Του Πέτρου Λινάρδου ΡυλμόνΟι πολιτικές εξελίξεις στην Ισπανία φαίνεται να προσφέρουν ένα επιπλέον επιχείρημα υπέρ της επιλογής του ΣΥΡΙΖΑ που επιδιώκει τη συμμαχία με τα στελέχη και τον κόσμο της κεντροαριστεράς. Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις δίνουν ένα 33,3% στο PSOE (σοσιαλιστικό κόμμα) που μαζί με το 14,5% των Unidos Podemos, φθάνει το πολύ σημαντικό 47,8%. Δικαιώνεται πριν απ’ όλα η υποστήριξη από τους Podemos της κυβέρνησης των σοσιαλιστών, η οποία πήρε σοβαρά φιλολαϊκά μέτρα, και προκύπτει έτσι η πολύ πιθανή δυνατότητα διαμόρφωσης μιας αριστερής πλειοψηφίας μετά τις εκλογές της 28ης Απριλίου.
Υπάρχουν και άλλα κοινά χαρακτηριστικά των δύο χωρών σε ό,τι αφορά την οικονομική και κοινωνική κατάσταση. Στην Ισπανία οι ανισότητες έχουν διατηρηθεί σε σοβαρά επίπεδα, με λ.χ. 23% φτωχούς μεταξύ των μερικώς απασχολούμενων, μια μεσαία τάξη που δεν έχει επανακτήσει τις απώλειες λόγω της κρίσης, ενώ φέτος παρατηρείται για πρώτη φορά μετά το 2013 μια πτώση της βιομηχανικής παραγωγής λόγω της επιβράδυνσης της ανάπτυξης στην Ευρώπη και της αντίστοιχης επιβράδυνσης στην Κίνα. Γνωρίζουμε βέβαια ότι, παρά τις κατά καιρούς θριαμβολογίες για την επιστροφή της ανάπτυξης, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπαράγει μεγάλες ανισότητες, παρά τα μέτρα κοινωνικής πολιτικής, ενώ η κυβέρνηση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια εχθρική επιχειρηματική τάξη και ένα αδρανές τραπεζικό σύστημα, σε μια φάση επιβράδυνσης της ευρωπαϊκής ανάκαμψης.
Κοινωνική συμμαχία ή συμμαχία πολιτικών δυνάμεων;Στην Ελλάδα όπως και στην Ισπανία δεν βρισκόμαστε μόνο αντιμέτωποι με πολιτικές δυνάμεις της δεξιάς που υποστηρίζουν τον νεοφιλελευθερισμό (και πολύ καθαρά το “δικαίωμά’ τους στη διαφθορά), αλλά και με ένα διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα που – κατά κοινή ομολογία – δεν έχει βγει από την κρίση και απειλείται από μια επανάληψή της, και με τάξεις κεφαλαιούχων και τραπεζιτών που αρνούνται κατηγορηματικά οποιαδήποτε λογική νέου κοινωνικού συμβολαίου, την οποία υπαινίσσονται στην πραγματικότητα οι διακηρύξεις των συμμαχιών αριστεράς και κεντροαριστεράς. Μιας κεντροαριστεράς της οποίας τα στελέχη, ακόμα κι αν δεν έχουν καμία σχέση με τη διαφθορά, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ισπανία, έχουν διαχειριστεί για μακρά χρονικά διαστήματα νεοφιλελεύθερες πολιτικές, παρακολουθώντας και τις επιπτώσεις τους.
Δεν υπάρχει βέβαια αμφιβολία ότι ο κόσμος της κεντροαριστεράς, είναι σε μεγάλο βαθμό λαϊκός κόσμος με ανάγκες και ευαισθησίες που μπορούν να συνυπάρξουν με τις αντίστοιχες ευαισθησίες του κόσμου της Αριστεράς. Μια τέτοια όμως συμμαχία που είναι πλέον μια κοινωνική συμμαχία και όχι απλά μια συμμαχία πολιτικών δυνάμεων και στελεχών, χρειάζεται για να επιτύχει τους στόχους της και να διευρυνθεί, να κάνει στρατηγικές και πολιτικές επιλογές, που να ξεπερνούν τη φτωχή αναπαραγωγή σοσιαλδημοκρατικών οραμάτων, τα οποία στην πραγματικότητα κανείς στην Ελλάδα δεν επιχείρησε ποτέ να κάνει πράξη. Ο καπιταλισμός γενικά και ο καπιταλισμός στην Ελλάδα ειδικότερα, έχει πλέον ξεπεράσει το στάδιο της αναπαραγωγής του με “κοινωνικό πρόσωπο”.
Συμμαχίες διαρκείαςΑυτή η διαπίστωση δεν σημαίνει οτι πρέπει να επιστρέψουμε σε “αντικαπιταλιστικές” διακηρύξεις, αλλά ότι είναι αναγκαίο για να ενισχύσουμε και να εδραιώσουμε συμμαχίες των λαϊκών τάξεων, τις κοινωνικές συμμαχίες που μπορούν να στηρίξουν με διάρκεια την Αριστερά και τις πολιτικές της συνεργασίες, να επιτύχουμε ρωγμές και μεταβατικές νησίδες στο παρακμασμένο καπιταλιστικό καθεστώς, με στόχο το ξεπέρασμά του, χωρίς να εξαφανιστεί ο ιδιωτικός τομέας, αλλά με την υιοθέτηση θεσμικών μεταρρυθμίσεων που εξασφαλίζουν την φροντίδα της κοινωνίας, της οικονομίας και του περιβάλλοντος, τομείς που έχουν όλοι πληγεί από την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού.
Η εμπειρία έχει δείξει ότι τα εμπόδια που μπορούν ακόμα να βάλουν οι δανειστές, σε σχέση με σημαντικές θεσμικές μεταρρυθμίσεις και αποφάσεις πολιτικής, είναι κατά κύριο λόγο συνάρτηση της άποψης ότι θα συμβάλουν στην απώλεια του ελέγχου της οικονομίας σε σχέση με τις δεσμεύσεις που αφορούν την εξυπηρέτηση του χρέους. Μεταρρυθμίσεις όμως που αφορούν τον πραγματικό σχεδιασμό των επενδυτικών επιλογών για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, τη δημιουργία θεσμικού πλαισίου για την τοπική και περιφερειακή ανάπτυξη με καθοριστικό ρόλο του δημόσιου τομέα, τον ουσιαστικό έλεγχο προς όφελος της οικονομίας ενός τραπεζικού συστήματος που έχει και πάλι γενναιόδωρα επιδοτηθεί μέσω της αναβολής των πληρωμών φόρων, την εφαρμογή αποτελεσματικών πολιτικών ανάπτυξης της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας και των συνεταιρισμών στην αγροτική οικονομία, είναι επιλογές που μπορούν να ενταχθούν σε στρατηγικούς στόχους της Αριστεράς, χωρίς να έρθουν σε σύγκρουση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, από τη στιγμή κυρίως που θα είναι προφανές οτι θα ενισχύσουν την παραγωγική ικανότητα και τις μακροοικονομικές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας.