Τη συνέντευξη πήρεο Παύλος ΚλαυδιανόςΠοια τα συμπεράσματα από την απήχηση που βρήκε έως τώρα η «Γέφυρα»;Υπάρχει διαθεσιμότητα ανθρώπων που εμφανίζονται σαν έτοιμοι από καιρό. Καθώς μας προσεγγίζουν, προκαλούν έκπληξη και σε μας. Νομίζω ότι αυτό οφείλεται σε δυο λόγους. Ο πρώτος είναι η μισαλλοδοξία που έχει δημιουργηθεί από το ΚΙΝΑΛ και από τη ΝΔ εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, ένα είδος υγειονομικής ζώνης απέναντι στο «μίασμα», στους «παρείσακτους» στην πολιτική. Τώρα η στάση αυτή έχει μετεξελιχθεί σε αντι-αριστερά, με όλα τα παλαιά χαρακτηριστικά του παλιού αντικομμουνισμού. Βλέπεται έντυπα να δημοσιεύουν άρθρα του τύπου «η συμβολή των μαρξιστών στη γενοκτονία των Εβραίων» ή «γιατί η κοινωνιολογία κάνει κακό στα παιδιά μας» ή «η ιδέα της κοινωνικής δικαιοσύνης είναι ρατσιστική και δεν πρέπει να διδάσκεται». Η τάση αυτή θίγει την ταυτότητα και την αξιοπρέπεια κόσμου που δεν συμφωνούσε με τον ΣΥΡΙΖΑ. Επίσης είναι η δεξιά στροφή του ΚΙΝΑΛ. Όχι μόνο επαναλαμβάνει κάθε φορά όσα λέει η ΝΔ, αλλά έχει προσχωρήσει σε βαθιά εθνικιστικές θέσεις όταν ισχυρίζεται, για παράδειγμα, ότι η συμφωνία των Πρεσπών παρέδωσε γλώσσα, έθνος και ταυτότητα. Αυτά τα δυο στοιχεία, λοιπόν, λειτούργησαν μαζί με αυτό που όλοι βλέπουν, δηλαδή ότι υπάρχει απειλή της ακροδεξιάς στην Ευρώπη.
Η αντιπολίτευση πώς βλέπει το εγχείρημα;Προσπαθεί να αποδομήσει, να ανατρέψει, να τορπιλίσει οτιδήποτε βγάζει τον ΣΥΡΙΖΑ από την απομόνωση. Αυτό επέσυρε τη μήνιν όχι μόνο της αντιπολίτευσης, αλλά και των φιλικών της συγκροτημάτων Τύπου. Και βέβαια κανείς δεν γνωρίζει ποιος παίρνει γραμμή από τον άλλο, ποιος καθοδηγεί ποιον.
Πώς δέχεται η κοινωνία το εγχείρημα της Γέφυρας; Έχει διατυπωθεί η άποψη ότι τα στελέχη της είναι γνωστοί διανοούμενοι ή επιστήμονες, όμως με ασθενή λαϊκή απεύθυνση.Αυτό είναι σωστό. Πρόκειται, όντως, για διανοούμενους ή στελέχη κομματικά, τα οποία δεν ήταν στα μαζικά κινήματα ή οργανώσεις τον τελευταίο καιρό. Όμως, ερωτώ: βλέπουμε πολλές μαζικές οργανώσεις σήμερα, πολλούς μαζικούς κοινωνικούς χώρους από τους οποίους θα βγουν εκπρόσωποι; Ίσα – ίσα τα τελευταία χρόνια της κρίσης πάρα πολλές συλλογικότητες πια έχουν, κατά κάποιον τρόπο, εξατμισθεί, δεν λειτουργούν ως συλλογικότητες. Ωστόσο, το εγχείρημα έδωσε τη δυνατότητα να ξανασυναντηθεί κόσμος που είχε αποστασιοποιηθεί από την ενεργό δράση, να επαναληφθεί αυτό που είχε γίνει στην αρχή της κρίσης, όταν υπήρχε ένας έντονος αυτοσχεδιασμός ως προς το πολιτικό μέλλον. Αυτός είναι ο πυρήνας της πολιτικής συζήτησης, και δεν έχει, αναγκαστικά, πρόσημο αριστερότερα ή δεξιότερα του ΣΥΡΙΖΑ.
Έχει αρχίσει ακόμη συζήτηση για προγραμματικές θέσεις;Αυτό είναι το επίδικο της επόμενης μέρας. Η χθεσινή διαδικασία ήταν μια πρώτη συνάντηση για μια προγραμματική σύγκλιση. Συζητήσεις έγιναν επίσης για το κείμενο των ευρωεκλογών και εντάσσονται σ’ αυτό το στόχο. Επίσης, θα ακολουθήσουν και θεματικές συζητήσεις. Αυτό εξαρτάται, βέβαια, και από τη δυνατότητα του ΣΥΡΙΖΑ, ως κύριου κομματικού μηχανισμού που, κατά κάποιον τρόπο, είναι ο υποδοχέας αυτού του κύματος, να εντάξει μέσα στις προγραμματικές του αναζητήσεις τη συζήτηση αυτή. Στον ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε μια αντίληψη των πραγμάτων έως το 2015, αποτυπωμένη σε θεωρητικές θέσεις, χαρακτηριστική της ριζοσπαστικής αριστεράς και του αντιμνημονιακού αγώνα. Εγκαταλείφθηκε από το 2015, μετά από την αναγκαστική εμπειρία της διακυβέρνησης, μέσα στις συμπληγάδες του μνημονίου. Τι έμεινε; Είτε μια θεωρητική συζήτηση ξεκομμένη από την πραγματικότητα, πάρα πολύ ριζοσπαστική αλλά κενή περιεχομένου, είτε μια ρητορική που κάλυπτε τις αναγκαστικές και αναγκαίες προσαρμογές με ριζοσπαστικά λόγια. Το ζητούμενο, όχι μόνο από τις «Γέφυρες» ή τις συνεργαζόμενες κινήσεις, αλλά, λογικά, και από τον κόσμο του ΣΥΡΙΖΑ, είναι η επανοηματοδότηση της πολιτικής με ένα περιεχόμενο που θα είναι, ταυτόχρονα, και προοδευτικό και ρεαλιστικό. Είναι σπουδαίο αυτό που συνετελέσθη, παρά τα λάθη ή τις ανεπάρκειες, αλλά πάνω σε αυτή την πολύτιμη εμπειρία του «τι σημαίνει να κυβερνάς αριστερά μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες επιτροπείας και κρίσης», πάνω σε αυτό πρέπει να χτίσουμε, αυτό πρέπει να κεφαλαιοποιήσουμε, αυτό πρέπει να γίνει αφετηρία μιας νέας πολιτικής ενσυναίσθησης. Διαφορετικά θα λέμε λόγια που θα ακούγονται ευχάριστα, αλλά δεν θα έχουν πραγματικό περιεχόμενο.
Ξεκινά μια συνεργασία. Πώς θα αποκτήσει δυναμική και εύρος, να μην μείνει «ο ΣΥΡΙΖΑ και κάποιες δυνάμεις»;Δεν μπορείς να ξορκίσεις τους κινδύνους, υπάρχουν. Το στοίχημα εδώ δεν είναι να δημιουργηθεί μια αριθμητική συμπαράταξη, δηλαδή, ΣΥΡΙΖΑ συν λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις, αλλά να αλλάξει το ίδιο το εγχείρημα, να συγκροτηθεί ο προοδευτικός πόλος. Γι’ αυτό και στις συζητήσεις μας δίνουμε έμφαση, κυρίως, στα ζητήματα που πρέπει να μας απασχολήσουν το επόμενο διάστημα. Ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε μια μεγάλη διαδρομή που δεν πρέπει να μηδενίσουμε, όποιες επιφυλάξεις και αν έχεις. Η διαδρομή έδειξε ότι μια Αριστερά αν δεν μπει στο κυβερνητικό παιχνίδι, δεν το διεκδικήσει, θα φυλλορροήσει και ο διαμαρτυρόμενος κόσμος κινδυνεύει να πάει στην ακροδεξιά. Άρα, η διακυβέρνηση είναι, πια, κεντρική στα προγράμματα της Αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι δεν παίρνω τα προγράμματα όπως τα είχα διατυπώσει πριν και τα βάζω στην καινούργια πράξη. Χρειάζεται να αναδιοργανωθούν, και απ’ αυτό στην πράξη πρέπει να μάθουμε τι είναι η καινούργια αριστερή ταυτότητα, ο νέος τρόπος δράσης ενός αριστερού κινήματος. Όχι να μιλάμε για ήττες, όχι να ντρεπόμαστε, όχι να κρύβουμε κάτω από το χαλί. Νομίζω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εδώ έχει καταθέσει πράγματα που δεν θα τα ονόμαζα «η τεχνολογία των υποχωρήσεων», αλλά τεχνογνωσία για το τι σημαίνει να κυβερνάς σε δύσκολες συνθήκες. Και δεν υπάρχει διακυβέρνηση σε εύκολες συνθήκες. Επομένως, αυτή την εμπειρία πρέπει να κεφαλαιοποιήσει η αριστερά, αυτή να κάνει πυρήνα της ταυτότητας της.
Ποια είναι τα βασικά συστατικά της;Πρώτον, είναι μια πολιτική για τους πολλούς, όχι τους λίγους. Καιρό τώρα δεν μιλάω για νεοφιλελευθερισμό όσο για νεοδαρβινισμό, πολιτική που ευνοεί πολύ λίγους που έχουν δυνατότητες, μπορεί να τα καταφέρουν, και καταδικάζει τους πολλούς στη φτώχεια και στην περιθωριοποίηση. Άρα, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι με τους πολλούς. Δεύτερο, ο κόσμος αλλάζει ραγδαία τεχνολογικά, η ανεργία θα μεγαλώσει και θα είναι δομική. Χρειάζεται μια σύλληψη πώς αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της ανεργίας στις νέες συνθήκες. Τρίτο, μια βόμβα υπάρχει στην Ελλάδα και δεν τη βλέπουμε: το δημογραφικό. Ο πληθυσμός συρρικνώνεται και αυτό σημαίνει ότι αυξάνονται οι ηλικιωμένοι, άρα οι ανάγκες σε νοσοκομεία, πρόνοια, συντάξεις κτλ. Οι δαπάνες αυτές θα καταλαμβάνουν όλο και μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού. Χρειάζονται νέοι νεανικοί πληθυσμοί, άρα και ανάλογη πολιτική υποδοχής. Χρειάζεται εκπαιδευτικό σύστημα ικανό να τους εντάξει –γλώσσα, δικαιώματα, κουλτούρα κ.ά. Χρειάζεται να αντιμετωπιστούν τα αντιθετικά συναισθήματα του πληθυσμού, που μοιραία θα αναπτύξει, όπως συνέβη μετά το 1922 με τους πρόσφυγες ή στη δεκαετία του ’90 εναντίον των Αλβανών. Τέταρτο, είναι η ανάγκη παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, ζήτημα που άπτεται των υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων. Η χώρα έχει συρρικνωθεί παραγωγικά ήδη πριν την κρίση, πριν χρεοκοπήσει. Άρα αυτό που απαιτείται βγαίνοντας από την κρίση, είναι η αναδόμηση, η παραγωγική ανασυγκρότηση, καθόλου εύκολο. Η προηγούμενη έγινε μετά το 1950 και 85% προερχόταν από εθνικούς πόρους και ίδιους πόρους. Μόνο 15% ήταν από συνδυασμένη δράση του κράτους και των ξένων επενδύσεων. Η νέα ανασυγκρότηση πού θα πατήσει, πώς θα είναι; Έχουμε μπροστά μας μια εντελώς νέα εποχή με εντελώς διαφορετικά προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Χρειάζεται ευρύτερη βάση και νέες επεξεργασίες. Νομίζω αυτά είναι τα διακυβεύματα των εκλογών, και βέβαια της νέας εποχής. Πολλές φορές, δε, οι πολιτικές δυνάμεις σχηματίζονται ακριβώς σε αναμέτρηση με τα προβλήματα αυτά.
•