Πενήντα δύο χρόνια κλείνουν σε λίγες εβδομάδες από το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Είναι ήδη πάρα πολλά. Τα γεγονότα μοιάζουν φρέσκα, χθεσινά, ολοζώντανα στη συλλογική μνήμη, κι όμως είναι ήδη Ιστορία. Με όσα συμβαίνουν και σήμερα στον κόσμο, δεν μπορεί κανείς παρά να αναλογιστεί ότι οι ίδιες ιδέες ανακυκλώνονται ξανά και ξανά, οι ίδιοι δύο κόσμοι αντιπαρατίθενται διαρκώς, με άλλη αμφίεση κάθε φορά, με άλλη προβιά στην περίπτωση της ακροδεξιάς, η οποία σε ακραίες μορφές παίρνει και απροκάλυπτα τη μορφή του τέρατος. Από τη μια μεριά υπάρχει εκείνη η αντίληψη που θέλει τα προβλήματα να λύνονται με διάλογο, με συζήτηση, με συμμαχίες που προσπαθούν να πάνε τα πράγματα μπροστά, να διευρύνουν τη δημοκρατία και τα δικαιώματα κάθε είδους. Όσο γίνεται κάθε φορά, όσο αντέχει μια κοινωνία σε ένα δεδομένο πλαίσιο, όσο επιτρέπουν οι συνθήκες, οικονομικές και άλλες, ωστόσο με την πυξίδα σταθερά προσανατολισμένη προς την πρόοδο, τη δημοκρατία, τη διευρυμένη συμμετοχή, τον έντιμο αγώνα για δικαιότερες κάθε φορά κοινωνικές συνθήκες, για δικαιότερη κατανομή των πόρων, για μεγαλύτερη πρόσβαση στη γνώση. Δύσκολος δρόμος, της υπομονής και της επιμονής. Αλλά μονόδρομος.
Από την άλλη μεριά, ανακυκλώνονται σταθερά, με αξιοσημείωτη επιμονή, ιδέες που θέτουν σε πρώτο πλάνο την πειθαρχία, την τάξη, την ασφάλεια, τη λεγόμενη ελεύθερη οικονομία, όπου ζητούμενο είναι να συγκεντρώνεται ο πλούτος σε μεγάλες επιχειρήσεις και να επωφελούνται, σε επάλληλους κύκλους, οι υπόλοιποι, είτε από ένα μικρό μέρος του που διαχέεται είτε από τα αποφάγια. Αυτού του τύπου οι αντιλήψεις συνήθως συνοδεύονται και από άλλες: από ένα θαυμασμό για τους λοχίες, για τα καθεστώτα όπως το σαουδαραβικό που κόβουν το χέρι αν κλέψεις, που απαγορεύουν την πολλή ελεύθερη έκφραση, από θαυμασμό ακόμη και για τον Χίτλερ κ.λπ. Γνωστά πράγματα. Που τα συναντάμε καθημερινά στο δρόμο. Είναι και ο εύκολος δρόμος. Αλλά αδιέξοδος.
Η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλοςΤο βιβλίο της Μαρίζας Ντεκάστρο «2651 ημέρες δικτατορίας» (εκδόσεις Μεταίχμιο), που κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες, δεν είναι ότι φέρνει νέα γνώση για τη χούντα. Δεν επιδιώκει κάτι τέτοιο. Ούτε άλλωστε η συγγραφέας επιδιώκει να δρέψει δάφνες αντιστασιακού, έστω και αν δρούσε κάπως στις παρυφές της αντίστασης, έχοντας λάβει και μια κλήση από κάποιον τρομακτικό ανακριτή, «δι’ υπόθεσίν της». Αυτό που η συγγραφέας επιδιώκει είναι κάτι που ξέρει να κάνει καλά και στο οποίο είναι δοκιμασμένη: να δώσει σε νέους αλλά και σε λιγότερο νέους τη δυνατότητα, ευσύνοπτα και απλά, χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς φανατισμό αλλά καίρια και με ουσία, τη δυνατότητα να μάθουν ή να θυμηθούν τι ακριβώς αποτέλεσε η σκοτεινή εκείνη περίοδος, τι ακριβώς διακυβεύτηκε και μαζί, να αποκαλύψει έμμεσα, χωρίς να το πει, ότι αυτό που έμοιαζε με γραφικότητα, με φάρσα, ήταν στην πραγματικότητα τερατώδες και δεν ήταν παρά το επικίνδυνο τέρμα του αδιεξόδου που προηγουμένως περιγράψαμε.
Εικόνα από το βιβλίο
Ο ίδιος ο Γιώργος Σεφέρης, άλλωστε, που δεν ήταν αριστερός, είχε πει σε μήνυμά του που μεταδόθηκε από ξένους σταθμούς, το 1969: «Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις διδακτορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος».
Με βάση αναμνήσεις, αλλά και μαρτυρίες Γεννά σκέψεις, λοιπόν, αυτό το βιβλίο όταν θυμίζει το «Τάμα του έθνους», την καταπληκτική ιδέα του δικτάτορα Παπαδόπουλου να ανεγείρει εκκλησία του Σωτήρος Χριστού στα Τουρκοβούνια, οικοδόμημα που θα είχε τη φιλοδοξία να είναι εφάμιλλο του Παρθενώνα. Την ώρα, βέβαια, που οι άλλοι «Παρθενώνες», όπως είχε πει εκλεγμένος πολιτικός, δηλαδή τα ξερονήσια, ήταν και αυτοί πάλι σε λειτουργία…
Γεννά σκέψεις όταν θυμίζει τις 10.000 και πλέον συλλήψεις και εκτοπίσεις. Τα βασανιστήρια, τη λογοκρισία, τα αεροπλάνα στους εορτασμούς που σχημάτιζαν τον αριθμό 21 (διπλά συμβολικό!), τις κιτς γιορτές με τους φουστανελοφόρους να ξεκοιλιάζουν Τούρκους, τον Σπύρο Άγκνιου που δήλωνε από τους Γαργαλιάνους ότι πρόκειται για την καλύτερη κυβέρνηση στην Ελλάδα μετά τον… Περικλή, για τους χαφιέδες παντού, για τον υπουργό Παιδείας που έλεγε απευθυνόμενος στους νέους που λοξοκοίταζαν προς τα χίπικα κινήματα της εποχής: «Έλληνες νέοι, δι’ εσάς εκάναμεν την επανάστασιν! Αν δεν ακολουθήσητε την αρετήν την οποία εκφράζει η επανάστασις, θα επιστρέψετε πίσω εις τα σπήλαια και θα καταντήσετε πίθηκοι!».
Όταν έγινε το πραξικόπημα, η Μαρίζα Ντεκάστρο ήταν στη Β΄ Γυμνασίου. Και όταν η χούντα έπεσε, είχε ενηλικιωθεί. Καταγράφει, στις αριστερές σελίδες του βιβλίου, όλα τα βασικά γεγονότα μαζί με τις δικές της αξιολογικές κρίσεις, ανά έτος. Ξεκινάει από την πρώτη μέρα και φτάνει μέχρι την τελευταία. Τα γεγονότα καταγράφονται με βάση όχι μόνο τις δικές της αναμνήσεις, αλλά και μαρτυρίες που συγκέντρωσε καθώς και ειδική βιβλιογραφία. Παράλληλα, στις δεξιές σελίδες, παρουσιάζει τα σημαντικότερα διεθνή γεγονότα και κινήματα της εποχής, από το Γούντστοκ μέχρι τη συνάντηση Μάο-Νίξον και από την προσελήνωση του «Απόλλων 11» μέχρι την Άνοιξη της Πράγας, τον Μάη, τον Αλιέντε.
Εικόνα από το βιβλίο
Στην ίδια δεξιά σελίδα υπάρχει η ωραία εικονογράφηση του Βασίλη Παπαγεωργίου. Πολύ ενδιαφέρουσα και αυτή, αφού με την τεχνοτροπία που χρησιμοποιεί δίνει την εντύπωση αρνητικού φωτογραφίας, υπογραμμίζοντας τη χρονική απόσταση αλλά και τη δική μας, περίπλοκη σχέση με τη μνήμη.
Πώς άρχισαν όλαΗ Μαρίζα Ντεκάστρο, συγγραφέας πολλών βιβλίων για παιδιά, βραβευμένη με Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων, ξεκινά ως εξής την αφήγησή της, από τη νύχτα της 20ής προς την 21η Απριλίου 1967:
Στην Αθήνα γίνονταν καθημερινά διαδηλώσεις και πορείες. Οι πολιτικές συγκρούσεις μέσα κι έξω από τη Βουλή δεν είχαν τελειωμό. Εκείνη τη νύχτα η Ελλάδα κοιμόταν: οι πολίτες, οι πολιτικοί, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ξύπνια ήταν μια ομάδα στρατιωτικών που ετοίμαζε πραξικόπημα.
Μέσα στην Αθήνα υπήρχαν μεγάλες μάχιμες μονάδες. Μία από αυτές στο Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, που βρισκόταν στη σημερινή Πολυτεχνειούπολη. Διοικητής ο ταξίαρχος Στυλιανός Παττακός. Τα τανκς βγήκαν στους δρόμους και κατευθύνθηκαν προς τη Βουλή, τα υπουργεία, το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, τον ΟΤΕ, τα ανάκτορα.
Το πραξικόπημα ξεκίνησε γύρω στις 9 το βράδυ της 20ής Απριλίου 1967. Οι συνωμότες συναντήθηκαν σ’ ένα διαμέρισμα στην οδό Φρύνης στο Παγκράτι. Ο επικεφαλής του πραξικοπήματος Γεώργιος Παπαδόπουλος ακολούθησε στο σπίτι του τον Νικόλαο Μακαρέζο μαζί με τον Δημήτρη Ασλανίδη. Εκεί έφαγαν μια μακαρονάδα και κανόνισαν τις τελευταίες λεπτομέρειες. Ο συνταγματάρχης Ιωάννης Λαδάς εξαπέλυσε πιστές στο κίνημα δυνάμεις για να συλλάβουν το σύνολο της πολιτικής και της στρατιωτικής ηγεσίας. Το Πεντάγωνο είχε επιλεγεί ως τόπος κράτησης του βασιλιά, του πρωθυπουργού και των μελών της κυβέρνησης και όσων αξιωματικών θα αρνούνταν να συνεργασθούν με τους πραξικοπηματίες».
Μανώλης Πιμπλής