: Translation Books)
Στη συνέχεια και με την εμφάνιση της θετικιστικής σχολής, το ενδιαφέρον μετατίθεται από την πράξη και την ακριβοδίκαιη τιμωρία της με βάση τη βαρύτητά της, στον δράστη και τη σωφρονιστική του μεταχείριση. Με απλά λόγια, όχι τι έκανε αλλά ποιος είναι και τι ενδεχομένως θα γίνει με βάση το τρίπτυχο, που υποδεικνύει και τη σχέση της εγκληματολογίας με την ιατρική επιστήμη, διάγνωση-θεραπεία-πρόγνωση.
Η αναδρομική κατασκευή της ταυτότηταςΗ υπόθεση, λοιπόν, είναι ότι οι παραβάτες των κανόνων αντιπροσωπεύουν ένα ιδιαίτερο σύνολο σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος. Ως εκ τούτου, το εγκληματολογικό εγχείρημα βασίζεται σε δύο θέσεις, αυτήν της εξατομίκευσης, η οποία προσδιορίζει το άτομο ως κατάλληλο αντικείμενο και μονάδα ανάλυσης και αυτήν της διαφοροποίησης, η οποία υποστηρίζει την υπόθεση περί της ύπαρξης μιας ποιοτικής και τεκμηριωμένης διαφοράς μεταξύ του εγκληματία και του νομοταγούς (Garland, 1985: 112 και επ., “The criminal and his science. A critical account of the formation of criminology at the end of the nineteenth century”, στο The British Journal of Criminology, vol.25, 2).
Η έννοια, κατά συνέπεια, της ελεύθερης βούλησης αντικαθίσταται από την έννοια της αιτιότητας και η έννοια της ποινικής ευθύνης από αυτήν της επικινδυνότητας.
Η ανάπτυξη και το κύρος της ψυχιατρικής συνέβαλαν καθοριστικά στην εμφάνιση και την εξέλιξη του εγκληματολογικού εγχειρήματος, καθώς η εγκληματολογία στηρίχθηκε στα δεδομένα και το κύρος της ψυχιατρικής προκειμένου να τεκμηριώσει επιστημονικά τις υποθέσεις της περί ιδιαίτερης εγκληματικής προσωπικότητας και τις προτάσεις της για την «αναμορφωτική παρέμβαση στον εγκληματία» (βλ. «θεραπεία»). Στρατηγική, η οποία αναπαράγει και συντηρεί στο χρόνο τις υποθέσεις της εξατομίκευσης και της διαφοροποίησης, όπως υποδεικνύει και η αντοχή την οποία έχει επιδείξει στο χρόνο το ατομοκεντρικό μοντέλο της «μεταχείρισης του εγκληματία» ως νομιμοποιητικός λόγος της ηγεμονικής θέσης του θεσμού της φυλακής ανάμεσα στις τιμωρητικές πρακτικές, παρά τις κατάφωρες αποδείξεις για τον δομικά αποκοινωνικοποιητικό χαρακτήρα της.
Ένας όρος, ο οποίος μετεγγράφει το λόγο περί επικινδυνότητας στο χώρο της ποινικής δικαιοσύνης είναι ο όρος αναδρομική κατασκευή της ταυτότητας. Ο όρος αναφέρεται στην επιλεκτική συλλογή και την αναδρομική ερμηνεία στοιχείων της ζωής και της συνολικής προσωπικότητας του ατόμου, έτσι ώστε να ενταχθεί στις κατηγορίες που παράγει ο επιστημονικός λόγος για την εγκληματικότητα και την επικινδυνότητα. Και μέσα από τη θεσμική κατοχύρωση και διαχείριση αυτών των ταξινομήσεων να επιβεβαιωθεί εκ των υστέρων.
Ο λόγος περί επικινδυνότηταςΟ λόγος περί «ποιοτικής και τεκμηριωμένης διαφοράς», στον οποίο κυοφορήθηκε και αναπτύχθηκε η έννοια της επικινδυνότητας, ήταν ιδιαίτερα ευπρόσδεκτες στο εύφλεκτο περιβάλλον του 19ου αιώνα, όπου ο φόβος του εγκλήματος άρχισε να ταυτίζεται με τον φόβο των μαζών, γιατί προϋποθέτει την ηθική μειονεξία κάποιων ατόμων –ιστορικά προερχόμενων απ’ τα φτωχότερα στρώματα- τα οποία λόγω αυτής της ηθικής μειονεξίας δεν μπορούν να προσαρμοστούν στους κανόνες που διασφαλίζουν τη ορθή λειτουργία της κοινωνίας. Εάν, δηλαδή, ο φιλελευθερισμός της κλασικής σχολής, ως πολιτικής θεωρίας, δεν είχε λογικά επιχειρήματα εναντίον της ισότητας και της δημοκρατίας –καθαγιασμένες έννοιες από την αστική τάξη η οποία βρισκόταν σε διαδικασία νομιμοποίησης και παγίωσης της εξουσίας της, η επιστημονική τεκμηρίωση της διάκρισης σε ηθικά ανώτερα και ηθικά κατώτερα άτομα έρχεται σαν ρεαλιστική απάντηση στην ερμηνεία και την εκλογίκευση του κοινωνικών ανισοτήτων και της κοινωνικής εκμετάλλευσης (Melossi D., 2002: 47, Stato, Controllo Sociale, Devianza, Milano: Bruno Mondatori)
Με διαφορετικούς όρους, η διάκριση αυτή και η λειτουργία της είναι εκρηκτικά παρούσα και σήμερα, καθώς ο σύγχρονος λόγος περί επικινδυνότητας εκτείνεται για να συμπεριλάβει ομάδες πλέον και όχι μόνον άτομα, στις οποίες, λόγω κοινωνικών, φυλετικών, πολιτικών κ.α. χαρακτηριστικών αποδίδεται ο ρόλος του εσωτερικού εχθρού. Αυτήν την αναδιατύπωση της έννοιας της επικινδυνότητας θα μπορούσαμε να την συνδέσουμε με την ανάδυση ενός νέου παραδείγματος κοινωνικού ελέγχου, του παραδείγματος της ασφάλειας. Και ένας όρος κλειδί για να συνδέσουμε το παράδειγμα της ασφάλειας με τα ευρύτερα συμφραζόμενα και να το κατανοήσουμε είναι ο όρος διαχείριση του κινδύνου. Διαχείριση του κινδύνου σημαίνει ότι δεν αποτελεί παραδοξότητα ακόμα και η λειτουργία του νόμου ενάντια στον νόμο, εάν το πρόταγμα είναι η ανάγκη προστασίας του πληθυσμού από τον θεωρούμενο ως μιαρό, ως επικίνδυνο ο οποίος, ως τέτοιος, παύει να είναι υποκείμενο δικαίου και φορέας δικαιωμάτων
* Το κείμενο βασίζεται στην εισήγηση της Α. Κουκουτσάκη στην ημερίδα «Η Κοινωνική κατασκευή της επικινδυνότητας και οι δομές «υψίστης ασφαλείας»», που διοργάνωσε η Πρωτοβουλία για ένα πολύμορφο κίνημα για την ψυχική υγεία, στο Ελεύθερο Αυτοδιαχειριζόμενο Θέατρο Εμπρός, στις 4/4/2015.