Η ταξική πάλη στη σφαίρα των απεικονίσεων Η θετικιστική προσέγγιση του πολιτικού χάρτη ή φάσματος, προτείνει τη γραμμική διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, από την ακροδεξιά έως την άκρα αριστερά. Επιμένει να μας υποβάλει να αποδεχτούμε το σχήμα πολιτικού χάρτη (βλ. σχεδιάγραμμα), ως πρότυπο ερμηνείας πολιτικής συμπεριφοράς και, ταυτόχρονα, να υποβιβάσει την ιστορία σε μια αλληλουχία ή διαδοχή κυβερνητικών σχημάτων.
Το δεξί άκρο του φάσματος καταλαμβάνουν οι φονταμεταλιστές και οι ναζιστές, ακολουθούν οι ακροδεξιοί, η φιλελεύθερη δεξιά, η κεντροδεξιά ή λαϊκή δεξιά, το κέντρο, η κεντροαριστερά, η ριζοσπαστική αριστερα, η κομμουνιστική αριστερά και οι αντιεξουσιαστές και εξτρεμιστές της αριστεράς. Φυσικά υπάρχουν και αποχρώσεις. Λόγω της απλότητας και του εύληπτου του μονοδιάστατου σχήματος, είναι αλήθεια ότι σχεδόν τα καταφέρνει. Ένας βασικός λόγος είναι ότι αυτό το φάσμα το παρατηρούμε, υπάρχει. Δεν είναι όμως δυνατό να εξηγήσουμε την ιστορία και τις κοινωνίες με βάση αυτό.
Οι κινητήριες δυνάμεις της κοινωνίας βρίσκονται στη σφαίρα του τρόπου παραγωγής. Αυτές οι δυνάμεις (κεφάλαιο - εργασία) συγκρούονται μεταξύ τους και είναι η αιτία της ιστορίας, της εξέλιξης των κοινωνιών. Πολύς κόσμος της εργασίας, αλλά και του κεφαλαίου, έχει υιοθετήσει αυτό το σχήμα πολιτικής ανάλυσης - χάρτη. Κριτήρια αυτής της κατάταξης, προτείνονται να είναι, η πίστη στην ιδιωτική πρωτοβουλία, σε αντίθεση με τον κρατικό σχεδιασμό, και η αποδοχή του συστήματος της αστικής δημοκρατίας, εν ολίγοις ο κοινοβουλευτισμός. Το σχήμα αυτό λειτουργεί υπέρ του συστήματος, ακριβώς επειδή στοχεύει στον εξοστρακισμό του ιστορικού υλισμού. Προβάλλεται ως κάτι αιώνιο που περιλαμβάνει όλες τις δυνατές πολιτικές καταστάσεις, ως μια συνεχής μετάβαση από τη δεξιά στην αριστερή άκρη και αντίστροφα.
Η χρηστικότητά του για το αστικό σύστημα έγκειται στο ότι ο καθένας προσπαθεί να αναγνωρίσει πού ακριβώς τοποθετείται και αναλόγως πράττει. Έτσι ένα ιδεατό κατασκεύασμα καταφέρνει να επιβάλει σχεδόν οντολογικά χαρακτηριστικά στην πολιτική τοποθέτηση και συμπεριφορά του καθενός. Το «εγώ είμαι δεξιός από τα γεννοφάσκια μου» ή το «εγώ προέρχομαι από αριστερή οικογένεια», αντικαθιστά την ταξική καταγωγή του καθενός, δεν του επιτρέπει να συμπεριφερθεί με βάση την ταξική του τοποθέτηση, αλλά τον αδρανοποιεί ή στην καλύτερη περίπτωση, όταν συμμετέχει σε ταξικούς αγώνες, το κάνει εθιμοτυπικά. Βλέπουμε μέλη του ΚΚΕ, που συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις να σηκώνουν πανό όπως περίπου μια γιαγιά ανάβει κερί στην εκκλησία. Αντίστοιχα βλέπουμε ακτιβιστές των δικαιωμάτων να αφιερώνουν απόλυτα τη ζωή τους σε αυτό. Γεννιέται έτσι ένας αναχωρητισμός που καμιά φορά μπορεί και να είναι βοηθητικός αλλά, κατά κύριο λόγο, δεν βοηθά στη συγκέντρωση των δυνάμεων της ταξικής πάλης.
Απόκρυψη της πραγματικής εικόνας Από την άποψη της πολιτικής εκπροσώπησης, το εν λόγω σχήμα ενισχύει την αυτονόμηση της εκπροσώπησης από την ταξική θέση του καθενός. Κατακερματίζεται, έτσι, η πολιτική εκπροσώπηση, δεν επιτρέπεται ή στην καλύτερη περίπτωση εμποδίζεται η συνεργασία (ακόμη και βραχύβια) διαφορετικών κλασμάτων του κατ’ επίφαση πολιτικού φάσματος. Έτσι ο κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός δεν αμφισβητείται σοβαρά και φαίνεται να είναι αιώνιος. Αποκρύπτεται η πραγματική εικόνα της κοινωνίας, (1% το κεφάλαιο και τα golden boys, και 99% το πρεκαριάτο και ο κόσμος της εργασίας) και κυρίως η κατανομή του πλούτου, που είναι συντριπτικά υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου. Έτσι ένας εξαιρετικά διχασμένος πραγματικός κόσμος, με τεράστιες ανισότητες στην κατανομή του πλούτου, προβάλλεται ή απεικονίζεται σε έναν πολιτικό χάρτη που απεικονίζει βαθμιαίες μεταβολές, αντί για αβυσσαλέα χάσματα.
Το σύστημα του πολιτικού διπολισμούΗ ανάγκη του ακραία επιθετικού μετεμφυλιακού κράτους να μετεξελιχτεί μετά την κατάρρευση της χούντας το 1974, επέβαλε την αναγκαία στροφή προς το κέντρο και δημιούργησε το πολιτικό σύστημα της μεταπολίτευσης. Δεν ήταν δυνατή πλέον η επιβίωση του κράτους των δοσιλόγων, όπου το να είσαι αριστερός ήταν ποινικό αδίκημα. Η νομιμοποίηση των κομμάτων της Αριστεράς, ήταν αναγκαίο να αντισταθμιστεί με μια νέα θωράκιση του πολιτικού συστήματος. Υιοθετήθηκε το σύστημα του πολιτικού διπολισμού (ή δικομματισμού), με τον ένα πόλο, το συντηρητικό κυρίαρχο τότε, να προτείνει ένα σχετικά φιλελεύθερο Σύνταγμα, αλλά με την ενισχυμένη αναλογική, να μην επιτρέπει παρεκκλίσεις πέραν της υπό διαμόρφωση κεντροαριστεράς και της λεγόμενης κεντροδεξιάς. Αυτό το σύστημα οδήγησε σε μια κυριαρχία της ΝΔ στο συντηρητικό πόλο και του ΠΑΣΟΚ στον προοδευτικό. Δεν υπήρχε ηγεμονία του διπολικού σχήματος επειδή οι κινητοποιήσεις ήταν σε άνοδο, παρά την προσπάθεια αποπροσανατολισμού τους από το ΠΑΣΟΚ, δεν υπήρχε αποδοχή από τον κόσμο της εργασίας, αλλά, συνοδευόμενο με ένα σύστημα διαφθοράς παροχών και εξυπηρετήσεων, ήταν κυρίαρχο. Αυτό το έλλειμμα ηγεμονίας του δικομματικού συστήματος, αποδιδόταν από διάφορους αναλυτές στην ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς (τουλάχιστο στο πολιτιστικό πεδίο), πράγμα που επίσης δεν ήταν αληθές. Η Αριστερά ήταν κυριαρχούμενη δύναμη και το σύστημα την κρατούσε καθηλωμένη συνολικά σε ένα 10% με διακυμάνσεις.
Κρίση πολιτικής εκπροσώπησηςΠολύ γρήγορα η προοδευτικότητα του ΠΑΣΟΚ εξαερώθηκε από την κρατικοποίησή του και στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ’90, συντελέστηκε η πλήρης υιοθέτηση της νεοφιλελεύθερης ατζέντας και από τα δύο κυρίαρχα κόμματα. Αρχίζει έτσι η περίοδος της κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης, με εμφανή την αναντιστοιχία ανάμεσα στα κυρίαρχα κόμματα και τις κοινωνικές ανάγκες. Παρόλα αυτά, οι αδράνειες του παρελθόντος και οι λεγόμενες «διευρύνσεις» επιτρέπουν, στον δήθεν πλέον προοδευτικό πόλο, να παραμένει στο παιγνίδι εναλλαγής της κυβερνητικής εξουσίας.
Η χρηματοπιστωτική κρίση της πρώτης δεκαετίας του αιώνα που διανύουμε ανέδειξε τα αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού. Η κυριαρχία του, όμως, σε πλανητική κλίμακα του επέτρεψε να φορτώσει τα σπασμένα της κρίσης στον κόσμο της εργασίας, που δήθεν ζει πάνω από τις δυνάμεις του, και όχι στον πραγματικό φταίχτη, τις τράπεζες και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Η Ελλάδα με τα υψηλά ελλείμματα και το υψηλό χρέος, προσφέρει μια ιδανική ευκαιρία ενός πειράματος κοινωνικής δυναμικής, να προταθούν δηλαδή κάπως δικαιολογημένα ή καλύτερα συγκεκαλυμένα, ακραία επιθετικές πολιτικές, απέναντι στην εργασία. Ταυτόχρονα, το 90% του δικομματισμού έδινε την εντύπωση ότι μάλλον ήταν ένα ασφαλές πεδίο εφαρμογής τέτοιων ακραία επιθετικών προς την εργασία «λύσεων».
Ένα αποφασιστικό βήμαΈπεσαν έξω. Στις εκλογές του Μάη του 2012, το ποσοστό του δικομματισμού κατέγραψε κάτω από το 30% και ο όρος Pasokification, σε παγκόσμια κλίμακα, δηλώνει διεθνώς την κατάρρευση σοσιαλδημοκρατικής ενσωμάτωσης στο νεοφιλελευθερισμό. Για πρώτη φορά, μετά την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού σε παγκόσμιο επίπεδο, ο κόσμος της εργασίας κάνει ένα αποφασιστικό βήμα, βγαίνει πέρα από τα όρια του δικομματισμού και ενισχύει τη ριζοσπαστική αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ. Όταν κέρδισε μάλιστα τις εκλογές του 2015, η εκλογική του επιρροή εκτοξεύτηκε σε ποσοστά ανήκουστα για την Αριστερά. Στο εθνικό πεδίο ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε ακαταμάχητος, φαινόταν ότι θα μπορούσε να ξεπεράσει τα ποσοστά της Ένωσης Κέντρου το ’64 ή του Καραμανλή το ’74. Όμως στο διεθνές πεδίο ήταν απελπιστικά μόνος και το δίλημμα συμβιβασμός - προσωρινή αποδοχή ήττας, ή αυτοκτονία - παραίτηση και στρατηγική ήττα της ριζοσπαστικής αριστεράς, είχε μόνο μια απάντηση. Η άλλη απάντηση, του μοναχικού δρόμου, που πίστεψαν πολλοί σύντροφοί μας, δεν προκρίθηκε από τον (επίσης απογοητευμένο) ελληνικό λαό. Προφανώς επειδή μια τέτοια εκδοχή είναι, τουλάχιστον στην παρούσα φάση, αδύνατη.
Μέχρι το 2011, το θετικιστικό αποτύπωμα το πολιτικού χάρτη ήταν κυρίαρχο. Πρώτη φορά αμφισβητήθηκε σοβαρά το 2012, όταν ο κόσμος της εργασίας καταδίκασε το δικομματισμό ως φορέα του μνημονίου. Το δίπολο μνημονιακές - αντιμνημονιακές πολιτικές δυνάμεις κυριάρχησε και επέτρεψε την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τη σταθερότητα μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης για τέσσερα περίπου χρόνια, παρά το συμβιβασμό του 2015 και τα εφαρμοστικά μέτρα του τρίτου μνημονίου. Η υποχώρηση του διπόλου μνημόνιο - αντιμνημόνιο αφήνει ανοικτό ένα πεδίο. Θα κυριαρχήσει ξανά η ανάλυση του πολιτικού χάρτη που επηρεάζει ακόμη και αριστερούς ή θα πάμε σε ένα νέο δίπολο που προσεγγίζει περισσότερο την πραγματική εικόνα της κοινωνίας, πρόοδος - συντήρηση ή Δεξιά - Αριστερά;
Το στοίχημά μαςΗ επιλογή της τακτικής θα κρίνει πολλά. Για παράδειγμα, αν η ευρωπαϊκή αριστερά θεωρήσει ως κύριο στόχο της την απόκρουση του ακροδεξιού κινδύνου και όχι του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και την ανατροπή των θεσμών της ΕΕ που τον επιβάλουν, ενισχύει την επαναφορά του θετικιστικού προτύπου. Μάλλον θα είναι χαμένη, επειδή θα δυσκολευτεί να κερδίσει τις εκλογικές μάχες στο εθνικό πεδίο, αφού με κυρίαρχο τον πολιτικό χάρτη το δίπολο Δεξιά - Αριστερά υποχωρεί.
Τέλος, όσο η Αριστερά μιλά για Δεξιά και Αριστερά, πάλι ενισχύει τον πολιτικό χάρτη, άθελά της βέβαια. Από την άλλη, όμως, το δίπολο είναι ταυτοτικό για την Αριστερά, επειδή την συνδέει με την Γαλλική επανάσταση και το Διαφωτισμό. Ούτε θα ήταν σωστό να υιοθετήσουμε την ονομασία πρόοδος - συντήρηση για το νέο δίπολο. Είναι πολύ πιο μακριά από την πραγματική κοινωνική διαίρεση. Για παράδειγμα, οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούν «πρόοδο» την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Σε κάθε περίπτωση, το δίπολο δεν θα κριθεί από την ονομασία που θα του δώσουμε, αλλά από το κοινωνικό-ταξικό και ταυτόχρονα ιδεολογικο-πολιτικό περιεχόμενο που θα προσλάβει. Πάλι, όμως, οι όροι και οι προϋποθέσεις για την κυριαρχία του (επίπεδο ταξικών αγώνων, κινήματα που ενισχύουν την επιστροφή στην ενεργό δράση αλλά και αντίστοιχα πολιτικά υποκείμενα, πρόγραμμα και ενωτικό κάλεσμα) δεν είναι διαμορφωμένοι. Αλλά αυτό είναι το στοίχημά μας.
Αντώνης Βασιλείου