Του Ρομάνο ΠρόντιΤα είκοσι χρόνια είναι μια χρονική περίοδος πάρα πολύ σύντομη για να σχολιάσει κάποιος την ιστορία ενός μεγάλου γεγονότος, αλλά και μια πολύ μακρά περίοδος για να θυμηθεί όλες τις σημαντικές πλευρές του. Αυτός ο κανόνας ισχύει και για τα είκοσι χρόνια του ευρώ.
Λίγοι σήμερα θυμούνται ότι στην Ιταλία υπήρξε σχεδόν ομόφωνη βούληση εισόδου στην ομάδα των εθνών που σκόπευαν να υιοθετήσουν το νέο νόμισμα, κι αυτό είναι σπάνιο στη χώρα μας. Για να επιτύχουμε αυτόν το στόχο είχαμε αποδεχτεί την επιβολή των αναγκαίων θυσιών με έναν έκτακτο φόρο, ο οποίος επιστράφηκε εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας: ένα φόρο που ονομάστηκε σχεδόν προβοκατόρικα «φόρος για την Ευρώπη».
Αδικαιολόγητη αύξηση των τιμώνΛίγοι θυμούνται την έγκριση από κοινού και το αίσθημα συλλογικής περηφάνιας με το οποίο υποδεχτήκαμε την είσοδό μας στο ευρώ και σχεδόν κανείς δεν υπολογίζει πόσο μειώθηκε το επιτόκιο και το επίπεδο του πληθωρισμού, εξαιτίας των οποίων υπήρξαν στεγαστικά δάνεια με κόστος ίσο με το ένα τρίτο του προηγουμένου. Συνεπώς σταμάτησαν αμέσως οι συνεχείς υποτιμήσεις για τις οποίες μας κατηγορούσαν οι ευρωπαίοι εταίροι μας, που δεν ήταν πλέον διατεθειμένοι να ανεχθούν τη συμπεριφορά μας. Ελάχιστοι θυμούνται ότι έγινε αποδεκτή με γενική επιδοκιμασία η συναλλαγματική ισοτιμία που πετύχαμε στις διαπραγματεύσεις για την είσοδο στο ευρώ: εννιακόσιες ενενήντα λίρες Ιταλίας για ένα μάρκο. Ένα αποτέλεσμα που αποδείχτηκε ότι ήταν κοντά στο στόχο που θεωρούσαμε όλοι ως ιδανικό, τις χίλιες λίρες Ιταλίας για ένα μάρκο, προκειμένου να καταστεί όσο το δυνατό ανταγωνιστικότερη η οικονομία μας έναντι της οικονομίας των ευρωπαίων εταίρων μας, πολλοί από τους οποίους θεώρησαν ότι είχαν κάνει ένα υπερβολικά μεγάλο δώρο στην Ιταλία. Ίσως κανείς δεν θυμάται ότι η υιοθέτηση αυτού του νέου νομίσματος συνοδεύτηκε από αυστηρούς κανόνες συμπεριφοράς, που υποχρέωναν να δημοσιοποιείται ο κατάλογος τιμών των αγαθών τόσο σε λίρες Ιταλίας όσο και σε ευρώ και που επίσης προέβλεπαν τη σύσταση νομαρχιακών επιτροπών επιφορτισμένων με τον αναλυτικό έλεγχο των τιμών. Ασφαλώς κανείς δεν θυμάται ότι η κυβέρνηση της κεντροδεξιάς, που είχε την υποχρέωση να εφαρμόσει αυτά τα μέτρα, δεν θέλησε καθόλου να τα υιοθετήσει, επιτρέποντας έτσι μια αδικαιολόγητη αύξηση των τιμών η οποία, είναι καλό να υπογραμμίσουμε, δεν αφορούσε μόνο τον καφέ στο μπαρ αλλά το σύνολο των αγαθών και των υπηρεσιών, αρχής γενομένης, προς μεγάλη μου δυσαρέσκεια, από την τιμή των εφημερίδων. Για να τελειώνουμε λοιπόν με τις αναμνήσεις, είναι σκόπιμο να υπογραμμίσουμε ότι αυτή η αδικαιολόγητη και δόλια αύξηση τιμών συνέβη μόνο στην Ιταλία και στην Ελλάδα, ενώ σε άλλες χώρες που μπήκαν στο ευρώ, οι νέες τιμές καθορίστηκαν ακολουθώντας αριθμητικά τη σχέση συναλλαγματικής ισοτιμίας που είχε οριστεί.
Ο τρόπος που εφαρμόστηκεΑυτή ήταν μια από τις αιτίες που άλλαξαν σταδιακά την άποψη πολλών Ιταλών για το ενιαίο νόμισμα: μια αλλαγή που δεν οφείλεται στο ευρώ, αλλά στον τρόπο με τον οποίο η εφαρμογή του υλοποιήθηκε στην Ιταλία. Η σταδιακή αύξηση των αρνητικών απόψεων, στη συνέχεια, βασίζεται στο γεγονός ότι η αύξηση του ΑΕΠ των χωρών που υιοθέτησαν το ενιαίο νόμισμα ήταν κατώτερη όχι μόνο από τη μέση παγκόσμια ανάπτυξη, αλλά και από εκείνη των χωρών με υψηλότερο επίπεδο εισοδήματος, όπως οι ΗΠΑ. Ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, κυρίως τα τελευταία δέκα χρόνια. Ένα γεγονός όμως που δεν πρέπει να αποδοθεί στο ευρώ, αλλά στην αλλαγή της ευρωπαϊκής πολιτικής ηγεσίας. Όλοι όντως γνώριζαν ότι έναν ενιαίο νόμισμα θα έπρεπε να συνοδεύεται από μια κοινή οικονομική πολιτική. Πολλές φορές το υποστήριξα έναντι των ευρωπαίων εταίρων και θυμάμαι την απάντηση του καγκελαρίου Χέλμουτ Κολ που έλεγε: «Εσύ είσαι Ιταλός και θα έπρεπε να ξέρεις ότι η Ρώμη δεν έγινε μέσα σε μια μέρα», ενώ δεσμευόταν για την υλοποίηση όλων των αναγκαίων μέτρων για να αναπτυχθεί και να ενδυναμωθεί το ευρώ. Αυτό δεν έγινε. Η ΕΕ είδε σταδιακά να υπερισχύουν τα εθνικά συμφέροντα, εκπροσωπούμενα από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, πάνω στις υπερεθνικές ισορροπίες που με κόπο υποστηρίχθηκαν από την Επιτροπή. Δεν πρέπει επομένως να απορούμε που η δύναμη των εθνικών συμφερόντων μεταφράστηκε στην κυριαρχία των ισχυρότερων κρατών, μεταξύ των οποίων δεν βρήκε θέση η Ιταλία, λόγω του δημοσίου χρέους της. Άρα, από μια πλευρά υποφέραμε εξαιτίας μιας άθλιας πολιτικής λιτότητας, που υιοθέτησε τους κανόνες του Μάαστριχτ με «ανόητο» τρόπο (όπως επανέλαβα πολλές φορές και γι’ αυτό δέχτηκα πλήθος προσβολών) και, από την άλλη, οι μπελάδες πολλαπλασιάστηκαν εξαιτίας μιας ιταλικής πολιτικής που νόμιζε ότι ήταν δυνατό να αγνοηθούν εντελώς αυτοί οι κανόνες, ενώ, αντίθετα, ήταν δυνατό να ληφθούν υπόψη προκειμένου να γίνουν σεβαστά τα συμφέροντά μας. Παρόλο που δεν είναι πολύ ευχάριστο, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι πριν από δέκα χρόνια, όταν έφυγα από την κυβέρνηση, είχαμε κατορθώσει να μειώσουμε τη σχέση χρέους και ΑΕΠ μέχρι το επίπεδο που έχει σήμερα η Γαλλία. Θα ήταν τουλάχιστο δυνατό να μην αφεθεί να αυξηθεί μέχρι του σημείου να θεωρούμαστε το μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης.
Θεμελιώδης όρος επιβίωσηςΗ εκτίμηση για την ιστορία του ευρώ δεν μπορεί προφανώς να περιοριστεί μόνο σε μια ιταλική οπτική. Τα γεγονότα που ακολούθησαν, κυρίως εκείνα των τελευταίων χρόνων, μας αποδεικνύουν ότι χωρίς τον πυλώνα του ενιαίου νομίσματος (μαζί φυσικά με μια εξίσου ενιαία οικονομική πολιτική) εμείς οι ευρωπαίοι δεν θα έχουμε μέλλον. Η υπερεξουσία του δολαρίου και η άνοδος της Κίνας απλά μας περιθωριοποιούν. Στα είκοσι χρόνια από την εισαγωγή του, επομένως, το ευρώ παραμένει ένας θεμελιώδης όρος για την οικονομική και πολιτική μας επιβίωση. Ένας όρος για να έχουμε ακόμη ένα ρόλο στην ιστορία. Στην αρχή της νέας χρονιάς ευχόμαστε, λοιπόν, οι κυβερνήτες μας να είναι σε θέση να ερμηνεύσουν την ιστορία που μας βαραίνει.
Μετάφραση: Τόνια Τσίτσοβιτς