Της Όλγας ΣτέφουΠρωί και καφές και κουζίνα, να κοιτάζεις μελοδραματικά έξω από το παράθυρο, σαν ήρωας σε κουλτουριάρικη ταινία. Αλλά επί της ουσίας μένεις όρθιος, γιατί αν κουνηθείς θα ξεκινήσει η μέρα κι αν ξεκινήσει η μέρα, θα πρέπει και να βγεις έξω από το παράθυρο, πέρα από το βλέμμα σου, έξω στο κόσμο.
Πρωινή ρουτίναΚάθε πρωί στις 8 και 5 χτυπάει το ξυπνητήρι των από κάτω, 8 και 10 που είσαι στο μπάνιο, τους ακούς από τον ακάλυπτο να τσακώνονται. Το βράδυ τους ακούς που γαμιούνται. Χρόνο με τον χρόνο λιγότερο ζωηρά, αλλά πάντως γαμιούνται με πρόγραμμα και ευλάβεια. Σαν τους πιστούς.
Κάθε απόγευμα οι από πάνω δέρνονται. Στην αρχή φοβήθηκες ότι την σφάζει την γυναίκα, αλλά με τον καιρό κατάλαβες πως δέρνονται ο ένας με τον άλλον. Δεν ήξερες αν πρέπει να ενημερώσεις κάπου, αλλά κι οι από κάτω που ενημέρωσαν, το ξύλο δεν σταμάτησε. Αφού δέρνονται μεταξύ τους αυτοί κι άμα τους πετύχεις στην είσοδο, είναι πάντα αγκαζέ.
Σήμερα κατέβηκες στον δρόμο, περπάτησες 1234 βήματα μέχρι την πιο πέρα – παραπέρα στάση, για να περπατάς και λίγο, ανέβηκες στο τρόλεϊ, κοίταξες έναν γκόμενο πολύ ωραίο, αλλά σίγουρα μαλάκα, οπότε πιθανότατα ήταν κι ο τύπος σου, αυτός κοιτούσε έναν κώλο γυναικείο, αλλά όπως λέει κι ο φίλος σου ο Γιάννης «όλοι είναι στρέητ μέχρι το τρίτο ουίσκι».
Και κατέβηκες και πήγες στην δουλειά και στο κάτω – κάτω, όλοι για μια δουλειά ζούμε. Ε, και δούλεψες και μετά είπες μήπως βγεις ή μήπως δεν βγεις κι είπες ας μην βγεις. Και μπήκες στο σπίτι.
Και ξαναξύπνησες και ξανακοίταξες από το παράθυρο και ξαναπλακώθηκαν οι από κάτω και όλο το ίδιο, όλο. Δεν είναι ότι μιζεριάζεις συστηματικά, απλώς είναι που περνάς μια δύσκολη περίοδο κι όποτε περνάς περίεργες φάσεις, έχεις μια υπαρξιακή κρίση. Πρώτα το ένα μετά το άλλο συμβαίνει.
Αγάπη σαν τον παπάΚι όλο σε ενοχλεί κι όλο σε τρώει. Προχθές βγήκες με ένα αγόρι που σου άρεσε πολύ, αλλά δε σου έχει ξαναστείλει από τότε και μάλλον γι’ αυτό έπαθες το υπαρξιακό όλο. Και το αγόρι σου άρεσε πολύ και έχεις βαρεθεί μόνος σου, αυτό σκέφτεσαι τώρα. Πως έχεις βαρεθεί μόνος σου, πάνε σχεδόν δύο χρόνια από την τελευταία φορά που ήσουν ερωτευμένος κι ίσως τελικά να μην ήταν εκείνο το αγόρι που σου άρεσε, ή –τέλος πάντων- όχι περισσότερο από την ιδέα να μην πηγαίνει χαμένο το δεύτερο μαξιλάρι στο κρεβάτι.
Πάντως, το τελευταίο διάστημα είναι σα να μιλάει ολόκληρη η πόλη για την αγάπη. Αγάπη σαν τον παπά: εδώ παπάς-εκεί παπάς, μπούλο, κανένας δεν βρίσκει τον παπά.
Στον δρόμο; Μιλάνε για την αγάπη. Ο ταρίφας σήμερα το απόγευμα; Είχε μόλις χωρίσει. Ο Τερζής που άκουγε ο κύριος ταρίφας που είχε μόλις χωρίσει; Μιλούσε για χωρισμό. Δηλαδή και να χέστηκες για το δεύτερο μαξιλάρι στο κρεβάτι, κάπου σου κινείται το ενδιαφέρον.
Τις τελευταίες ημέρες, που όλοι μιλούν για την αγάπη, η Αγάπη μιλάει και γι’ άλλα πράγματα κι εσύ που δεν συμπαθείς τα μεσοαστικά στερεότυπα για την ποιότητα, έχεις φαγωθεί να βλέπεις πάρα πολύ λούμπεν ερωτικές εξισώσεις. Στο κάτω-κάτω, αν μπορούν να βρουν τον έρωτα άνθρωποι που πολύ δύσκολα μπορούν να γράψουν το όνομά τους (όπως διαφαίνεται, τουλάχιστον), μπορείς κι εσύ, που ψηφίζεις Αριστερά από τότε που την ψήφιζε κι ο Ψαριανός.
Σκληρό ριάλιτιΚι έχει βρεθεί, λοιπόν, ξαφνικά όλη η πόλη να μιλάει για την Δύναμη της Αγάπης. Ακούγεται σαν θρησκευτική επίκληση κι ίσως πράγματι να ήταν, αν δεν επρόκειτο για σκληρό ριάλιτι αισθητικής λάντζας.
Κι η πόλη μιλάει για την Αγάπη, αλλά την τελευταία φορά που μίλησες εσύ για την δική σου Αγάπη μπροστά σε ολόκληρη την πόλη, έπεσαν πάνω σας τρεις – τέσσερις τύποι, «πουστάρες», έλεγαν, «στα σπίτια σας τις ανωμαλίες σας», έλεγαν, «πουστάρες, πουστάρες, πουστάρες» και το στόμα σου είχε την ίδια γεύση όπως τότε που ήσουν 6 και τράβηξες δυνατά το δόντι σου να βγει –μια βδομάδα κουνιόταν χωρίς να πέσει. Κι άρχισε να τρέχει αίμα. Εκείνη η γεύση μετά από κουτσό δόντι, η ίδια γεύση μετά από ζεστό φιλί, Πατησίων, πριν την Ομόνοια –όπως πας και μετά την Ομόνοια –όπως φεύγεις.
Η μάνα του ήθελε να τον παντρέψει με ένα κορίτσι από τον τόπο του, δεν της είχε πει πως είναι γκέι. Η δικιά σου δεν είχε πρόβλημα, τον συμπαθούσε, αν και της φαινόταν πολύ αδύνατος κι όλο έστελνε τάπερ με φαγητά. Η δική του ήταν μακριά, ένα Πάσχα που αυτός έμεινε στην Αθήνα για να το περάσετε μαζί, του έστειλε ένα ολόκληρο αρνί. Με το ΚΤΕΛ, το είχε κρύψει σε έναν σάκο με πολλές παγοκύστες, για να μην το πάρουν χαμπάρι και της το κλέψουν. Έτσι είπε. Και γελούσατε, γελούσατε και ξεχάσατε το αρνί μια βδομάδα στον σάκο, μέχρι που βρώμισε όλο το διαμέρισμα.
Αυτά θυμάσαι όσο η πόλη ψάχνει την Αγάπη σε ριάλιτυ κι εσύ έξω από το παράθυρο. Αλλά εσύ τι έκανες γι’αυτό; Κοίταξες κάτω από τον καναπέ; Όλα τα πράγματα που χάνονται εκεί πηγαίνουν.