Πολλαπλά είναι τα περιστατικά ρατσιστικής βίας και ξενοφοβίας που έχουν δει το φως της δημοσιότητας τον τελευταίο μήνα. Από την προσπάθεια απομόνωσης και παρεμπόδισης της εκπαίδευσης των παιδιών προσφύγων στις απογευματινές τάξεις ένταξης (ΔΥΕΠ) στη Σάμο και στα Γρεβενά, μέχρι τις επιθέσεις κατά προσφύγων στα Βίλια και την Κόνιτσα και πρόσφυγα διερμηνέα του Ελληνικού Συμβουλίου για τους Πρόσφυγες (ΕΣΠ) στην Αθήνα, εξελίσσεται ένα επικίνδυνο σκηνικό ανάκαμψης φασιστικών ανακλαστικών. Ευθύνη όλων μας να διερευνήσουμε τα αίτια αυτής της έξαρσης, αλλά και να απαντήσουμε δυναμικά, ώστε να μπει άμεσα τέλος σε αυτή.
Χαϊδεύοντας την ακροδεξιά«Έχουμε όντως περιστατικά ρατσιστικής βίας και ξενοφοβικές διαμαρτυρίες το τελευταίο διάστημα, που πρέπει να αντιμετωπιστούν γιατί είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά και επικίνδυνα. Δεν είναι όμως ξεκάθαρο αν αυτή η έξαρση θα παραμείνει –και αυτό εξαρτάται, βέβαια, και από τη στάση μας. Υπάρχει ένα μόνιμο υπόβαθρο ρατσισμού και ξενοφοβίας, που με κάποια αφορμή ξεσπάει. Τέτοια αφορμή είναι οι επικείμενες εκλογές, ιδιαίτερα οι αυτοδιοικητικές, που είναι πρόσφορες για δημαγωγία. Επίσης, με ένα τεθλασμένο και έμμεσο τρόπο και η συμφωνία των Πρεσπών έχει παίξει ρόλο. Όχι ασφαλώς αυτή καθαυτή η Συμφωνία, που είναι σπουδαίο επίτευγμα, αλλά οι αντιδράσεις σε αυτή», λέει στην «Εποχή» η Βασιλική Κατριβάνου, ψυχοθεραπεύτρια και πρώην βουλεύτρια ΣΥΡΙΖΑ, και εξηγεί πως «εδώ οι ευθύνες της ΝΔ είναι βαριές· το ότι πρωτοστάτησε στις αντιδράσεις, έδωσε χώρο και ενίσχυσε ακροδεξιές δυνάμεις που βγήκαν στο προσκήνιο ποντάροντας στην καλλιέργεια του ρατσισμού και της ξενοφοβίας».
O παράγοντας των αυτοδιοικητικών εκλογών στην έξαρση του ρατσισμού τονίζεται και από τον Γιονούς Μοχαμαντί, πρόεδρο του Ελληνικού Φόρουμ Προσφύγων, που εξηγεί πως «το φαινόμενο της αύξησης τέτοιων περιστατικών το τελευταίο διάστημα είναι πολύ ανησυχητικό, όχι μόνο επειδή συμβαίνει, αλλά και σε ποια χρονική στιγμή συμβαίνει. Δυστυχώς δεν είναι τυχαίο ότι γίνεται σε μια προεκλογική περίοδο. Απ’ ό,τι φαίνεται, υπάρχουν κάποιοι ακραίοι που πιστεύουν ότι μπορούν να εκμεταλλευτούν συγκεκριμένα γεγονότα και δυσκολίες που υπάρχουν στο προσφυγικό και απευθύνονται στα ρατσιστικά και συντηρητικά ανακλαστικά μέρους της κοινωνίας προκειμένου να αδράξουν ψήφους».
«Η πολιτική και πνευματική ηγεσία της Σάμου έχει μεγάλη ευθύνη για την προσπάθεια απομόνωσης των παιδιών προσφύγων, γιατί στο σύνολό της τάχθηκε υπέρ των γονέων που διαφωνούν με την εκπαίδευσή τους στα σχολεία, εκτός από ένα υποψήφιο δήμαρχο. Ενώ άλλος υποψήφιος είπε να καταργηθούν οι ΔΥΕΠ και ο βουλευτής της Σάμου αρκέστηκε μόνο να πει όλοι έχουν τα δίκια τους και δεν καταδίκασε το γεγονός. Θα πρέπει να πάρουν θέση, μπορεί να μην είναι οι ίδιοι ακροδεξιοί και ρατσιστές, αλλά χαϊδεύουν τα αυτιά αυτών των ανθρώπων για εκλογικούς λόγους», σημειώνει συγκεκριμένα για το ρόλο των τοπικών ιθύνοντων στην περίπτωση της Σάμου η Τασία Θεοδωρίδου, πρόεδρος της τοπικής Κίνησης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, Αλληλεγγύη στους Πρόσφυγες
Αυτή η τακτική, βέβαια, σε κάποιες περιπτώσεις οδηγεί και σε ρατσιστικές πρακτικές που ξεφεύγουν της ρητορικής και τροφοδοτεί πιο επικίνδυνες δράσεις. «Για παράδειγμα στα Βίλια είχαμε μια ξενοφοβική και ρατσιστική διαμαρτυρία, στην οποία συμμετείχε και η δήμαρχος. Η κινητοποίηση δεν έμεινε μόνο στο επίπεδο του ρατσιστικού λόγου, αλλά πήρε και μορφή επίθεσης στο ξενοδοχείο όπου βρίσκονταν πρόσφυγες. Τα όρια, δηλαδή, ανάμεσα στο ρατσιστικό λόγο και στη ρατσιστική βία είναι ρευστά και είναι επικίνδυνο να παίζουν κάποιοι με αυτά για εκλογικούς λόγους», επισημαίνει η Βασιλική Κατριβάνου.
Σε αυτά τα περιστατικά, άλλωστε, φαίνεται να συμμετέχουν και δυνάμεις καθαρά ακροδεξιές, σύμφωνα με την Τίνα Σταυρινάκη, βοηθό συντονίστρια του Δικτύου Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας, αφού «τουλάχιστον στις περιπτώσεις των Βιλίων, της Κόνιτσας και στην επίθεση του διερμηνέα είδαμε να πρόκειται για οργανωμένες ομάδες που είχαν ως στόχο τη σωματική βλάβη».
Αντίστοιχα, και οι επικείμενες ευρωεκλογές φαίνεται να έχουν δώσει χώρο στην ξενοφοβική έκφραση, όπως σημειώνει ο Βασίλης Παπαδόπουλος, συντονιστής της νομικής υπηρεσίας του ΕΣΠ. «Η αυξητική τάση σε περιστατικά ρατσιστικής βίας πρέπει να μας ανησυχήσει ιδιαίτερα, ειδικά ενόψει των επικείμενων ευρωεκλογών. Αν και στην Ελλάδα τα δείγματα δεν είναι όπως στην υπόλοιπη Ευρώπη, όπου το προσφυγικό και μεταναστευτικό αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερα αρνητικό πρόσημο, και πάλι δεν πρέπει να εφησυχαζόμαστε μπροστά στην επανεμφάνιση της ρατσιστικής ρητορικής. Το γεγονός, άλλωστε, ότι εμφανίστηκαν περιστατικά σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, πιθανά να σημαίνει και μια αλλαγή της τοπικής κοινωνίας απέναντι στους πρόσφυγες, και από το κλίμα αλληλεγγύης του 2015 και μετά, να γυρνάμε πάλι σε ένα κλίμα ξενοφοβίας και αυτό είναι ιδιαίτερα προβληματικό και επικίνδυνο».
Οι ευθύνες της πολιτείαςΠέραν, όμως, του συγκυριακού παράγοντα των εκλογών και του Μακεδονικού, στην αναζωπύρωση της ξενοφοβίας και των ρατσιστικών επιθέσεων συμβάλλει και το πλαίσιο διαχείρισης του προσφυγικού.
«Όταν η συζήτηση γύρω από το προσφυγικό γίνεται μόνο μέσω μιας άσχημης εικόνας που υπάρχει, λόγω του υπερπληθυσμού και εγκλωβισμού τους σε άθλιες συνθήκες στα νησιά, το ζήτημα καθιερώνεται στη σκέψη των ανθρώπων μόνο σαν πρόβλημα, χωρίς άλλη διάσταση. Μέσω αυτών των συνθηκών οι άνθρωποι στα μάτια των υπόλοιπων παύουν να γίνονται αντιληπτοί ως άνθρωποι, χάνουν την υπόστασή τους και έτσι τυγχάνουν διαφορετικής, άνισης αντιμετώπισης», εξηγεί η Τίνα Σταυρινάκη.
Ταυτόχρονα, αυτή η κατάσταση απανθρωπισμού των προσφύγων καθίσταται πολύ εύκολη προς εκμετάλλευση από ακροδεξιούς χώρους, συμπαρασύροντας και ανθρώπους που δεν έχουν, τόσο στέρεα τουλάχιστον, τις ίδιες ιδεολογικές αναφορές. «Δεν είναι όλοι οι γονείς που συμμετείχαν στην αποχή στη Σάμο ρατσιστές, αλλά ο φασισμός και ο ρατσισμός ζει μέσα από το ψέμα. Κάποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι επηρέασαν τους υπόλοιπους γονείς», σημειώνει η Τασία Θεοδωρίδου.
Για τη συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, όπως επισημαίνει η ίδια, δεν σημαίνει πως αν οι συνθήκες διαβίωσης των προσφύγων ήταν καλύτερες, δεν θα είχε και πάλι αντιρρήσεις στην εκπαίδευση των προσφύγων στα σχολεία, απλά βρίσκει πρόφαση σε αυτό το γεγονός, καθώς «ακόμα και αν τα παιδιά έμεναν σε δομές, όπως υποστηρίζουν, και ζούσαν δηλαδή σε καλύτερες συνθήκες, δεν θα άλλαζε κάτι στη στάση τους. Για τον απλούστατο λόγο ότι όταν κάποια στιγμή η Άρσις προσπάθησε να προεκτείνει τη στέγαση των ευάλωτων ομάδων εκτός ΚΥΤ προς το Παλαιόκαστρο, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που αντέδρασαν σε αυτή την κίνηση. Η στάση τους είναι καθαρά υποκριτική».
Η διαχρονικότητα του προβλήματοςΑυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο ρατσισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που γεννήθηκε στην ελληνική κοινωνία ξαφνικά μετά την αύξηση των αφίξεων των προσφύγων στη χώρα, αλλά έχει τις ρίζες του και σε βασικά κομμάτια γαλούχησης της ελληνικής κοινωνίας.
«Η Ελλάδα θέλει να πιστεύει ότι είναι μία ομοιογενής χώρα, χωρίς πολλές μειονότητες. Αυτό ίσως είναι αλήθεια, σε ένα βαθμό, σε σχέση με άλλες χώρες, όχι όμως και γενικά. Η ομοιογένεια είναι ένας πολύ σχετικός χαρακτηρισμός, που δεν μπορεί να αποδώσει την πραγματικότητα σε σύγχρονες κοινωνίες. Με αυτό όμως το μύθο που καλλιεργείται στην ελληνική κοινωνία μέσω της παιδείας, οικογένειας κτλ, σε συνδυασμό με τοπικά γνωρίσματα και την ανάγκη του Έλληνα να συνδεθεί με ένα ένδοξο παρελθόν, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την ξενοφοβία, γιατί η ελληνική κοινωνία δεν είναι εκτεθειμένη στη διαφορετικότητα», εξηγεί η Τίνα Σταυρινάκη.
Η αντιμετώπιση του κάθε ξένου και διαφορετικού σαν του επικίνδυνου Άλλου για την κοινωνία, χωρίς πραγματικά επιχειρήματα, φαίνεται πιο έντονα στην περίπτωση της Σάμου, όπως περιγράφει η Τασία Θεοδωρίδου. «Το δικαίωμα στην παιδεία είναι ένα αναφαίρετο για όλα τα παιδιά ανεξαρτήτου χρώματος, θρησκείας, εθνικότητας κτλ. Ειδικά στην περίπτωση των παιδιών προσφύγων που έχασαν όλη την καθημερινότητά τους από τον πόλεμο, είναι πολύ βασικό να αποκτήσουν και πάλι εδώ επαφή με το σχολείο και με την παιδικότητά τους. Μπροστά σε αυτό βλέπουμε μια μερίδα γονιών να ξεσηκώνονται, επικαλούμενοι ότι φέρουν διάφορες αρρώστιες και για αυτό το λόγο δεν τους δέχονται. Όλα τα παιδιά, όμως, για να πάνε στο σχολείο θα πρέπει να έχουν εξεταστεί από παιδίατρο και να είναι εμβολιασμένα, γεγονός που συμβαίνει για όλα τα παιδιά πρόσφυγες. Άρα καταρρέει το βασικό επιχείρημα ότι μπορεί να έχουν κάποια ασθένεια. Επίσης οι ΔΥΕΠ γίνονται απογευματινές ώρες, δηλαδή οι πρόσφυγες δεν είναι καν τις ίδιες ώρες στο σχολείο με τα υπόλοιπα παιδιά. Αυτό μας δείχνει πως η κινητοποίηση αυτών των γονιών κρύβει ένα βαθύ ρατσισμό και φασισμό. Δεν θέλουν στα θρανία που κάθονται τα παιδιά τους, να καθίσουν πρόσφυγες και μετανάστες. Αυτό αποτελεί την επιτομή του ρατσισμού, που κατασκευάζει τους ξένους σαν είναι μιάσματα».
Κανένας εφησυχασμόςΑπό την άλλη πλευρά, όμως, όπως σημειώνει ο Γιονούς Μοχαμαντί, αυτό δεν σημαίνει ότι η ελληνική κοινωνία έχει τόσο έντονα ρατσιστικά χαρακτηριστικά. «Αντίθετα, το 2015 είδαμε πως υπερίσχυσε στην κοινωνία ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες και είχαμε μεγάλη μείωση των ρατσιστικών περιστατικών, που είχαν αυξηθεί από το 2012. Προφανώς τα κίνητρα και οι ομάδες που τα διέπρατταν, δεν είχαν εξαφανιστεί, αλλά λόγω της κατακραυγής και του κινήματος αλληλεγγύης είχαν κρυφτεί».
Άλλωστε, όσο τρομαχτικά και αν είναι τα ρατσιστικά περιστατικά του τελευταίου μήνα, υπάρχει περιθώριο αισιοδοξίας, αφού στην πλειοψηφία, για παράδειγμα, των σχολείων όπο�� λειτουργούν οι ΔΥΕΠ, δεν είχαμε αντίστοιχα περιστατικά με αυτά της Σάμου και των Γρεβενών και οι τοπικές κοινωνίες έχουν δεχθεί τη συμβίωσή τους με τους πρόσφυγες, σύμφωνα με την Τίνα Σταυρινάκη και τις μέχρι τώρα καταγραφές του Δικτύου.
Προκειμένου, όμως, να συνεχίσει να είναι αυτή η πλειοψηφία των περιπτώσεων, φθάνοντας σε ένα καθολικό σημείο, όπου δεν θα γινόμαστε πια μάρτυρες ξενοφοβικών επιθέσεων και τακτικών, κρίνεται ότι χρειάζεται επαγρύπνηση και αναθέρμανση του κινήματος αλληλεγγύης.
«Όταν εκφράζεται το κίνημα αλληλεγγύης στις τοπικές κοινωνίες, βλέπουμε ότι δίνει ανάσα ανακούφισης και δύναμης, όχι μόνο στους πρόσφυγες, αλλά και σε όσους θέλουν να εκφράσουν την υποστήριξή τους, καθώς και στην προοπτική μιας πιο δημοκρατικής και ανοιχτής κοινωνία. Το βλέπουμε ιδιαίτερα στους εκπαιδευτικούς, που έχουν ανάγκη υποστήριξης για να συνεχίσουν το έργο τους ή σε γονείς που θέλουν τα προσφυγόπουλα στα σχολεία, αλλά φοβούνται να το δηλώσουν δημόσια. Είναι πολύ σημαντικό να ενισχυθεί το κίνημα αλληλεγγύης, στο οποίο να συνυπάρχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά όχι αποκλεισμοί· να είναι μαχητικό αλλά και ευρύ, ώστε να αναχαιτίζεται η ρατσιστική προπαγάνδα και πρακτική. Και είναι σπουδαίο όταν το βλέπουμε να παίρνει και πρωτοβουλίες κοινής δράσης με τους πρόσφυγες που προωθούν την συνύπαρξη και σπάνε τον φόβο στην πράξη», τονίζει η Βασιλική Κατριβάνου.
Πέραν, βέβαια, του χρέους του κάθε πολίτη να μην κλείνει τα μάτια μπροστά σε περιστατικά ρατσιστικής βίας, όπως επισημαίνει ο Γιονούς Μοχαμαντί, θα πρέπει και η πολιτεία να λάβει περισσότερα μέτρα για να αναστρέψει το κλίμα που πάει να δημιουργηθεί.
Όπως επισημαίνουν οι συνομιλητές της «Εποχής», η κυβέρνηση οφείλει να μην υποχωρήσει μπροστά στις ρατσιστικές επιδιώξεις κάποιων, αλλά να προχωρήσει άμεσα στην αποσυμφόρηση των νησιών και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των προσφύγων στα νησιά, όπως και στην υλοποίηση ενός συντονισμένου σχεδιασμού ισότιμης ένταξης των προσφύγων. Ενώ σημειώνεται και η ανάγκη, με αφορμή το νέο ποινικό κώδικα που βρίσκεται σε διαβούλευση, να μην σταματήσει να αποτελεί ξεχωριστή διάταξη το ρατσιστικό έγκλημα, αλλά και να υπάρξει καταλληλότερη εκπαίδευση της αστυνομίας στην αντιμετώπιση των προσφύγων και των μεταναστών, καθώς ακόμα γινόμαστε μάρτυρες περιστατικών αστυνομικής βίας σε βάρους τους.
Μας αφορά όλουςΟ κίνδυνος του ρατσισμού, άλλωστε, μας αφορά όλους, έλληνες και ξένους. Όπως υπενθυμίζει ο Γιονούς Μοχαμαντί, «το πρόβλημα των ρατσιστών και των φασιστών δεν είναι οι ξένοι, αλλά η ίδια η κοινωνία, η ισότητα, η αλληλεγγύη, η δημοκρατία. Οι δολοφονικές επιθέσεις της ΧΑ μπορεί να ξεκίνησαν με το Σαχζάτ Λουκμάν, λέγοντας πως “ξένος ήταν, άρα καλά δεν του κάναμε;”, αλλά δεν σταμάτησαν εκεί, συνέχισαν δολοφονώντας τον Παύλο Φύσσα».
H E.E. απαγορεύει τη διάσωση προσφύγων στη θάλασσαΤερματίζει τη ναυτική επιχείρηση «Σοφία» και ποινικοποιεί την αλληλεγγύηΤον τερματισμό της ναυτικής επιχείρησης «Σοφία» αποφάσισε η ΕΕ την περασμένη εβδομάδα, που στόχο είχε τη διάσωση των προσφύγων στη θάλασσα. Υποχωρώντας στις ξενοφοβικές πολιτικές διάφορων κρατών-μελών, όπως της ιταλικής κυβέρνησης που δεν δέχεται τα διασωστικά πλοία στα λιμάνια της, αλλά και λόγω πρακτικής αδυναμίας, αφού οι χώρες σταμάτησαν να προσφέρουν πλοία τους για αυτό το λόγο, η ΕΕ φαίνεται ότι δεν ενδιαφέρεται πια να κρατήσει ούτε το ανθρωπιστικό προσωπείο που είχε στο προσφυγικό ζήτημα.
Η επιχείρηση αναμένεται να τερματιστεί και επίσημα σε έξι μήνες, γεγονός που θα σημαίνει πως οι άνθρωποι που προσπαθούν να γλιτώσουν από τον πόλεμο και να βρουν μια καλύτερη ζωή στην Ευρώπη, είτε θα πνίγονται στη θάλασσα, είτε θα παραλαμβάνονται από τη λιβυκή ακτοφυλακή, οδηγώντας τους στα κέντρα κράτησης της χώρας, όπου έχουν διαπιστωθεί πολλές περιπτώσεις βασανιστηρίων, δολοφονιών και σεξουαλικής εκμετάλλευσης.
Το μέλλον των προσφύγων, αλλά και της ταυτότητας της Ευρώπης, φαίνεται ακόμα πιο ζοφερό αν αναλογιστούμε πως ταυτόχρονα έχει απαγορεύσει τον απόπλου και τη διάσωση των ανθρώπων από πλοία ακτιβιστών. Πρόσφατο παράδειγμα αυτής της ποινικοποίησης της αλληλεγγύης αποτελεί η αρχική απαγόρευση ελλιμενισμού και η κατάσχεση του πλοίου ανθρωπιστικής βοήθειας «Mare Jonio» από τις ιταλικές αρχές στα μέσα του μήνα, επειδή κατάφεραν να διασώσουν 48 πρόσφυγες στα ανοιχτά της Λιβύης.
Την περασμένη Πέμπτη ο εισαγγελέας ανακοίνωσε τελικά τη λήξη της κατάσχεσης του πλοίου και, σύμφωνα με τους ακτιβιστές-μέλη του, μόλις βρουν νέο καπετάνιο (καθώς ο προηγούμενος μαζί με τον συντονιστή της αποστολής αντιμετωπίζουν κατηγορίες), θα είναι έτοιμο να ξαναπλεύσει προς διάσωση των προσφύγων από τη θάλασσα. Αν, όμως, δεν υπάρξει άμεσα πίεση από ένα ευρωπαϊκό κίνημα αλληλεγγύης προς τις εθνικές κυβερνήσεις και την ΕΕ να αλλάξουν την ξενοφοβική πολιτική και να εκπληρώνουν το χρέος τους διασώζοντας τους ανθρώπους από τη θάλασσα, και οι ακτιβιστές θα συνεχίσουν να συλλαμβάνονται με άδικες κατηγορίες περί διακίνησης και η Μεσόγειος θα γίνει ένα ακόμα μεγαλύτερο νεκροταφείο.
1ο Αντιρατσιστικό Τουρνουά 3on3H δημοτική κίνηση Ιλίου «Αλληλέγγυα Πόλη - Συμμαχία για το Ίλιον», ο Α.Ο. Άρης Ιλίου και το κοινωνικό portal www.meallamatia.gr διοργανώνουν σήμερα Κυριακή, στις 5 μ.μ., στο γήπεδο του Άρη Ιλίου (Θέτιδος και Ποσειδώνος) τουρνουά μπάσκετ τρεις εναντίων τριών (3on3) και μας καλούν να σκοράρουμε κατά του ρατσισμού.
Τζέλα Αλιπράντη