Δεν είναι το πιο ευχάριστο για μια αριστερή κοινοβουλευτική ομάδα να ψηφίζει υπέρ της ένταξης ενός νέου μέλους στο ΝΑΤΟ, όταν μάλιστα το κόμμα στο οποίο ανήκει, επιδιώκει τη διάλυση της Ατλαντικής Συμμαχίας και ένα σύστημα ασφάλειας στην Ευρώπη που θα βασίζεται στη μείωση των εξοπλισμών –αυτό επιδιώκει προγραμματικά ο ΣΥΡΙΖΑ. Τι συμβαίνει λοιπόν; Συμβαίνει ότι με τη σύμπτωση δύο κυβερνήσεων στην Ελλάδα και τη Βόρεια Μακεδονία που επιθυμούν να θάψουν ένα δυσάρεστο και παράλογο παρελθόν, μαζί με την επιδίωξη της Βόρειας Μακεδονίας να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και μαζί με την επιδίωξη των ΗΠΑ και των ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών να στερήσουν τη Ρωσία από πιθανούς συμμάχους, με όλο αυτό το σύμπλεγμα λοιπόν, έγινε δυνατόν να λυθεί ένα πρόβλημα που, αν και παράλογο, δηλητηρίαζε για δεκαετίες την πολιτική ζωή στη χώρα μας (αλλά και στη Βόρεια Μακεδονία –οι αναγνώστες διαπίστωσαν ήδη πόσο μου αρέσει να το γράφω) και αποσταθεροποιούσε μια περιοχή –τα Βαλκάνια– με ταραγμένη και αιματηρή ιστορία. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η ουσία του ζητήματος και γι’ αυτό το λόγο η επίλυση είναι από τα μεγάλα κατορθώματα του ΣΥΡΙΖΑ: έβαλε στην άκρη ένα συστατικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του, διακινδύνεψε να στερηθεί την υποστήριξη πολλών ανθρώπων που τον ψήφισαν, αλλά παραμένουν υπό την επιρροή της τρέλας του εθνικισμού, ρίσκαρε την ίδια την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και κέρδισε.
Το κέρδος για την Ελλάδα, τα Βαλκάνια και την Ευρώπη είναι η σταθερότητα, για την Ελλάδα, και τη Βόρεια Μακεδονία είναι και η εξομάλυνση της εσωτερικής πολιτικής τους ζωής. Όσο και αν φωνάζουν οι εθνικιστές, όσο και αν η αντιπολίτευση, από τα δεξιά και από τα αριστερά (το τελευταίο σχηματικά, γιατί στο ΚΚΕ διακρίνουμε όλο και λιγότερη αριστεράδα) προσπαθεί καιροσκοπικά να κερδίσει πολιτικούς πόντους, το γεγονός έχει συντελεστεί και ήδη επιδρά. Οι διαφοροποιήσεις μέσα στη Βουλή, αλλά και εκτός Βουλής, μέχρι το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας, είναι στοιχεία της εξομάλυνσης: όσοι διαφοροποιούνται δεν έγιναν ΣΥΡΙΖΑ, ανάσαναν λίγο πιο ελεύθερα. Όσο γρηγορότερα το αντιληφθούν οι πολιτικές ηγεσίες τόσο το καλύτερο για τα κόμματά τους. Διαφορετικά θα είναι κόμματα του παρελθόντος.
Η δύσκολη θέση της αντιπολίτευσηςΓια την αστική αντιπολίτευση το πρόβλημα, εκτός από την αναχρονιστική προσκόλληση σε εθνικιστικές φαντασιώσεις, είναι ότι την εβδομάδα που πέρασε, στη συζήτηση για την κύρωση του πρωτοκόλλου ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, ήρθε σε διάσταση με τα ιερά και όσια της φυσιογνωμίας της: με την πρόσδεσή της στον ατλαντισμό. Όχι πως ΝΔ και ΠΑΣΟΚ (να μιλάμε για ΚΙΝΑΛ και ανασύσταση του πολιτικού κέντρου είναι μάλλον ανέκδοτο) έγιναν ξαφνικά αντιιμπεριαλιστικά κόμματα. Το βλέπουμε, άλλωστε, στην υποστήριξή τους της ξένης επέμβασης στη Βενεζουέλα. Όμως αναγκάστηκαν, για να δείξουν μια συνέπεια στην αντιπολιτευτική τους τακτική, να εγκαταλείψουν πάγιες θέσεις τους. Πόσο υποκριτική είναι αυτή η στάση, φαίνεται αν συγκρίνουμε την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ με την προγενέστερη της Αλβανίας, με την οποία η Ελλάδα έχει επίσης προβλήματα. Αυτά δεν προβλήθηκαν και βέβαια δεν λύθηκαν όταν γίνονταν οι σχετικές διαπραγματεύσεις.
Για το ΚΚΕ το πρόβλημα είναι η διολίσθησή του σε εθνικιστικές θέσεις. Αν η επιχειρηματολογία του είχε περιοριστεί στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, πάλι λάθος θα ήτανε, θα μπορούσε όμως να γίνει κατανοητή. Η υιοθέτηση του επιχειρήματος των εθνικιστών για «τη γλώσσα και την εθνικότητα» είναι εγκατάλειψη της ιστορίας του ελληνικού εργατικού κινήματος και του ελληνικού κομμουνισμού, ο οποίος γεννήθηκε στη σύγκρουση με τον εθνικισμό τα χρόνια της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Είναι όμως και προσβολή της σύγχρονης ιστορίας του. Γιατί στελέχη του δέχτηκαν τη δολοφονική επίθεση εθνικιστή στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Από αυτούς τους ανθρώπους ζει σήμερα μόνο ένας, ο Γιάννης Θεωνάς. Τι σημασία έχει που τώρα είναι βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ; Όταν αποπειράθηκαν να τον δολοφονήσουν ανήκε στην ηγεσία του ΚΚΕ. Αν μάλιστα αληθεύει ότι, όπως γράφτηκε, ο σημερινός γραμματέας του ΚΚΕ τότε είχε διαφωνήσει με την αντιεθνικιστική στάση του κόμματός του, τότε ίσως η βλάβη είναι μόνιμη.
Στον πολιτικό χώρο μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Δημοκρατίας, το μακεδονικό δημιούργησε μια νέα κατάσταση, ορθότερα: ενίσχυσε μια τάση απαγκίστρωσης από την πρόσδεση της ηγεσίας του ΚΙΝΑΛ στην πολιτική Μητσοτάκη που προϋπήρχε. Αυτή η εξέλιξη είναι ακριβώς εκείνο που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε επισημάνει στο τελευταίο του συνέδριο ως αναγκαίο για την πολιτική της Αριστεράς. Δεν επήλθε κυρίως με πολιτικούς χειρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά με την εφαρμογή της πολιτικής του και ως εκ τούτου μπορεί να αποκτήσει μονιμότερα χαρακτηριστικά, αν υπάρξουν τώρα πολιτικοί χειρισμοί που θα την υποβοηθήσουν.
Ωστόσο, για τον ίδιον τον ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Δεν εννοώ άλλες δυσκολίες της πολιτικής του και της εκλαΐκευσής της. Εννοώ ότι το «άφησε στην άκρη ένα συστατικό στοιχείο της φυσιογνωμίας του» που αναφέρεται παραπάνω, μπορεί να επιδράσει στην ίδια τη φυσιογνωμία του και να τη μεταλλάξει.
Ο κίνδυνος για τον ΣΥΡΙΖΑΗ πολιτική του δημοκρατικού δρόμου για το σοσιαλισμό απαιτεί να πολιτεύεται το κόμμα της Αριστεράς στο πλαίσιο που θέτει η υφιστάμενη κατάσταση: εν προκειμένω να ψηφίζει η κοινοβουλευτική του ομάδα σε μια συγκεκριμένη στιγμή υπέρ της διεύρυνσης, δηλαδή υπέρ της ενίσχυσης, μιας δολοφονικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας. Εδώ η ηγεσία του κόμματος χρειάζεται να πάρει μέτρα, ώστε να είναι απολύτως σαφές για ποιον λόγο το κάνει και ότι αυτό δεν αλλάζει την εκτίμησή του για το ρόλο του ΝΑΤΟ, για τον ανταγωνισμό Δύσης-Ρωσίας-Κίνας και για τη στάση της Αριστεράς. Το ίδιο ισχύει για τις συμμαχίες και τις συνεργασίες. Είναι αναμφίβολο ότι οι σύμμαχοι και οι συνεργάτες που κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως τον τελευταίο χρόνο, θα επιδιώξουν να τον σύρουν σε δικές τους θέσεις –κι αυτό είναι φυσικά απολύτως θεμιτό. Αν προσπαθήσει να αντιμετωπίσει αυτόν τον κίνδυνο σαν τον σκαντζόχοιρο, μπορεί να πετύχει ιδεολογικά –να μείνει δηλαδή «καθαρός», αλλά θα αποτύχει πολιτικά. Αν πάλι δεν διακρίνει τον κίνδυνο, μεθυσμένος που βγαίνει από την πολιτική απομόνωση, που σπάει την «υγειονομική ζώνη» την οποία θέλησε να επιβάλει η αστική αντιπολίτευση, τότε μπορεί να πετύχει πολιτικά με κόστος να πάψει πια να είναι κόμμα της Αριστεράς και σταδιακά να πάθει ό,τι έπαθε η σοσιαλδημοκρατία –δηλαδή εντέλει να αποτύχει και πολιτικά.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος