Γιάννης Παλαβός, «Το παιδί», εκδόσεις Νεφέλη 2019, σελ. 105Ο Γιάννης Παλαβός είναι σχετικά ολιγογράφος. Ξεκίνησε αρκετά νέος να δημοσιεύει, ήδη στα 27 του, και σήμερα, δώδεκα χρόνια μετά, έχει στο ενεργητικό του τρεις συλλογές διηγημάτων. Την πρώτη του, «Αληθινή αγάπη κι άλλες ιστορίες» (εκδ. Intro Βooks), την έχει περίπου αποκηρύξει, η δεύτερη όμως, το περίφημο «Αστείο» (εκδ. Νεφέλη 2012), τον εκτόξευσε στην εκτίμηση της κριτικής, στη συνείδηση των ομοτέχνων του, στους κύκλους των πιο «ψαγμένων» αναγνωστών, του χάρισε μάλιστα, πολύ νωρίς, ένα Κρατικό Βραβείο αλλά και το βραβείο ενός ηλεκτρονικού περιοδικού.Παράλληλα ασχολήθηκε και με το κόμικ καθώς συνέγραψε δύο σενάρια κόμικ, μαζί με τον Τάσο Ζαφειριάδη, το «Πτώμα» (εκδ. Jemma Press 2011) και το «Γρα-Γρου» (εκδ. Ίκαρος 2017) που κυκλοφόρησε με εικονογράφηση του Θανάση Πέτρου. Το δεύτερο, μάλιστα, βραβεύτηκε επίσης με τα βραβεία Καλύτερου Κόμικς και Σεναρίου στα Ελληνικά Βραβεία Κόμικς.Τώρα δημοσίευσε την τρίτη του συλλογή διηγημάτων, με τίτλο «Το παιδί». Ο τίτλος δόθηκε από το ομότιτλο διήγημα, το τελευταίο από τα δώδεκα της συλλογής, τα οποία ο συγγραφέας παίδευε επί χρόνια. Φαίνεται αυτό το παίδεμα στο γράψιμο, καθώς η ντουζίνα αυτή των διηγημάτων χαρακτηρίζεται από μεγάλη οικονομία στη γραφή, συμπύκνωση, έμφαση στο ουσιώδες. Είναι μια συλλογή, μάλιστα, που δεν έχει ιδιαίτερα φανταστικά στοιχεία, όπως το «Αστείο», είναι πολύ πιο γειωμένη στο βουνίσιο χώμα και τη σκληρότητά του, και το μόνο στοιχείο που δείχνει φανταστικό, είναι το θρησκευτικό, που συνοδεύει αβίαστα τη ζωή των χωρικών φτάνοντας στο σημείο να δείχνει παράλογο στα μάτια ενός μη μυημένου τρίτου. Περιγράφει πολύ ωραία ο Παλαβός τις ακραίες επιπτώσεις μιας αδιόρατης επιβολής του θρησκευτικού στοιχείου στην καθημερινότητα της επαρχιακής κωμόπολης, όταν λ.χ., στο διήγημα «Μάτια», δύο ξαδέλφια εμφανίζονται να έχουν κάνει φυλακή επειδή σκότωσαν τον παπά, για τον απίθανο λόγο ότι αυτός αρνήθηκε να κάνει λειτουργία στο παρεκκλήσι τους. Κάτι που, προφανώς, τους έθιξε ως χριστιανούς.
Στο ίδιο το διήγημα που δίνει τον τίτλο της συλλογής, «Το παιδί» είναι ο Χριστός που σαν σε όραμα βλέπει να παίρνει στην αγκαλιά της μια γυναίκα που δεν έκανε οικογένεια ποτέ. Πίσω από τον τίτλο αυτό, όμως, υποκρύπτεται μάλλον και η διάθεση του συγγραφέα να λύσει τους λογαριασμούς του με τα παιδικά του χρόνια.
Η σκληρότητα της ζωήςΗ δράση τοποθετείται στο Βελβεντό Κοζάνης, όπου ο Γιάννης Παλαβός γεννήθηκε και μεγάλωσε. Δίπλα είναι τα Πιέρια αλλά και ο Αλιάκμονας, στο σημείο μάλιστα που έχει τροφοδοτήσει μια τεχνητή λίμνη, μέσω φράγματος. Ωραία τοπία βουνίσια, πνιγμένα στο χιόνι το χειμώνα, με έλατα και ροδακινιές, με αλεπούδες και λύκους. «Τόπος σαν από κρύο μάρμαρο», όπου όμως την άνοιξη «τα αγριολούλουδα απλώνονται ζωγραφιά».
Σε κάθε διήγημα υπάρχει ένα στοιχείο καθοριστικό, είτε ως δραματικό γεγονός, είτε ως γκροτέσκο, είτε ως ισχυρή παραδοξότητα, που κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη ενώ ταυτόχρονα αποτυπώνει μια συνθήκη σκληρότητας, εδώ βέβαια καλά χωνεμένης στην πραγματικότητα της αγροτικής κοινωνίας, που θέλει όμως ταυτόχρονα να αποδώσει στο χαρτί μια γενικότερη σκληρότητα της ζωής. Στο διήγημα «Ο σταυρός», λ.χ., το δεύτερο της συλλογής, είναι Πάσχα και μια παρέα παιδιών που τελειώνει το Δημοτικό περιμένει έξω από την εκκλησία να πάρει το σταυρό, τα εξαπτέρυγα και τα μανουάλια για την περιφορά. Όλα θέλουν το σταυρό και εντέλει δεν λαμβάνεται υπόψη το ποιος έφτασε πρώτος στην εκκλησία αλλά ο νόμος της ωμής ισχύος, του πιο δυνατού, όπου οι εσωτερικές ιεραρχήσεις γίνονται με όρους πρωτόγονης κοινωνίας. Πολύ δυνατό διήγημα αυτό, όπως και το επόμενο όπου το ρόλο της ισχύος αλλά και του πεπρωμένου αναλαμβάνει η φύση. Το διήγημα λέγεται «Η λιακάδα» αλλά εκτυλίσσεται σε περιβάλλον εντελώς χειμερινό, όπου το κυνηγητό μιας λυσσασμένης αλεπούς καταλήγει στο δάγκωμα του ενός από τους δύο κυνηγούς από την αλεπού στην καρωτίδα και στο θάνατό του. Η δύναμη της οικονομίας του λόγου αλλά και του επικρατούντος εντέλει εγωισμού είναι και εδώ εντυπωσιακή: «Είπαν ότι είχε μολυνθεί, αλλά ο ιός ήθελε εβδομάδες να επωαστεί. Η αιμορραγία και το κρύο τον είχαν καταβάλει. Τον κήδεψα στο χωριό δυο μέρες μετά. Οι γιατροί μου έδωσαν αγωγή, μ’ έβλεπαν κάθε Δευτέρα και Πέμπτη για ένα μήνα. Δεν κόλλησα».
Στο διήγημα «Η πένσα» ο αφηγητής αποκτά δίδυμα, έχει οικονομικό πρόβλημα και για να ανταπεξέλθει στα έξοδα βγαίνει να κυνηγήσει λύκους με σκοπό να τους σκοτώσει και να πάρει σε αντάλλαγμα χρήματα και ζώα από το δασαρχείο και τους βοσκούς. Βρίσκει τη λυκοφωλιά, σκοτώνει τα μικρά, βασανίζει όμως πρώτα το ένα ώστε η λύκαινα να ακούσει τις τσιρίδες, να έρθει και να μπορέσει αυτός να την σκοτώσει. Μετά γυρνά στη σύζυγό του και στα δικά του μικρά. Υποδειγματικό διήγημα και αυτό, όπου ο άνθρωπος γίνεται λύκος, όπου η ιδέα του να εκλαμβάνεται το ζώο σαν αντικείμενο μπορεί να μην απέχει πολύ και από την πρόσληψη του άλλου, του ξένου, του διαφορετικού, ως ανθρώπου δεύτερης κατηγορίας με την ανάλογη μεταχείριση.
Ιστορίες δεμένες πάνω σε βιώματαΥπάρχουν και διηγήματα πιο κρυπτικά, με μια κεκαλυμμένη τρυφερότητα, όπως ο «Ζήνος», όπου τα παιδιά δίνουν στο χιονάνθρωπο το όνομα του αλκοολικού πατέρα τους ή το «Δέντρο», όπου μια άγρια καρυδιά κρύβει στις ρίζες της τον πόνο ενός παλιού φονικού (το θύμα θάφτηκε από κάτω και το ανακαλύπτει ο γιος του πενήντα χρόνια μετά). Η γυναίκα στην οποία ανήκει το χωράφι με την καρυδιά, λέει στον γιο του θύματος: «όποτε θέλεις, ξέρεις πώς να ’ρθεις». Και μετά σκέφτεται: «Το Σεπτέμβρη, αφού μαζέψουμε τα όψιμα και φύγει ο μικρός, θα φυτέψω χρυσάνθεμα γύρω απ’ το δέντρο και θα βάλω ένα παγκάκι, να κάθεται ο ξένος όταν έρχεται, ν’ ακούει τα φύλλα να θροΐζουν, το ρέμα να βουίζει».
Οι ιστορίες, χωρίς να είναι ακριβώς αληθινές, πατάνε σε αφηγήσεις ηλικιωμένων και βιώματα του ίδιου του συγγραφέα. Κάτι που προκαλεί ευχάριστη έκπληξη είναι ότι και σήμερα, στο μετανεωτερικό κόσμο που ζούμε, μπορούν ακόμα να γράφονται και να συγκινούν ιστορίες βγαλμένες από την προηγούμενη φάση της ανθρωπότητας, επιβεβαιώνοντάς μας εντέλει ότι τίποτα δεν εξαφανίζεται, ότι όλοι οι προηγούμενοι κόσμοι συνυπάρχουν με το σημερινό, έστω και αν δεν φαίνονται με γυμνό μάτι. Και κάτι ακόμα που εντυπωσιάζει είναι η διατήρηση του νήματος της συνέχειας του ελληνικού διηγήματος που, με φρεσκαρισμένη γλώσσα, με καινούριες ιστορίες και εκσυγχρονισμένους τρόπους, πατάει γερά στο παρελθόν, στους σπουδαίους διηγηματογράφους του 19ου και του 20ού αιώνα και συνεχίζει να είναι σφριγηλό και αφαιρετικό, σε εποχές λογοδιάρροιας, αμετροέπειας και γενικότερης χαλαρότητας του λόγου.
Μανώλης Πιμπλής