Έτσι, λοιπόν, εξηγείται και η στάση τους στην πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 86 του συντάγματος, και οι επιθέσεις τους κατά των δικαστών, και οι κραυγές που διαλαλούν την αθωότητά τους, πριν ακόμα υπάρξει δίωξη. Ήταν τόσο σίγουροι ότι, με τις νομοθετικές και συνταγματικές ρυθμίσεις που είχαν μηχανευτεί, θα έμεναν για πάντα στο απυρόβλητο, ώστε ανησύχησαν ανυπόφορα και με τη συνταγματική αναθεώρηση, και με την επιστροφή της δικογραφίας από τη Βουλή στους εισαγγελείς, και με τις έρευνες που συνεχίζονται.
Γι’ αυτό και δεν υπερψήφισαν το τμήμα εκείνο του άρθρου 86, που μιλάει για αδικήματα υπουργών επ’ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων τους, όπως η δωροδοκία ή το ξέπλυμα. Γι’ αυτό και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μείνει η δικογραφία στη Βουλή. Γι’ αυτό απειλούν θεούς και δαίμονες που δεν τελειώνει αυτή η υπόθεση, να πάμε όλοι ήσυχοι στα σπίτια μας και να επιστρέψουμε στα πατροπαράδοτα: καταδικάζουμε τα σκάνδαλα, αλλά απαλλάσσουμε τους αυτουργούς.
Ούτε για το τεκμήριο αθωότητας νοιάζονται μήπως τρωθεί, ούτε για την καταδίκη τους φοβούνται όσοι δεν έχουν κάνει κάτι μεμπτό, ούτε για την πολιτική φθορά που μπορεί να υποστούν ανησυχούν -διαφορετικά δεν θα έβγαιναν ανοιχτά να υποστηρίξουν εκπρόσωποι και των δύο, ΝΔ και ΚΙΝΑΛ, ότι τα περί τη Νοβάρτις αδικήματα έχουν παραγραφεί. Υπάρχει μεγαλύτερη πολιτική φθορά από αυτή την παραδοχή; Δηλαδή, ότι η μόνη εξασφάλισή τους είναι η παραγραφή! Αν έχουν ξεσηκώσει τον κόσμο, δεν είναι μόνο για τον κίνδυνο μήπως βρεθεί καταδικασμένος κάποιος δικός τους άνθρωπος. Είναι και θέμα αρχής: τα σκάνδαλα πρέπει με ανοιχτοχεριά να αναγνωρίζονται, αλλά γι’ αυτά δεν είναι ανάγκη να πληρώνει κανείς. Τουλάχιστον από τους «άριστους».