Ο Μάρτιος «απέρχεται αισίως» αφήνοντας πίσω του εκκρεμείς τις πιο σοβαρές από τις προκλήσεις που βρήκε να τον περιμένουν μπαίνοντας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η συμφωνία αποχώρησης της Βρετανίας από την ΕΕ είναι ίσως η σοβαρότερη και οπωσδήποτε η πιο επείγουσα από αυτές, αλλά δεν είναι η μόνη.
Στις αρχές Μαρτίου ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης εξέπεμψε σήμα κινδύνου: σε μια παγκόσμια οικονομία που συνεχίζει να χάνει τη δυναμική της και μάλιστα ταχύτερα από ό,τι υπολογιζόταν μέχρι πρόσφατα, η εικόνα στην Ευρώπη, με έμφαση στη Γερμανία και την Ιταλία, την πρώτη και τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του ευρώ, χαρακτηρίζεται από τον ΟΟΣΑ απογοητευτική.
Τη στιγμή που για το σύνολο της Ευρωζώνης προβλέπεται ανάπτυξη μόλις 1% το 2019 και 1,2% το 2020 –επίδοση, ούτως ή άλλως, αποθαρρυντική, ειδικά σε σύγκριση με εκείνη των ΗΠΑ (2,6% και 2,2% αντίστοιχα) και εκείνη της δεύτερης σε μέγεθος οικονομίας του πλανήτη, της Κίνας, για την οποία προβλέπεται μεγέθυνση του ΑΕΠ 6,2% και 6%— ο ΟΟΣΑ προβλέπει για τη γερμανική οικονομία ανάπτυξη μόλις 0,7% φέτος και 1,1% την επόμενη χρονιά, με ακόμη πιο δυσοίωνη την πρόβλεψη για την Ιταλία, το ΑΕΠ της οποίας υπολογίζεται ότι θα συρρικνωθεί 0,2% φέτος, για να ανακάμψει μόλις 0,5% το 2020.
Στο διεθνές περιβάλλον, οι δυνάμεις που είναι σε θέση να επεμβαίνουν στους κανόνες του παιχνιδιού αντιλαμβάνονται την παγκοσμιοποίηση όχι ως πρόκληση για συνανάπτυξη, αλλά ως ευκαιρία κατίσχυσης, επιμένοντας να απαντούν στην πρόκληση με όρους ανταγωνιστικότητας.
Στην ίδια λογική, αυτή της ανταγωνιστικότητας, αν και πιο μετριοπαθείς και προσγειωμένες στην πραγματικότητα, κινούνται οι υποδείξεις του ΟΟΣΑ προς την Ευρωζώνη προκειμένου να βγει από τη στενωπό. Οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών καλούνται να αναβαθμίσουν την ανταγωνιστικότητα της νομισματικής ένωσης συντονίζοντας τις δημοσιονομικές και αναπτυξιακές πολιτικές τους. «Πρέπει να δείξουν ότι μπορούν, δρώντας από κοινού, να επιταχύνουν την ανάπτυξη, να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο για όλους, να δείξουν ότι η Ευρώπη είναι ισχυρότερη από τα μεμονωμένα κράτη μέλη της».
Μπορούν; Είναι πρόθυμα τα ισχυρότερα μέλη, «οι χώρες που έχουν τα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών», να εφαρμόσουν μέτρα δημοσιονομικής επέκτασης «με έμφαση στις δημόσιες επενδύσεις», ώστε να προκύψει —μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, όπως υποστηρίζει ο ΟΟΣΑ— για το σύνολο των χωρών της νομισματικής ένωσης αναπτυξιακό αποτέλεσμα συγκρίσιμο με το 2,6% των ΗΠΑ και το 6,2% της Κίνας;
Οι σοβαροί αναλυτές συνιστούν συγκρατημένη αισιοδοξία.
Η Γερμανία, η χώρα που κατεξοχήν έχει «τα περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών», εμφανίζεται απρόθυμη να αναλάβει τέτοιους ρόλους. Αντίθετα, όντας η κατεξοχήν δύναμη που μπορεί να υπαγορεύει τους κανόνες του παιχνιδιού στο «γήπεδό της», το ευρωπαϊκό περιβάλλον, δείχνει με κάθε ευκαιρία πώς εννοεί την Ενωμένη Ευρώπη: ως πεδίο κατίσχυσης, ανταγωνιστικά.
Δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά. Ο ανταγωνισμός ήταν και παραμένει η κινούσα δύναμη του καπιταλισμού – κατά προτίμηση, ο «υγιής ανταγωνισμός»... Η Ευρωπαϊκή Ένωση και, βέβαια, η παγκοσμιοποιημένη οικονομία, προϊόντα της ακατάσχετης επεκτατικότητας του καπιταλισμού σε όλες του τις εκφάνσεις, ως περίπου συνώνυμα του «υγιούς ανταγωνισμού» αυτοπροτάθηκαν.
Είναι όμως;
Το περίφημο «αόρατο χέρι της αγοράς», το οποίο, σύμφωνα με τον Άνταμ Σμιθ (1723-1790), επεμβαίνει αυτόματα και εξαλείφει τις στρεβλώσεις του «υγιούς ανταγωνισμού» χωρίς την παρέμβαση του κράτους –παρέμβαση που θεωρείται περίπου έγκλημα κατά της ελευθερίας—, εξασφαλίζοντας έτσι τη μακροημέρευση της «ελεύθερης αγοράς», αποδείχθηκε φενάκη σε λιγότερο από έναν αιώνα από τον θάνατο του Σκώτου οικονομολόγου και ηθικού φιλοσόφου που το εμπνεύστηκε. Σήμερα δεν το επικαλείται ούτε η συνομοταξία που ανέβασε τον Ντόναλντ Τραμπ στον προεδρικό θώκο των ΗΠΑ.
Εύλογα δεν θέλει να το θυμάται ούτε η Γερμανία, η κυβέρνηση της οποίας, όπως έγινε πρόσφατα γνωστό, σχεδιάζει τη δημιουργία, έως τα τέλη του 2019, ενός κρατικού επενδυτικού ταμείου που θα αποτρέπει εξαγορές γερμανικών εταιριών δραστηριοποιημένων σε τομείς αιχμής. Σύμφωνα με πηγές που δεν διαψεύστηκαν, το ταμείο αυτό, σε συνεργασία με τον (εγχώριο;) ιδιωτικό επενδυτικό τομέα, θα αγοράζει το πλειοψηφικό πακέτο σημαντικών για τη γερμανική οικονομία εταιριών ώστε να αποτρέπονται «μη ευπρόσδεκτες» εξαγορές, με την προοπτική της σύντομης επιστροφής του στον ιδιωτικό τομέα — ώστε (διερωτώμεθα) να μη θεωρηθεί προσχώρηση στις ιδέες του κρατισμού;
Η Γερμανία, η οποία παρέμενε προσηλωμένη στο δόγμα ότι «η ελεύθερη αγορά είναι αυτή που πρέπει να καθορίζει τους νικητές και τους ηττημένους, με το κράτος να παρέχει μόνο ένα πλαίσιο θεμιτού ανταγωνισμού», αποστασιοποιείται, από τον «θεμιτό ανταγωνισμό» με μια κίνηση συνοδευόμενη από την ξεκάθαρη δήλωση κυβερνητικού αξιωματούχου, ότι «δεν μπορούμε πλέον να καθόμαστε και να αφήνουμε τα πάντα να καθορίζονται από το ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων της αγοράς. Και αυτό σημαίνει μεγαλύτερη προστασία από το κράτος».
Υποστηρίχτηκε ότι το υπό ίδρυση ταμείο δεν είναι παρά η απάντηση στην «κρατικά καθοδηγούμενη» μεταμόρφωση της Κίνας από πελάτη σε ανταγωνιστή της Γερμανίας, και στις απειλές του προέδρου Τραμπ για μονομερείς εμπορικές κυρώσεις και υψηλότερους δασμούς σε γερμανικά προϊόντα.
Είναι κάτι περισσότερο. Είναι η παραδοχή ότι ο «υγιής ανταγωνισμός», το περίφημο «αόρατο χέρι της αγοράς» δεν είναι παρά ένα βολικό βάθρο, που όταν αφαιρεθεί, ο καπιταλισμός, ως συνώνυμο της ελευθερίας του επιχειρείν, μένει ξεκρέμαστος στον αέρα.
Είναι, εν τέλει, μια μονομερής κίνηση που θέτει υπό αμφισβήτηση αν η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι πραγματικά σε συμπαγή ετοιμότητα να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, αν τα κράτη-μέλη της «μπορούν, δρώντας από κοινού, να επιταχύνουν την ανάπτυξη και να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο για όλους».
Κωστής Γιούργος