Η επίσημη επίσκεψη του έλληνα πρωθυπουργού στη γειτονική Τουρκία, αμέσως μετά την κύρωση της συμφωνίας των Πρεσπών, έδωσε την ευκαιρία στην πλειονότητα των αναλυτών να μιλήσουν για διαφορετικό κλίμα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά από μια περίοδο εντάσεων. Με καταλύτη τη δεδομένη διάθεση αλλαγής κλίματος από την πλευρά της Αθήνας, που φαίνεται ότι συναντάει αυτή την ώρα ανάλογη διάθεση από την πλευρά της Άγκυρας.
Αν και τα προβλήματα και οι πηγές των εντάσεων δεν έπαψαν να υπάρχουν, αυτό που εκτιμάται ότι άλλαξε και από τις δύο πλευρές είναι η διάθεση για την επανεγκατάσταση διαύλων άμεσης επικοινωνίας, η θέληση για επανένταξη των συζητήσεων σε επίπεδο υπουργών Άμυνας και Εξωτερικών για την προώθηση της επίλυσης υπαρκτών ζητημάτων, καθώς και η απόφαση για την αναζωογόνηση της διαδικασίας μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, που για πολλά χρόνια έχουν παγώσει.
Στην ατζέντα που διαμορφώθηκε κατά την επίσκεψη, περιλαμβάνεται και ο στόχος τής επανάληψης του διαλόγου για την επίλυση του Κυπριακού, που έχει συνδεθεί με τους γενικότερους ενεργειακούς σχεδιασμούς, από τους οποίους η Τουρκία κινδυνεύει να απομονωθεί με δική της υπαιτιότητα. Παρά τα επιφαινόμενα, η Ελλάδα, με τον αναβαθμισμένο ρόλο της στην Ευρώπη και στην περιοχή της ΝΑ Μεσογείου, μπορεί να λειτουργήσει ως δίαυλος άρσης αυτού του κινδύνου.
Η αντιπολίτευση, με προεξάρχουσα τη ΝΔ, προτίμησε να δει την επίσκεψη στην Τουρκία μέσα από το γνώριμο πια παραμορφωτικό πρίσμα της τυφλής αντιπολίτευσης, ξεκόβοντας ακόμα κι από τη δικιά της παράδοση διπλωματικού ρεαλισμού. Κατηγορώντας την κυβέρνηση μονότονα για έλλειψη προετοιμασίας και αφήνοντας υπονοούμενα για επικίνδυνες παραχωρήσεις, κατά τα πρότυπα της στάση της απέναντι στη συμφωνία των Πρεσπών, φαίνεται να εμμένει σε μια εξωτερική πολιτική αδράνειας και αποφυγής της επίλυσης διμερών και διεθνών προβλημάτων, που χρονίζουν και συχνά κακοφορμίζουν.