Του Στράτου ΚερσανίδηΕίναι κάτι παιδιά που δεν μοιάζουν με τα άλλα. Που από κάποια γνωστή ή άγνωστη αιτία διαμορφώνουν αποκλίνουσες συμπεριφορές, γίνονται βίαια, αντικοινωνικά. Είναι και η οικογένεια στην οποία μεταφέρεται το πρόβλημα, το οποίο μεγιστοποιείται όταν αυτή έχει τα δικά της προβλήματα, όπως π.χ. αν είναι μονογονεϊκή, με οικονομικά προβλήματα κ.λπ.
Ο Ξαβιέ Ντολάν θεωρείται -και είναι- το παιδί θαύμα το γαλλόφωνου καναδικού (Κεμπέκ) κινηματογράφου. Μόλις 25 ετών, έχει ήδη σκηνοθετήσει πέντε μεγάλου μήκους ταινίες, με την πρώτη στα 19 του. Η τελευταία του ταινία, «Mommy», μοιράστηκε, με το Ζαν Λικ Γκοντάρ παρακαλώ, το βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ των Κανών. Εκρηκτικό ταλέντο, ο Ντολάν σκηνοθετεί, γράφει το σενάριο, χειρίζεται την κάμερα, επιμελείται τα κοστούμια και τα σκηνικά, κάνει το μοντάζ, είναι παραγωγός, συχνά πρωταγωνιστεί κιόλας. Όλους τους παραπάνω ρόλους, εκτός από τον τελευταίο, έχει ο Ντολάν στο «Mommy», μια ταινία-γροθιά η οποία καταπιάνεται με ένα θέμα που συχνά η κοινωνία μας το αντιμετωπίζει με την «εύκολη» λύση της καταστολής.
Με το ξεκίνημα της ταινίας διαβάζουμε πως η ιστορία που πρόκειται να παρακολουθήσουμε διαδραματίζεται σε ένα φανταστικό Καναδά, όπου μετά τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2015 εκλέγεται μια νέα κυβέρνηση. Μετά από δύο μήνες παρουσιάζεται το νομοσχέδιο 8-18 με το οποίο τροποποιείται η πολιτική των υπηρεσιών υγείας. Συγκεκριμένα με τον αμφιλεγόμενο νόμο S-14 ορίζεται πως ο γονέας τέκνου με προβληματική συμπεριφορά, που έχει οικονομική δυσχέρεια και αντιμετωπίζει σωματικό ή ψυχολογικό κίνδυνο έχει το ηθικό και το νομικό δικαίωμα να δώσει το παιδί του στη φροντίδα οποιουδήποτε δημόσιου νοσοκομείου χωρίς καμία περαιτέρω νομική διαδικασία. Στη συνέχεια, ξεκινά η ταινία και όλα τα παραπάνω ξεχνιούνται για να τα θυμηθούμε ξανά προς το τέλος.
Όλα αρχίζουν σε ένα ίδρυμα που φιλοξενεί παιδιά με βίαιη συμπεριφορά. Εκεί βλέπουμε την Ντι να πηγαίνει για να παραλάβει το 16χρονο γιο της, Στιβ, ο οποίος αποβάλλεται επειδή επιτέθηκε και τραυμάτισε σοβαρά ένα άλλο παιδί. Δεν έχει άλλη επιλογή παρά να πάρει το γιο της στο σπίτι. Η Ντι είναι χήρα, μένει άνεργη και πρέπει να φροντίσει το γιο της, τον οποίο υπεραγαπά. Οι συγκρούσεις ανάμεσά τους είναι συνεχείς, εκείνη προσπαθεί για το καλύτερο ενώ ψάχνει για δουλειά, εκείνος δημιουργεί προβλήματα. Η σχέση τους διαρκώς δοκιμάζεται μέχρις ότου η καταλυτική εμφάνιση της Κάιλα, μιας γυναίκας που μετακόμισε με τον άντρα και τον παιδί της στο απέναντι σπίτι θα αλλάξει τις ισορροπίες. Η Κάιλα είναι δασκάλα σε αναρρωτική άδεια λόγω κάποιου ψυχολογικού προβλήματος και προσφέρεται να βοηθήσει την Ντι και τον Στιβ αναλαμβάνοντας μάλιστα να του κάνει κατ’ οίκον μαθήματα. Η Ντι, ο Στιβ και η Κάιλα χαίρονται τη σχέση τους. Η μητέρα είναι αισιόδοξη και έχει βρει μια προσωρινή δουλειά, ο Στιβ κάνει όνειρα για να σπουδάσει, η Κάιλα αρχίζει να γελάει. Το μέλλον δεν είναι πια σκοτεινό αλλά γεμάτο ελπίδα. Τι συμβαίνει όμως με το παρελθόν; Μια αγωγή φτάνει με το ταχυδρομείο και οι γονείς του παιδιού που τραυμάτισε ο Στιβ στο ίδρυμα ζητούν ένα τεράστιο ποσό το οποίο ξόδεψαν για την αποκατάστασή του. Η Ντι ζητά τη βοήθεια ενός γείτονα δικηγόρου ο οποίος την φλερτάρει. Η ιδέα δεν αρέσει στο Στιβ, η έξοδος των τριών θα είναι καταστροφική. Υστερα θυμόμαστε την αρχή, το νόμο S-14.
Όπως έχει πει ο Ντολάν, αυτό που τον εμπνέει και αγαπά περισσότερο από κάθε τι, είναι η μητέρα του. «Και όταν λέω η μητέρα μου, νομίζω ότι εννοώ η μητέρα γενικά, η φιγούρα που αντιπροσωπεύει», λέει. Έτσι ο ίδιος μας οδηγεί, ήδη με τον τίτλο «Mommy», σε αυτό που θέλει. Σε μια ταινία που κυριαρχεί το πρόσωπο της μητέρας, μια γυναίκα η οποία αγωνίζεται να μεγαλώσει μόνη ένα παιδί με προβλήματα δείχνοντας του την απεριόριστη αγάπη της. Μια γυναίκα η οποία δοκιμάζει τα όρια των αντοχών της, που δεν έχει προσωπική ζωή, που οι σχέσεις της περιορίζονται στη νέα γειτόνισσα. Κι εκείνη; Μια άλλη γυναίκα, κάπως αινιγματική, με τα δικά της προβλήματα. Η μητρότητα και οι σχέσεις σε μια ταινία που είναι γυρισμένη με δυναμισμό και νεύρο. Με την κάμερα να κινείται και να καταγράφει τις εκρήξεις του Στιβ, την απόγνωση της Ντι, τις αντιδράσεις της Κάιλα.
Η σκηνοθεσία είναι στεγνή, σχεδόν κυνική. Ο Ντολάν δεν αφαιρείται ούτε στιγμή, οι εύκολοι μελοδραματισμοί εξοβελίζονται, οι χαρακτήρες διογκώνονται. Σε πολλές περιπτώσεις η ζωή είναι σκληρή και οι άνθρωποι οφείλουν να πάρουν αποφάσεις. Δύσκολες αποφάσεις. «Αυτός ο κόσμος δεν έχει πολλή ελπίδα», λέει η Ντι στην τελευταία της συζήτηση με την Κάιλα. «Αλλά μ’ αρέσει να πιστεύω ότι είναι γεμάτος από ανθρώπους που πιστεύουν. Καλύτερα έτσι, γιατί όσοι ελπίζουμε μπορούμε να αλλάξουμε τα πράγματα», συνεχίζει.
strakersan@gmail.com
kersanidis.wordpress.com