Της Μαρίνας Πρεντουλή*Σύμφωνα με τον Λένιν, «υπάρχουν δεκαετίες κατά τις οποίες δεν γίνεται τίποτα και εβδομάδες κατά τις οποίες συμβαίνουν δεκαετίες». Στο Ηνωμένο Βασίλειο η τελευταία εβδομάδα ήταν φορτωμένη με πολιτικές εξελίξεις, αποκορύφωμα των οποίων η ιστορική απόρριψη της συμφωνίας αποχώρησης από την ΕΕ, που έφερε στο κοινοβούλιο, μετά από προηγούμενη αναβολή, η πρωθυπουργός Τερέζα Μέι. Αν και η απόρριψη της πρότασης ήταν αναμενόμενη, το μέγεθος της ήττας (432 ψήφοι κατά, 202 υπέρ) ήταν άνευ προηγουμένου για τα βρετανικά δεδομένα.
Η προηγούμενη κυβερνητική ήττα τέτοιου μεγέθους ήταν το 1924, όταν η μειοψηφική Εργατική κυβέρνηση του Ράμσεϊ Μακντόναλτ πρότεινε να σταματήσει η ποινική διαδικασία κατά του Τζων Ρος Κάμπελ, αρχισυντάκτη της κομμουνιστικής εφημερίδας «Workers Weekly». Εκείνη η πρόταση καταψηφίστηκε με πλειοψηφία πάνω από 160 ψήφους, στη συνέχεια ακολούθησε πρόταση μομφής κατά της κυβέρνηση και, μετά από μερικές εβδομάδες, εκλογές που έφεραν στην εξουσία μια Συντηρητική κυβέρνηση.
Αντίθετα, η πρόταση μομφής που κατέθεσε ο Τζέρεμι Κόρμπιν, καταψηφίστηκε την Τετάρτη 16 Ιανουαρίου, με 19 ψήφους διαφορά. Παρόλο που η Συμφωνία Αποχώρησης που έφερε η Τερέζα Μέι στη Βουλή δεν ικανοποίησε ούτε όσους ήταν υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, ούτε όσους ήθελαν μια (άτακτη, χωρίς συμφωνία) αποχώρηση, τόσο η δεξιά, όσο και οι βουλευτές του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος της Β. Ιρλανδίας (DUP) συσπειρώθηκαν και απέτρεψαν (προς το παρόν τουλάχιστον) μια εκλογική αναμέτρηση, που πιθανόν να κατέληγε υπέρ του Τζέρεμι Κόρμπιν. Τίποτα, βέβαια, δεν αποκλείει και δεύτερη πρόταση μομφής.
Όπως τίποτα δεν σταματάει και την Τερέζα Μέι να συνεχίζει να μάχεται για την πρόταση της, την όποια αναμένεται να ξαναφέρει στο κοινοβούλιο με διακοσμητικές παρεμβάσεις. Με μια πρωτοβουλία του προέδρου της Βουλής, ο οποίος φαίνεται να πιστεύει, όπως και πολλοί άλλοι, ότι το κοινοβούλιο (και όχι η κυβέρνηση) πρέπει να πάρει τα πράγματα στα χέρια του, η πρωθυπουργός έχει 3 μέρες προθεσμία, μέχρι αύριο Δευτέρα 21 Ιανουαρίου δηλαδή, για να φέρει στην βουλή μια «καινούργια» πρόταση.
Απ’ τη μεριά της ΕΕ, τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία φαίνονται διατεθειμένες να διευκολύνουν τη βρετανίδα πρωθυπουργό. Είναι διατιθέμενες να δώσουν παράταση της ημερομηνίας εξόδου (29 Μαρτίου 2019), παρόλο που η κυβέρνηση, φοβούμενη το πολιτικό κόστος της αναβολής, θα ζητήσει αυτή την παράταση τη δωδέκατη ώρα.
Ο εκβιασμόςΑντί παράτασης, λοιπόν, η Μέι ζήτησε διάλογο με τα αλλά κόμματα για να βρεθεί μια λύση. Πολύ ορθά, ο Τζέρεμι Κόρμπιν αρνήθηκε να την δει, αν πρώτα δεν υπάρξουν διαβεβαιώσεις ότι η άτακτη έξοδος αποκλείεται. Αν και η κυβέρνηση δεν μπορεί να δώσει μια τέτοια διαβεβαίωση, η Μέι μέχρι τώρα δεν έχει κάνει τίποτα άλλο από το να εκβιάζει το κοινοβούλιο, επαναλαμβάνοντας ότι οι βουλευτές ή θα δεχτούν τη δική της πρόταση, ή δεν θα υπάρξει συμφωνία και θα υποστούμε τις καταστροφικές συνέπειες μιας άτακτης αποχώρησης.
Αυτή τη στιγμή φαίνεται αδύνατον να υπάρξει μια διαφορετική συμφωνία, αν δεν αλλάξουν οι κόκκινες γραμμές της Μέι. Αν και ο Κόρμπιν όσον αφορά το ζήτημα του Brexit εδώ και πολύ καιρό παίζει με τη «δημιουργική ασάφεια», φαίνεται να έχει προσανατολιστεί προς τη μόνιμη τελωνειακή ένωση και την ευθυγράμμιση με τους κανόνες της κοινής αγοράς (κάποιοι βουλευτές ζητάνε ξεκάθαρα την παραμονή στην κοινή αγορά). Αν και πώς αυτό θα μπορούσε να είναι εφικτό, εξαρτάται, βέβαια, και από την ΕΕ.
Η πρόταση για «soft Brexit»Η θέση που διαμορφώνεται, λοιπόν, από τη μεριά του Κόρμπιν είναι αυτή του «soft Brexit», που όμως δεν θα δώσει στο Ηνωμένο Βασίλειο περισσότερη κυριαρχία στα εσωτερικά του θέματα, ενώ ταυτόχρονα θα αποκλείσει τη χώρα από τα κέντρα λήψεως αποφάσεων της ΕΕ. Γι’ αυτό εδώ και καιρό ο Κόρμπιν αποφεύγει να μιλήσει ξεκάθαρα για το αν θέλει την παραμονή ή όχι και για το ποιες θα είναι οι προγραμματικές του δεσμεύσεις σε περίπτωση εκλογών. Αυτό που σίγουρα αποφεύγει με συνέπεια (όπως και η Μέι, άλλωστε) είναι να δεχτεί ένα δεύτερο δημοψήφισμα, που υποστηρίζεται, όμως, από πολλά μέλη και βουλευτές και των δύο μεγάλων κόμματων. Τόσο η Μέι όσο και ο Κόρμπιν πιστεύουν ότι ένα δεύτερο δημοψήφισμα θα φαινόταν σαν ακύρωση της «βούλησης του λαού».
Μόνο που οι συνθήκες έχουν αλλάξει τα τελευταία δυόμιση χρόνια και κάθε πιθανή πρόταση εκτός της παραμονής (που και αυτή δεν θα επιλύσει και ίσως οξύνει την κοινωνική διαίρεση που έχει επιφέρει το Brexit) θα βλάψει, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, το Ηνωμένο Βασίλειο. Σε κάθε στροφή του δρόμου προς το Brexit, τα αδιέξοδα και οι κίνδυνοι αυξάνονται και ίσως σύντομα ένα δεύτερο δημοψήφισμα (έχουν ήδη κατατεθεί σχετικές προτάσεις στο κοινοβούλιο, αν και προς το παρόν δεν φαίνεται να μπορούν να δελεάσουν μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία) να είναι το μόνο διέξοδο.
*Επίκουρη καθηγήτρια Πολιτικών Επιστήμων και Πολιτικών Επικοινωνιών του Πανεπιστήμιου της Ανατολικής Αγγλίας