Του Στράτου ΚερσανίδηΗ απελευθέρωση του κινηματογράφου από τα δεσμά του, δηλαδή από τα καθιερωμένα αισθητικά αλλά και εμπορικά πλαίσια ήταν το κίνητρο για την εμφάνιση του Νέου Κύματος (Nouvelle Vague) στη Γαλλία, από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 έως και τη δεκαετία του 1970. Επρόκειτο για μια επανάσταση στο χώρο του κινηματογράφου η οποία αμφισβήτησε το κυρίαρχο μοντέλο, δίνοντας την πρωτοκαθεδρία στο σκηνοθέτη. «Δεν υπάρχουν έργα παρά μόνο δημιουργοί», υποστήριζε ο Φρανσουά Τριφό.Συχνά, όχι πάντοτε, οι ταινίες γυριζόταν με ένα υποτυπώδες σενάριο εισάγοντας αρκετά στοιχεία αυτοσχεδιασμού. Οι σκηνοθέτες σχεδόν αδιαφορούσαν για τα τεχνικά μέσα, προτιμώντας να γυρίζουν σε εξωτερικούς χώρους και με φυσικό φωτισμό. Τους ενδιάφερε περισσότερο το αισθητικό αποτέλεσμα και η ιδεολογική άποψη παρά ο αριθμός των εισιτηρίων και οι εισπράξεις. «Οι κινήσεις της μηχανής σας είναι άσχημες γιατί οι διάλογοι σας είναι άθλιοι. Με λίγα λόγια δεν ξέρετε να κάνετε κινηματογράφο γιατί δεν ξέρετε καν τι είναι», έλεγε ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, απευθυνόμενος στους σκηνοθέτες της εποχής.Πυρήνας μέσα από τον οποίο πυροδοτήθηκε το Νέο Κύμα ήταν το περιοδικό «Κινηματογραφικά Τετράδια» (Cahiers du cinema) στο οποίο αρθρογραφούσαν οι κυριότεροι εκπρόσωποί του. Τα πρώτα ονόματα που έρχονται στο νου όταν μιλάμε για το Νέο Κύμα είναι οι: Ζαν Λικ Γκοντάρ, Φρανσουά Τριφό, Αλέν Ρενέ, Κλοντ Σαμπρόλ, Ζακ Ριβέτ. Με έκπληξη διαπιστώνει κανείς πως το κίνημα ανδροκρατείται, παρά το γεγονός πως συμβάδιζε με την πολιτική ριζοσπαστικοποίηση της εποχής. Μόνον μία γυναίκα, κατάφερε να παρεισφρήσει και να αφήσει το δικό της στίγμα με την παρουσία της και τις ταινίες της. Η Ανιές Βαρντά.Το 1959 θεωρείται η χρονιά που το Νέο Κύμα «έσκασε», επειδή ήταν η χρονιά που προβλήθηκαν τρεις ταινίες - σταθμοί οι οποίες συμπυκνώνουν όλο το αισθητικό και ιδεολογικό φορτίο του Νέου Κύματος. Πρόκειται για τις: «Με κομμένη την ανάσα» του Ζαν Λικ Γκοντάρ, «Τα 400 χτυπήματα» του Φρανσουά Τριφό και «Χιροσίμα αγάπη μου» του Αλέν Ρενέ. Κι όμως, κάποιοι –και όχι λίγοι– ιστορικοί του κινηματογράφου υποστηρίζουν πως το Νέο Κύμα «γεννήθηκε» το 1954 με την εμφάνιση της ταινίας «La pointe courte», που θα μπορούσε να μεταφραστεί ως «Το κοντό ακρωτήρι» της Ανιές Βαρντά.
Στην ταινία αυτή, η Βαρντά αφηγείται την ιστορία ενός ζευγαριού σε κρίση που φτάνει σε μια μικρή πόλη στη Νότια Γαλλία, το Σετ, τόπο όπου η σκηνοθέτιδα έζησε τα παιδικά της χρόνια. Παράλληλα, όμως με τα προβλήματα του ζευγαριού αναδεικνύονται και τα προβλήματα επιβίωσης των ψαράδων της περιοχής, οι οποίοι αδυνατούν να ανταγωνιστούν τα μεγάλα αλιευτικά. Η Βαρντά δένει αριστοτεχνικά τη μυθοπλασία με στοιχεία ντοκιμαντέρ με ένα αποτέλεσμα που εντυπωσίασε. Μιλώντας για αυτήν την ταινία, ο Κώστας Γαβράς λέει: «Ήταν κάτι εντελώς καινούργιο που εντυπωσίασε φοβερά όλους εμάς τους νέους εκείνης της εποχής».
Η Ανιές Βαρντά γεννήθηκε το 1928 στις Βρυξέλες. Πατέρας της ήταν ο Ευγένιος Βάρδας, ένας Έλληνας με καταγωγή από τη Μικρά Ασία και μητέρας της η γαλλίδα, Κριστιάν Πασκέ. Το πραγματικό της όνομα ήταν Αρλέτ αλλά η ίδια προτίμησε να το αλλάξει σε Ανιές.
Έχοντας σπουδάσει Λογοτεχνία και Κοινωνιολογία στη Σορβόνη αλλά και Ιστορία και Φωτογραφία στη Σχολή Καλών Τεχνών, ξεκίνησε την καριέρα της ως φωτορεπόρτερ. Το 1963 βρέθηκε στην Κούβα όπου έβγαλε περί τις 4.000 φωτογραφίες. Στη συνέχεια τις ένωσε, πρόσθεσε μουσική και έτσι έκανε την ταινία –αν μπορεί κάποιος να την αποκαλέσει έτσι– «Γεια σας, Κουβανοί» στο οποίο κάνει σπικάζ ο Μισέλ Πικολί.
Η στροφή όμως στον κινηματογράφο έγινε μερικά χρόνια πριν, το 1954. Η ίδια λέει: «Όταν γύρισα την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία, το 1954, προερχόμουν από τη φωτογραφία, όχι από κάποια σχολή κινηματογράφου. Πρέπει να ομολογήσω ότι είχα δει μόλις πέντε ταινίες μέχρι τα 25 μου. Δεν πήγαινα σινεμά, ήμουν πιο πολύ χωμένη στα μουσεία, στο θέατρο, στις βιβλιοθήκες».
Το 1961 ακολούθησε η ταινία «Η Κλεό από τις 5 έως τις 7», μια συγκλονιστική καταγραφή των ανθρώπινων συναισθημάτων και αποφάσεων μπροστά στο θάνατο. Συνεχίζει να γυρίζει μικρού μήκους ντοκιμαντέρ και το 1967, σε ένα ταξίδι της στην Καλιφόρνια, γυρίζει την ταινία «Ο θείος Γιάνκο», το πορτρέτο ενός άνδρα που συνάντησε εκεί και της θύμισε τον πατέρα της.
Ακολουθεί η «Ναυσικά» (1970), η οποία γυρίστηκε για τη γαλλική τηλεόραση, ένα μίγμα μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ με θέμα τη δικτατορία στην Ελλάδα, που όμως δεν προβλήθηκε ποτέ στους κινηματογράφους.
Δεν σταματά ποτέ να γυρίζει μικρού μήκους ταινίες και ντοκιμαντέρ αλλά και ταινίες μεγάλου μήκους, μέχρις ότου το 1985 αποσπά το Χρυσό Λιοντάρι στο Φεστιβάλ της Βενετίας με την ταινία «Δίχως στέγη, δίχως νόμο». Με αφορμή το θάνατο μια νεαρής κοπέλας η οποία ταξιδεύει μόνη της στη Νότια Γαλλία και τις έρευνες που γίνονται από την αστυνομία, η Βαρντά ανατέμνει την κοινωνία του κομφορμισμού και της καχυποψίας, με την οποία αντιμετωπίζεται η διαφορετικότητα.
Το 1995 γύρισε το ντοκιμαντέρ «Το σύμπαν του Ζακ Ντεμί», αφιερωμένη στο γάλλο σκηνοθέτη τον οποίο γνώρισε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και έζησε μαζί του, ως το θάνατό του, το 1990.
Η τελευταία ταινία της που είδαμε ήταν η «Πρόσωπα και ιστορίες», την οποία συν-σκηνοθέτησε με τον κατά 55 χρόνια νεότερό της εικαστικό Τζέι Αρ και προβλήθηκε πέρυσι στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Οι δύο καλλιτέχνες ταξιδεύουν, συναντούν απλούς ανθρώπους και, αφού τους φωτογραφίσουν, μετατρέπουν τις φωτογραφίες τους σε τεράστιες τοιχογραφίες. Μοιράζονται έτσι την αγάπη και το πάθος για δημιουργία και εξερεύνηση, με τους ανθρώπους που ζουν στη γαλλική ύπαιθρο.
Θαυμάσια ταινία, ένα τρυφερό, ανθρώπινο, απολαυστικό και άκρως διασκεδαστικό ρόουντ μούβι. Πανέξυπνοι, σπιρτόζικοι διάλογοι, ένας ύμνος στους καθημερινούς απλούς ανθρώπους, στους αληθινούς ήρωες της ζωής, οι οποίοι προσεγγίζονται με σεβασμό και αγάπη και αναδεικνύονται μέσα από το έργο των δύο καλλιτεχνών.
Το περασμένο Φεβρουάριο προβλήθηκε στο Βερολίνο το αυτοβιογραφικό ντοκιμαντέρ. «Η Βαρντά για την Ανιές».
Η Ανιές Βαρντά υπήρξε πρωτοπόρος. Αν κάτι μπορεί να χαρακτηρίσει το έργο της, κοντά σε πολλά άλλα, είναι ο τρόπος με τον οποίο ενοποίησε το ντοκιμαντέρ με τη μυθοπλασία, αποδεικνύοντας έτσι πως το σινεμά είναι ένα και έχει κοινή γλώσσα και αφηγηματικό ρυθμό.
«Στις ταινίες μου πάντα ήθελα να κάνω τους ανθρώπους να δουν σε βάθος. Δεν θέλω να δείξω πράγματα, αλλά να τους δώσω την επιθυμία να δουν», έλεγε η Ανιές Βαρντά, η οποία πέθανε την περασμένη Παρασκευή έχοντας ζήσει 90 γεμάτα και δημιουργικά χρόνια.