Πραγματική απελευθέρωση είναι η συμφιλίωση
Η συνθέτρια και ερμηνεύτρια Μαργαρίτα Χατζηνάσιου μας συστήνει το πρώτο της δισκογραφικό αποτύπωμα, αλλά και το alter ego της, Margo Nancyfor, το οποίο εκφράζει τη σχέση του καλλιτέχνη με τη δημιουργική του ενέργεια. Άγνωστη ακόμα στο ευρύ κοινό, αλλά αρκετά γνωστή στο χώρο της μουσικής και της επιστήμης έχει ήδη ξεκινήσει ξεχωριστή καριέρα στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Ελβετία.
Γεννήθηκε σε μουσική οικογένεια, το πιάνο και οι μελωδίες ήταν η καθημερινότητά της. Ήταν επόμενο λοιπόν από μικρή ηλικία να αρχίσει να σπουδάζει πιάνο, ενώ στα 14 χρόνια της άρχισε να γράφει τα πρώτα της τραγούδια, τα οποία αποτελούσαν το δικό της τρόπο να κωδικοποιεί δημιουργικά και να εκφράζει τα συναισθήματά της.
Με σοβαρές μουσικές σπουδές –ανώτερα θεωρητικά και ενορχήστρωση στο École normale de Paris και τη Schuola Cantorum στο Παρίσι– και ενώ ήδη είχε αρχίσει να συνθέτει για το θέατρο, την κέρδισε η επιστήμη της μουσικοθεραπείας. Με μεταπτυχιακό στη δημιουργική μουσικοθεραπεία από το New York University, δουλεύει με παιδιά και ενήλικες που αντιμετωπίζουν αναπηρίες, τυφλά παιδιά και παιδιά με καρκίνο στην Αθήνα, τη Γενεύη και τη Νέα Υόρκη. Είναι μέλος της Αμερικάνικης και Ελβετικής Ένωσης Μουσικοθεραπείας και έχει παρουσιάσει τη δουλειά της σε πολλά συνέδρια σε όλο τον κόσμο. Παράλληλα, διδάσκει Κλινικό Αυτοσχεδιασμό. Μίλησε στην «Εποχή» για τη δημιουργική της ενασχόληση με τη μουσική.
Τη συνέντευξη πήρεη Δέσποινα Αρκουλάκη Τι σας οδήγησε να επιλέξετε τη μουσική ως επάγγελμα;Μεγάλωσα μέσα στη μουσική, οπότε θα έλεγα ότι ήταν για μένα αναπόφευκτο να την διαλέξω ως επάγγελμα. Αν και η λέξη «επάγγελμα» ακούγεται λάθος στα αυτιά μου. Είναι περισσότερο ανάγκη πάρα δουλειά, με την καταναγκαστική έννοια «πρέπει να δουλέψω για να ζήσω». Αν δεν παίξω μουσική, δεν αισθάνομαι καλά. Αν δεν μελετήσω, τα δάχτυλά μου παραπονιούνται. Όταν χρειάστηκε να δουλέψω για να ζήσω, έκανα άλλες δουλειές, που όμως είχαν πάντα σχέση με τη μουσική, γιατί ακριβώς δεν ήθελα να κάνω πότε έκπτωση στον τρόπο που θέλω να εκφράζομαι καλλιτεχνικά.
Ποιο είναι το αγαπημένο σας κομμάτι πάνω στη δουλειά;Το αγαπημένο κομμάτι της δουλειάς μου θα έλεγα ότι είναι η ώρα της δημιουργίας. Ξεκινάω πάντα αυτοσχεδιάζοντας, χωρίς να ξέρω πού πάω και πού θα καταλήξω. Και όλα κάπως σαν να ξημερώνουν μέσα μου, οι μουσικές ιδέες έρχονται και κουμπώνουν με τα συναισθήματα και τα βιώματά μου. Είναι, κατά μια έννοια, πάντα μια αποκάλυψη. Με συγκινεί βαθιά αυτή η διαδικασία.
Έχετε κάποιους καλλιτέχνες ορόσημα που θαυμάζετε και έχουν ασκήσει επιρροή στο μουσικό σας εύρος;Νομίζω ότι τη μεγαλύτερη επιρροή στη μουσική μου σκέψη είχε η μουσική του πατέρα μου. Γαλουχήθηκα άλλωστε κυριολεκτικά μέσα σε αυτήν. Η μελωδική σκέψη, ο τρόπος που εναρμονίζει, ακόμα κι ο τρόπος που πατάει –όπως λέμε– στο πιάνο εμποτίστηκαν σιγά σιγά μέσα μου, πέρασαν μέσα από το δικό μου φίλτρο και γέννησαν, θέλω να πιστεύω, τη δική μου μουσική ταυτότητα. Είμαι πολύ ευγνώμων που είχα την τύχη να σπουδάσω άτυπα δίπλα του.
Οι σπουδές μου στην κλασική μουσική επηρέασαν επίσης βαθιά τον τρόπο γραφής μου καθώς και τα ακούσματα μου από πολύ νωρίς στην τζαζ μουσική. Δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω το γαλλικό chanson τα χρόνια των σπουδών μου. Συχνά μου λένε ότι η μουσική μου έχει ένα γαλλικό αέρα. Τι είναι η σύνθεση τελικά; Μια σειρά από επιλογές. Επιλέγουμε διαρκώς τη μια νότα μετά την άλλη, τη μια αρμονία μετά την άλλη, με τον ευγενή στόχο να αποτυπώσουμε σε μια συμβολική γλώσσα τα συναισθήματα μας. Κι οι επιρροές μας τελικά υποδεικνύουν σε ένα βαθμό τις επιλογές μας.
Ο Miles Davis είπε πως «κάποιες φορές χρειάζεσαι αρκετό καιρό για να είσαι σε θέση να ακούγεσαι σαν τον εαυτό σου». Βρίσκετε απόλυτα τον εαυτό σας μέσα στη μουσική σας;Αυτή η δήλωση, όπως την αισθάνομαι εγώ, έχει να κάνει και με αυτό που συζητούσαμε πριν, όσον αφορά τις επιρροές και κατά πόσο καταφέρνει κάνεις να τις αφομοιώσει μεν, να τις ξεπεράσει δε, ώστε να συναντήσει τον αυθεντικό μουσικό του εαυτό. Ο Miles Davis μιλάει εδώ για μια στιγμή απελευθέρωσης από στεγανά μουσικά, από την αυτοκριτική ή τη σύγκριση, από τις προσδοκίες και τα πρότυπα. Ταυτίζομαι αναμφίβολά με αυτή τη δήλωση, αλλά δεν μπορώ να πω ότι είμαι στο σημείο που έχω βρει απόλυτα τον εαυτό μου κατ’ αυτήν την έννοια. Τον ψάχνω όμως συνεχώς με απόλυτη συνείδηση. Η πραγματική απελευθέρωση συνήθως συμβαίνει όχι όταν επαναστατούμε ενάντια σε κάτι, άλλα όταν συμφιλιωνόμαστε με αυτό για να μπορέσουμε να το αφήσουμε πίσω. Εγώ θα έλεγα είμαι στη διαδικασία συμφιλίωσης.
Δανείζομαι τους στίχους από το τραγούδι του άλμπουμ σας με τίτλο «Μια ιστορία»: Μια ιστορία λέω για εμένα και έμεινα νά ’μαι ο αναγνώστης, ο συνωμότης και ο όμηρος της. Τι θα λέγατε σε κάποιον που αισθάνεται εγκλωβισμένος μέσα στη δίκη του ιστορία;Το τραγούδι αυτό για μένα είναι ένα τραγούδι ελπίδας. Η στιγμή που παραδεχόμαστε, αποδεχόμαστε την αλήθεια μας. Λέει ο στίχος: Δεν είμαι εγώ η ιστορία αυτή. Γι’ άλλο έχω γεννηθεί. Σίγουρα δεν είναι εύκολο, αλλά είναι υποφερτό, να κρυφτούμε πίσω από μια μάσκα ή μια ιστορία και να καταπιούμε τα όνειρά μας, τα θέλω μας, το δυναμικό μας, τα πιστεύω μας ή ό,τι άλλο είναι σημαντικό για τον καθένα. Κι εμπεριέχει σίγουρα πολύ πόνο η στιγμή που θα έρθουμε αντιμέτωποι με τον εαυτό μας, με το χαμένο χρόνο, με το τραύμα κι ό,τι κρύβεται μέσα σε αυτό για να πάρουμε πίσω τα «δώρα». Αυτό που πολλοί ονομάζουνε αλλαγή είναι στην ουσία επιστροφή στον εαυτό. Δεν αλλάζουμε, επιστρέφουμε. Όπως ο Οδυσσέας στην Ιθάκη του. Αλλά για να φτάσουμε, χρειάζεται να περάσουμε μέσα από πολλές προκλήσεις. Δεν πιστεύω στις συμβουλές, ευχή έχω μόνο: η παράσταση «Stories of Margo», που ετοιμάζω με τους συνεργάτες μου και που μιλάει ουσιαστικά για αυτό, για τη συνάντηση με το δυναμικό μας, με τον αυθεντικό εαυτό, να αναμοχλεύσει όσους είναι έτοιμοι για επιστροφή στην αλήθεια τους.
Από την απόλυτη μοναξιά της δημιουργίας, στην απόλυτη έκθεση και μοίρασμα με τον κόσμο. Πώς βιώσατε την πρώτη ζωντανή εμφάνιση το Μάιο στη Γενεύη; Δεδομένου ότι το κοινό σας ήταν επί το πλείστoν άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν την ελληνική γλώσσα, έγινε η μουσική σας αφορμή για να γεφυρωθεί το χάσμα πολιτισμών;Ήταν ένα στοίχημα για μένα η Γενεύη. Από τη μία, να μοιραστώ μια προσωπική ιστορία στα αγγλικά, ενώ τραγουδάω στα ελληνικά και, από την άλλη, να «εκτεθώ» επί σκηνής. Όποτε ένοιωθα αμφιβολία κοιτούσα τους μουσικούς μου κι ήξερα ότι όλα θα πάνε καλά. Μπορώ να πω ότι είμαι πολύ ικανοποιημένη από την αποδοχή του κόσμου. Όταν η μουσική και η έκφραση έρχονται από το κέντρο της καρδιάς, τότε δεν έχει σημασία σε τι γλώσσα τραγουδάς. Το συναίσθημα μπορεί να μεταδοθεί ατόφιο μέσα από τη μουσική και από τη φωνή. Άλλωστε είναι γνωστό πως η επικοινωνία λίγο έχει να κάνει με το λόγο. Πόσω μάλλον στη μουσική.
Ποσό καθοριστική θεωρείτε τη σύσταση της ομάδας στο αποτέλεσμα της μουσικής σας;Η αλήθεια είναι ότι παιδεύτηκα αρχικά να βρω τους σωστούς συνεργάτες για να μπω στο στούντιο να ηχογραφήσω το άλμπουμ. Όταν τους βρήκα, όμως, όλα κύλησαν πολύ γρήγορα. Ο παραγωγός μου, θρύλος πια, Ron Staint Germain, με έφερε σε επαφή με τον υπέροχο τσελίστα και ενορχηστρωτή Dave Eggar. Με τον Dave είχαμε αμέσως μια εκπληκτική χημεία, που δεν χρειαζόταν να πούμε πολλά. Ήξερε ακριβώς τι ήθελα να ακούσω και μπορούσε να μου το δώσει. Η εμπειρία να παίζω μαζί του και με τους μουσικούς που έφερε στο στούντιο ήταν μοναδική εμπειρία. Τώρα, μαζί με τον Dave, και κάποιους από τους μουσικούς που συμμετείχαν στο άλμπουμ, παίζουμε στην κονσεπτική περφόρμανς «Stories of Margo», για όσο μας το επιτρέπει το πρόγραμμα τους. Σίγουρα μοιραζόμαστε τα ίδια ιδανικά. Έχουν καταλάβει βαθιά την παράσταση και το μήνυμα της και το υποστηρίζουν, ενώ επιπλέον μας αρέσει να παίζουμε μαζί: Ανυπομονώ να τους ξανασυναντήσω στη σκηνή το Φεβρουάριο στο Άμστερνταμ.