ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ: ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝΠριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε το βιβλίο του Βαγγέλη Καραμανωλάκη «Ανεπιθύμητο παρελθόν: Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ο αιώνα και η καταστροφή τους» από τις εκδόσεις Θεμέλιο και τη σειρά Ιστορική Βιβλιοθήκη, τη διεύθυνση της οποίας θα αναλάβει πλέον ο συγγραφέας. Στην παρουσίαση του βιβλίου μίλησαν οι Δήμητρα Λαμπροπούλου και Στρατής Μπουρνάζος, αναφερόμενοι κυρίως στην ιστορική σημασία του βιβλίου, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης, αναφερόμενος στη σχέση του φόβου με τους φακέλους και ο Δημήτρης Πλουμπίδης, ο οποίος εστίασε στο ατομικό και συλλογικό τραύμα. Το συντονισμό της συζήτησης είχε ο Ηλίας Νικολακόπουλος, ο οποίος αναφέρθηκε στην ύπαρξη γκρίζων ζωνών στο χώρο που τυπικά ονομαζόταν εθνικοφροσύνη. «Την εθνικοφροσύνη συχνά την προσλαμβάνουμε ως ένα δίπολο, εθνικόφρονες και μη. Αυτό που προκύπτει και από τους φακέλους, αλλά και από όλη την ιστορική έρευνα, είναι ότι αποτελούσε ένα συνεχές διαβαθμισμένο, και επομένως μπορούσε κανείς με όλο το γραφειοκρατικό μηχανισμό των φακέλων, να μεταπηδήσει από τη μία κατηγορία στην άλλη, χωρίς να διαταράσσεται αυτό το αρχικό και ασφυκτικό δίπολο. Ο Βαγγέλης εστιάζει όχι μόνο στους δεδομένους πρωταγωνιστές της Αριστεράς, για τους οποίους οι φάκελοι δεν μας μαθαίνουν και πολλά πράγματα πλέον, αλλά εστιάζει κυρίως σε αυτή τη διαχείριση της γκρίζας ζώνης, από ένα φρικτό μηχανισμό παρακολούθησης και ταξινόμησης των ανθρώπων», τόνισε μεταξύ άλλων. Παρουσιάζουμε σήμερα αποσπάσματα από τις ομιλίες τους.
Επιμέλεια: Ιωάννα Δρόσου Φάκελοι παντού 17,5 εκατομμύρια φάκελοι καταστράφηκαν το 1989Της Δήμητρας Λαμπροπούλου*Μελετώντας τους φακέλους που το ελληνικό κράτος δημιούργησε στην πορεία του 20ου αιώνα ώστε να επιτηρήσει, να ελέγξει και να αντιμετωπίσει τον εσωτερικό του εχθρό, ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης τοποθετεί το ελληνικό παράδειγμα στο κάδρο μιας μεγάλης ιστορίας της αστυνόμευσης των προϋποθέσεων και των πολιτικών παραγώγων της, δημιουργώντας αφετηρίες για συγκριτικές ερμηνείες.
Τι είναι οι φάκελοι;Ο Βαγγέλης ορίζει τους φακέλους, που συγκροτήθηκαν από τις ελληνικές κρατικές υπηρεσίες μέχρι το 1975, ως ένα επιχειρησιακό εργαλείο συγκέντρωσης πληροφοριών για τον αντίπαλο. Ως το προϊόν ενός τεράστιου μηχανισμού με εκτεταμένες δικαιοδοσίες, του οποίου η διατήρηση προϋπέθετε μια συνεχώς εξελισσόμενη τεχνογνωσία και ένα ιδιαίτερα υψηλό οικονομικό κόστος. Μια γραφειοκρατία που αποσκοπούσε στον πλήρη έλεγχο της κοινωνίας. Εξασφάλιζε κονδύλια για τη συντήρηση και την εξάπλωσή της και συντηρούσε, βεβαίως, τον πολιτικό διχασμό.
Δύο φάκελοι για κάθε ζώντα πολίτηΣτο πλαίσιο των έκτακτων μέτρων του εμφυλίου εντοπίζεται, όπως ήταν αναμενόμενο, η πρώτη σημαντική πύκνωση της συγκέντρωσης πληροφοριών και της άσκησης πρακτικών για τον έλεγχο φρονημάτων και τη στοιχειοθέτηση διώξεων, όσων θεωρούνται αντίπαλοι του κοινωνικού καθεστώτος. Η δήλωση νομιμοφροσύνης των δημοσίων υπαλλήλων που εγκαινιάζεται το 1948, αποτελεί μια καινοτομία για τη δημόσια διοίκηση. Ο Βαγγέλης δείχνει πειστικά πως από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά, οι υπηρεσιακοί φάκελοι των υπαλλήλων μετασχηματίζονται σε φακέλους νομιμοφροσύνης. Αυτοί θα αποτελέσουν μία από τις πολλές κατηγορίες φακέλων, που θα κατακλύσουν τα κρατικά αρχεία, προκειμένου να συμβάλλουν στον περιορισμό, την αναχαίτιση, τη δίωξη και την τιμωρία του εσωτερικού εχθρού. Φάκελοι της δημόσιας διοίκησης, της Ασφάλειας, της ΚΥΠ, των ενόπλων δυνάμεων. «Φάκελοι παντού», όπως γράφει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης. 17,5 εκατομμύρια ήταν οι φάκελοι που θα καταστρέφονταν το 1989, πράγμα που σημαίνει ότι αναλογούσαν περίπου δύο σε κάθε ζώντα πολίτη αυτής της χώρας.
Γιατί κάηκαν οι φάκελοι το ’89;Αυτό είναι εν τέλει το κεντρικό ερώτημα του βιβλίου. Ερώτημα βασανιστικό στη διατύπωσή του και εξόχως περίπλοκο, ως προς τους όρους που το συνθέτουν. Περιέχει και συνδέει μια πράξη πολιτικού συμβολισμού, την καύση, ένα εργαλείο πολιτικού ελέγχου, τους φακέλους, ένα χρονικό ορόσημο μιας πολιτικής καμπής στη διεθνή και καθ’ ημάς συγκυρία του 1989.
Οι διαδρομές των φακέλων σε όλη τη διάρκεια του 20ου αιώνα εξελίχθηκαν παράλληλα με μια σειρά από μεταβάσεις στο πολιτικό σύστημα, λέει ο Β. Καραμανωλάκης. Καθοριστικό για την ελληνική περίπτωση αυτού του κατασταλτικού εργαλείου ήταν ότι για περισσότερο από πενήντα χρόνια οι ελληνικοί φάκελοι αποτέλεσαν προϊόν μηχανισμών που εξέθρεψαν διαδοχικά δημοκρατικές κυβερνήσεις και δικτατορικά καθεστώτα. Γιατί όμως δεν υπήρξαν μαζικές αντιδράσεις υπέρ της διάσωσης των φακέλων, όπως έγινε για παράδειγμα στη Γερμανία, με το αρχείο της Στάζι ή στην Παραγουάη με τα αρχεία που συγκρότησαν το αρχείο του τρόμου; Στην ελληνική μετάβαση από τον αυταρχισμό στη δημοκρατία η αποκατάσταση των αποκλεισμένων έγινε χωρίς να χρησιμοποιηθούν οι φάκελοι. Η διατήρηση των φακέλων δεν συνδέθηκε με την απονομή δικαιοσύνης. Η αποκατάσταση εκείνου του πληθυσμού, που μέσω των φακέλων είχε περιθωριοποιηθεί, πραγματοποιήθηκε χωρίς τη χρήση τους. Το 1975 η νομιμοποίηση των κομμουνιστικών κομμάτων και η κατάργηση των πιστοποιητικών, το 1982 η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης, το 1989 η άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου. Όλα συνέβησαν ερήμην των φακέλων.
* Η Δ. Λαμπροπούλου είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Το κράτος φακέλωνε για να φοβίζειΚαι επειδή φοβάταιΤου Σταύρου Ζουμπουλάκη*Τα ανελεύθερα καθεστώτα δεν προκαλούν μόνο το φόβο, αλλά φοβούνται τα ίδια. Φοβούνται δυνάμει όλους τους ανθρώπους, και για να αντιμετωπίσουν το φόβο τους, προκαλούν τα ίδια φόβο. Η συγκρότηση των φακέλων και των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων αποτελεί έκφραση του φόβου ενός πολιτικού καθεστώτος, είτε της μεταξικής δικτατορίας είτε του μετακατοχικού και εμφυλιακού κράτους, έναντι των κομμουνιστών κυρίως, έναντι της κομμουνιστικής ανταρσίας. Το κράτος φακέλωνε τους ανθρώπους για να τους φοβίζει και επειδή τους φοβάται.
Με την αποδοχή της κοινωνίαςΥπάρχει όμως και μια άλλη σύνδεση του φόβου με τη συγκρότηση των φακέλων. Οι φάκελοι αυτοί δεν φτιάχτηκαν από μόνοι τους, φτιάχτηκαν από ανθρώπους, που δεν ήταν μόνο τα αρμόδια όργανα της Αστυνομίας και της Ασφάλειας, αυτοί που συμπληρώνουν τους φακέλους είναι και συνάδελφοι, γείτονες, συμφοιτητές, περιπτεράδες, θυρωροί, ταξιτζήδες κ.λπ. Όλοι αυτοί δεν γίνονται πληροφοριοδότες της Ασφάλειας από επαγγελματική υποχρέωση ούτε πάντα από ιδεολογική πεποίθηση. Γίνονται πληροφοριοδότες και λόγω πιέσεων και εκβιασμών στους οποίους ενδίδουν. Γίνονται πληροφοριοδότες από φόβο.
Αν ο ρόλος του φόβου στη συγκρότηση των φακέλων είναι σχεδόν προφανής δεν είναι το ίδιο και ο ρόλος του στην καταστροφή τους. Έπαιξε όμως και σε αυτή σημαντικό ρόλο και παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον η κατανόηση του ρόλου του φόβου στην καταστροφή των φακέλων. Η καύση γίνεται με την αποδοχή της κοινωνίας. Εξαίρεση αποτέλεσαν ορισμένοι αγωνιστές και, κυρίως και πιο μαχητικά, οι επαγγελματίες ιστορικοί.
Οι θύτες και τα θύματαΣε αυτούς που αποδέχτηκαν την καταστροφή ανήκουν και θύτες, πληροφοριοδότες, και θύματα, αγωνιστές και αγωνίστριες, κυρίως του κομμουνιστικού κινήματος. Ο Β. Καραμανωλάκης θέτει υπό συζήτηση και υπό μερική αμφισβήτηση τους όρους θύτης και θύμα. Αν οι θύτες έδωσαν πληροφορίες και υλικό πιεζόμενοι και εκβιαζόμενοι, δεν είναι και αυτοί θύματα του καθεστώτος που υποστήριζαν; Υπήρξαν όντως θύματα, αλλά ηθικά θύματα όχι πραγματικά. Οι άλλοι έχασαν τις δουλειές τους, οι άλλοι φυλακίστηκαν, οι άλλοι βασανίστηκαν ή θανατώθηκαν. Η διάκριση θύτη και θύματος είναι πολύ σοβαρή και πρέπει να μην προκαλείται ποτέ σύγχυση επ’ αυτού. Χωρίς τη διάκριση αυτή δεν μπορεί ποτέ να τεθεί το θέμα της δικαιοσύνης και εν συνεχεία της συγχώρεσης.
Το κουράγιο της αλήθειαςΣτην ομόθυμη επιδοκιμασία της καύσης των φακέλων βλέπουμε μια κοινωνία που φοβάται το παρελθόν, επειδή δεν το συζήτησε. Για την αντιμετώπιση όμως αυτού του έλλογου φόβου υπήρχαν λύσεις. Με πρώτη και καλύτερη την παράταση του χρόνου που προβλέπεται για την παράδοση των δημοσίων εγγράφων στη δημοσιότητα. Η επιλογή της καύσης των φακέλων ως συμβολική πράξη που θα συνόδευε το νόμο για την άρση των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου ήταν ανόητη, όπως τόνισε τότε ο Φίλιππος Ηλιού, ακριβώς επειδή ήταν ανεπανόρθωτη. Η πολιτική μπορεί να απομακρύνει το φόβο, να τον διασκεδάζει, δεν μπορεί όμως ποτέ να τον ξεριζώσει και να τον εξαλείψει οριστικά. Τον φόβο που κυρίως πρέπει να απομακρύνει είναι τον ατομικό, εγκαθιδρύοντας κανόνες δικαιοπολιτικούς, ώστε οι πολίτες να μην φοβούνται ο ένας τον άλλον, ούτε αυτούς που τους κυβερνούν. Για τον μετριασμό και την απομάκρυνση του φόβου, όμως, από την κοινωνία δεν αρκούν οι κανόνες δικαίου. Χρειάζεται και κάτι ακόμα, ίσως κάτι παραπάνω. Χρειάζεται το κουράγιο της αλήθειας. Να πούμε και να ακούσουμε την αλήθεια. Η περίπτωση της καταστροφής των φακέλων έδειξε τότε ότι το κουράγιο αυτό μας έλειψε ατομικά και συλλογικά.
* Ο Στ. Ζουμπουλάκης είναι συγγραφέας και πρόεδρος του Εφορευτικού Συμβουλίου της Εθνικής Βιβλιοθήκης Οι φάκελοι ως οικείο κακόΤου Στρατή Μπουρνάζου*Το πρώτο γνώρισμα του βιβλίου είναι η ευτυχής επιλογή θέματος: η καταστροφή των φακέλων είναι ένα θέμα άγνωστο, ένα θέμα σημαντικό και παράλληλα ένα θέμα που μας προσφέρει ένα προνομιακό πρίσμα και παρατηρητήριο για όλη την ελληνική κοινωνία του 20ου αιώνα. Ανοίγονται πολλά θέματα μέσα από αυτή τη μελέτη για τα δικαιώματα, για τη δημοκρατία, για τους μηχανισμούς επιτήρησης, για την ασφάλεια, για τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Ένα δεύτερο γνώρισμα και προσόν του βιβλίου είναι ότι μιλάει για δύσκολα θέματα, για οικεία κακά, θα έλεγα. Ένα τέτοιο θέμα είναι η ιστορία των φακέλων, της συγκρότησής τους, όλη η ιστορία της παρακολούθησης και η ίδια ιστορία, όμως, της καταστροφής τους. Πώς να είναι περήφανη μία κοινωνία για αυτό το παρελθόν; Και εδώ υπάρχουν δύο κίνδυνοι, είτε να μην μιλάς καθόλου, μία στάση που μπορεί να είναι ενίοτε και ωφέλιμη και αναγκαία, είτε να μιλάς καταγγελτικά, επίσης μία στάση εξηγήσιμη, ενίοτε και θεμιτή. Νομίζω ότι πλέον ως ιστορικός, αλλά και ως πολίτης, ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης υιοθετεί μία άλλη στάση, τη στάση της κατανόησης και πώς η συμφιλίωση, παρότι δεν είναι το αντικείμενό του και η οπτική του, μπορεί να έρθει μέσα από την κατανόηση.
Ένα τρίτο γνώρισμα του βιβλίου είναι οι ερμηνείες που αποπειράται, το πώς πατάει στα τεκμήρια γερά, αλλά παράλληλα χρησιμοποιεί εργαλεία της ψυχολογίας. Μας μιλάει για το φόβο, που δεν είναι ένα αφηρημένο μόνο συναίσθημα, είναι ένα προσωπικό γεγονός, γίνεται κοινωνική κατάσταση. Καταφεύγει σε ερμηνεία της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης, χωρίς να υποπίπτει σε έναν ψυχολογισμό.
Γιατί δεν υπήρξε κοινωνική αντίδρασηΑπό την κουβέντα για την καταστροφή των φακέλων συνάγονται ενδιαφέροντα συμπεράσματα που πηγαίνουν στην αντίληψη της ιστορίας που μπορεί να κυριαρχεί στην κοινωνία μας. Σημειώνω δύο επιχειρήματα, ένα βασικό ήταν η καχυποψία σε αυτούς που συμφωνούσαν και σε αυτούς που διαφωνούσαν και σε αυτούς που δεν έπαιρναν θέση, ότι δεν καίγονται, ότι αυτό είναι μια σκηνοθεσία, ότι έχουν περάσει σε κομπιούτερ, ήταν ευρύτατα διαδεδομένη αυτή η άποψη. Αυτό είναι πολύ ενδεικτικό για το τι εικόνα υπάρχει για το ελληνικό κράτος. Παράλληλα, δεν είναι διόλου απίθανο να είναι σωστή. Το δεύτερο σημείο που θέλω να κρατήσω από τη συζήτηση του ’89 είναι ότι τα υλικά των φακέλων είναι «άχρηστα», έχουν πολύ λίγες πληροφορίες. Ήταν ένα επιχείρημα που ακούστηκε πολύ και από αγωνιστές και από ανθρώπους που είχαν υποστεί το φακέλωμα και αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον. Νομίζω ότι μπορούμε να φανταστούμε ένα κύμα οργής και διαμαρτυρίας που θα είχε ξεσηκωθεί αν καίγονταν σημαντικά ή ένδοξα τεκμήρια, γιατί έχουμε το τραυματικό παρελθόν, το ένδοξο παρελθόν, το ανεπιθύμητο παρελθόν. Μέσα από το παράδειγμα των δύο φακέλων, το ένα του «ανώνυμου» και το άλλο του Λεωνίδα Κύρκου μπορούμε να δούμε και πόσο χρήσιμη θα ήταν η διατήρηση και συντήρηση των φακέλων. Αποκαλύπτουν πολλά και σημαντικά στοιχεία όχι μόνο και τόσο για τα υποκείμενα, αλλά για το μηχανισμό της παρακολούθησης, τη λογική του, το δίκτυο που απλώνεται. Και με αυτή την έννοια, το ερώτημα τι είναι ιστορία, ανακύπτει μέσα από τις σελίδες του βιβλίου.
* Ο Στρ. Μπουρνάζος είναι ιστορικός. Υπάρχει επούλωση του τραύματος εξαφανίζοντας τα τεκμήριά του;Του Δημήτρη Πλουμπίδη*Θα προσπαθήσω να εξετάσω το κάψιμο των φακέλων με έναν από τους κύριους άξονες, αυτόν της διαχείρισης του τραύματος. Προφανώς στην Ελλάδα υπήρξε τραύμα συλλογικό, με τη δικτατορία του Μεταξά, την Κατοχή, τον εμφύλιο πόλεμο και προφανώς τα πολλαπλά ατομικά τραύματα που συνεπάγεται.
Κάθαρση ενός δύσκολου παρελθόντοςΗ χρήση των φακέλων στην Παραγουάη και την Γερμανία έγινε εν θερμώ από τους νικητές, αυτών που διατηρούσαν τους φακέλους, με δηλωμένο σκοπό την τιμωρία ή την δικαίωση των θυμάτων. Στην Ελλάδα δεν έγινε χρήση εν θερμώ. Όταν καταστράφηκαν οι φάκελοι το 1989, είχαν χάσει μεγάλο μέρος της επικαιρότητας, της πολιτικής και κοινωνικής χρήσης τους, διατηρούσαν όμως προφανώς την αξία του τεκμηρίου. Γιατί συνέβη αυτό; Γιατί από το ’74 ήταν μάλλον ανενεργοί, γιατί ίσως άρχισαν τα ηλεκτρονικά φακελώματα, γιατί το ’81-82 είχε αναγνωριστεί η Εθνική Αντίσταση με δύο μαρτυρίες και όχι με τη χρήση των φακέλων και το ’89 είχε αναγνωριστεί η περίοδος ’45-49 ως εμφύλιος πόλεμος. Ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού πληθυσμού διωκόμενο ή παραμερισμένο κοινωνικά έβρισκε δικαίωση χωρίς να χρειάζονται σε αυτό οι φάκελοι.
Το τραύμα της υπογραφής της δήλωσηςΌταν μιλάμε για κοινωνικά και ατομικά τραύματα, για παράδειγμα το τραύμα της υπογραφής δήλωσης, ξέρουμε ότι τα τραύματα αποσιωπώνται ή παραμερίζονται, έως ότου ο τραυματισμένος πατήσει σε ασφαλές έδαφος κοινωνικά και ψυχολογικά. Αυτό το ασφαλές έδαφος εν μέρει υπήρχε το 1989, μια διαδικασία που άρχισε σταδιακά από το 1974 και ολοκληρώθηκε το ’81. Αυτό σημαίνει ότι σε μια 15ετία από τη Μεταπολίτευση η σημασία των φακέλων ως υλικό δικαίωσης και τιμωρίας είχε αδυνατίσει σημαντικά. Κατά συνέπεια, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών μπορούσε να βλέπει την καταστροφή των φακέλων ως ένα μέρος μιας συνολικής κάθαρσης ενός δύσκολου παρελθόντος. Όταν μάλιστα αυτοί οι φάκελοι έκρυβαν λίγο παλιωμένα αλλά βαριά μυστικά, τόσο για τους διώκτες όσο και για τους διωκόμενους.
Ένα από τα επιχειρήματα που χρησιμοποιήθηκαν τότε για την καταστροφή των φακέλων είναι η αναμόχλευση των παθών που θα προκαλούσαν και τα ένοχα οικογενειακά μυστικά που θα έβγαιναν στην επιφάνεια. Πολύ σωστά ο Β. Καραμανωλάκης εστιάζει στις δηλώσεις μετανοίας. Οι δηλώσεις και οι διάφορες διαπραγματεύσεις, που αναγκάστηκαν να κάνουν με τις Αρχές οι οικογένειες για να τα βγάλουν πέρα, είναι ένα βασικό υλικό των φακέλων. Ξέρουμε τη μεγάλη σημασία των πιστοποιητικών νομιμοφροσύνης, χωρίς αυτά δεν γίνεται διορισμός, δεν μπαίνει στο πανεπιστήμιο, δεν βγάζει διαβατήριο ή άδεια οδήγησης. Δηλαδή πρόκειται για μια γενικευμένη πραγματικότητα, που οι άνθρωποι πρέπει να βρουν διάφορους τρόπους για να επιβιώσουν.
Το πρότυπο του αλύγιστου αγωνιστή υπάρχει στην κομμουνιστική αριστερά και όχι μόνο. Στα σημειώματα της φυλακής ο πατέρας μου Νίκος Πλουμπίδης δίνει μεγάλη σημασία στο ότι πρέπει να κάνουμε σαφή τη διαφορά του ποιοι είναι προδότες και ποιοι λύγισαν κάτω από τις πιέσεις και τα βασανιστήρια. Άλλωστε, το κατηγορητήριο του κόμματος είναι ότι χρησιμοποιούσε δηλωσίες στους μηχανισμούς του.
Μπορούμε, λοιπόν, να υποθέσουμε την ανακούφιση που θα υπήρχε να εξαφανιστούν αυτές οι οδυνηρές στιγμές μέσα στους φακέλους, μαζί με το καθεστώς που τις διατηρούσε γραπτά. Μπορούμε, ωστόσο, να πούμε ότι υπάρχει πλήρης επούλωση του τραύματος εξαφανίζοντας τα τεκμήριά του; Όχι. Η επούλωση εξαρτάται με πόση ασφάλεια έχει ξεπεραστεί η τραυματική κατάσταση.
* Ο Δ. Πλουμπίδης είναι καθηγητής Ψυχιατρικής στο ΕΚΠΑ και υποψήφιος ευρωβουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Εν θερμώΘα μου επιτρέψετε ένα παράδειγμα εν θερμώ χρήσης των φακέλων που μου διηγήθηκε η αγωνίστρια Βάσω Ζαχαριάδου, μυτιληνιά, που μετείχε στην εαμική εξουσία από τον Οκτώβριο μέχρι τον Γενάρη. Οι ασφαλίτες με τον διοικητή τους είναι στη φυλακή. Οι πολίτες άοπλοι ή ένοπλοι έρχονται, βλέπουν τους φακέλους, πηγαίνουν μπροστά τους και τους λένε «αυτά γράφεις για μένα ρε;» Υπάρχει μια μεγάλη πίεση, αλλά δεν συμβαίνει κανένα έκτροπο. Όπως ξέρετε μετά τα πράγματα άλλαξαν, οι ασφαλίτες ξαναβγαίνουν έξω και ξαναμπαίνουν μέσα οι κομμουνιστές. Η Βάσω Ζαχαριάδου έχει μια εξαιρετική μεταχείριση από τον διοικητή. Τον ρώτησε «γιατί κύριε διοικητά;» Της είπε «δεν φαντάζεστε πόσα σας οφείλω. Όταν ήμασταν στη φυλακή ήρθατε μια μέρα και μου είπατε μην ανησυχείτε, σε λίγο εσείς θα είσαστε έξω και εμείς μέσα. Μου δώσατε φοβερό θάρρος και σας το οφείλω.»
•