Χρήστος Χρυσόπουλος, «Η γη του θυμού» (εκδόσεις Νεφέλη, 2018)Ο θυμός είναι ένα συναίσθημα πολύ δυνατό, με μεγάλες τάσεις αυτονόμησης. Όχι τυχαία μιλάμε για ανθρώπους «εκτός εαυτού», για «ανεξέλεγκτο» θυμό, για καταστάσεις «εν βρασμώ» και πολλά παρόμοια. Η καταπίεσή του θεωρείται δείγμα πολιτισμού, παρόλο που συχνά ο «πολιτισμένος» υποφέρει πολύ εσωτερικά όταν δεν τον εξωτερικεύει και μπορεί να καταλήξει σε λανθασμένες αποφάσεις λόγω συσσώρευσης αρνητικών συναισθημάτων. Ο πολιτισμός, ως γνωστόν, με οποιαδήποτε έννοια, απαιτεί σοβαρές εσωτερικές επεξεργασίες κι ένα διαρκή τραμπαλισμό ανάμεσα στην αμφιβολία και την αυτοπεποίθηση, την κριτική και την αυτοκριτική. Απαιτεί και εκτόνωση μέσω του επιχειρήματος για να μην υπάρξει εκτόνωση μέσω της βίας. Όλα αυτά στη θεωρία, βέβαια.
Ο Χρήστος Χρυσόπουλος, γράφοντας τη «Γη του θυμού», προέβη στο εγχείρημα να αναδείξει το ζήτημα του θυμού το οποίο συνήθως δεν το σκεφτόμαστε ως πρωταγωνιστή των γεγονότων αλλά ως συνέπειά τους. Χωρίς δηλαδή ακριβώς να τον απομονώνει από τα συμφραζόμενά του, τον φέρνει μπροστά. Θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι πρόκειται για μια παράξενη επιλογή, ελαφρώς απολιτίκ, αφού αναδεικνύει τη συνέπεια σε βάρος των αιτίων, ωστόσο, αν το αναλύσει κανείς λίγο περισσότερο, θα καταλάβει ότι ο Χρυσόπουλος, ως παρατηρητής της καθημερινότητας κάνει μια απλή διαπίστωση που είναι, εντέλει, καταλυτική: ο θυμός γύρω μας είναι υπερβολικά μεγάλος. Και συνέπεια αυτής της διαπίστωσης, που μας γυρίζει αυτόματα σχεδόν να σκεφτούμε τα αίτια πιο πίσω, είναι ότι η ύπαρξη τόσο μεγάλου, διάχυτου θυμού δεν μπορεί παρά να σημαίνει ότι κάτι σάπιο υπάρχει στο βασίλειο, ότι συμβαίνει κάτι πολύ στραβό που προκαλεί μέσα μας την ανάδυση των χείριστων συναισθημάτων. Στην ουσία, δηλαδή, μας λέει ότι πρέπει να ψάξουμε να δούμε τι συμβαίνει μέσα μας και έξω μας, τι είναι αυτό στη ζωή όλων μας που δημιουργεί τέτοιες εντάσεις και άγονες αντιπαραθέσεις.
Η επιλογή του λοιπόν δικαιώνεται, και δικαιώνεται κυρίως από την άποψη της λογοτεχνίας και όχι του πολιτικού δοκιμίου, καθώς η λογοτεχνία αυτό ακριβώς θέλει να κάνει, να αναδείξει το γεγονός που βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας αλλά δεν το βλέπουμε και να μας υποχρεώσει να το ξανασκεφτούμε.
Η νουβέλα «Η Γη του θυμού» δεν αναφέρεται πάντως ειδικά στην Ελλάδα. Αναφέρεται γενικά σε όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο και είναι, σε τελική ανάλυση, ανάλογα παντού. Γράφτηκε στα ελληνικά αλλά πρωτοδημοσιεύτηκε στα γαλλικά, σε μετάφραση της Αν-Λωρ Μπριζάκ, το 2015, από τις εκδόσεις La Contre Allée. Ήταν παραγγελία, μάλλον, παρουσιάστηκε δε και ως θεατρική παράσταση στο Φεστιβάλ της Αβινιόν το 2018.
Θυμός χωρίς συγκεκριμένο τόποΣημείο εκκίνησης θα μπορούσε να είναι η Αθήνα των πρώτων χρόνων της κρίσης, συγκεκριμένος τόπος δεν αναφέρεται όμως πουθενά. Περιγράφονται διάφορες σκηνές θυμού και βίας: άντρες που κάνουν πιάτσα τη νύχτα και που δέρνουν μέχρι θανάτου έναν άτυχο ξένο περαστικό. Ένας ματατζής που βγάζει πιστόλι κατά διαδηλωτή. Μια εργαζόμενη σε τηλεφωνικό κέντρο που εργάζεται κάτω από εξαιρετικά βάρβαρες συνθήκες και που καταγγέλλει τον αδυσώπητο προϊστάμενο για σεξουαλική παρενόχληση και αυτός απολύεται. Ένας μαθητής σχολείου που έβαλε φωτιά στο σπίτι του για να εκδικηθεί τους γονείς του. Ένα ζευγάρι που φτάνει σε ακραίες μορφές λεκτικής βίας και σε ένα σημείο οργής που νιώθουν να ανταλλάσσουν σώματα και να οργίζονται και ως το αντίθετο αυτού που είναι! Ένας επιβάτης λεωφορείου που επιτίθεται λεκτικά σε συνεπιβάτη του επειδή του φάνηκε πως τον κοίταξε περίεργα, εκείνος αναγκάζεται να φύγει και οι άλλοι γύρω του απλώς κοιτάνε ποιος θα προλάβει να κάτσει στη θέση του. Μια γυναίκα που μιλάει στο τηλέφωνο στο δρόμο, στην αρχή ζητάει συγνώμη από τον σύντροφό της για τον τρόπο που του είχε μιλήσει προηγουμένως αλλά σταδιακά το τηλεφώνημα καταλήγει ξανά σε καβγά και, μάλιστα, σε χυδαίο υβρεολόγιο.
Ο αφηγητής σχολιάζει με τον τρόπο του τους διαλόγους που προκαλούν μειδίαμα και θλίψη ταυτοχρόνως, γιατί μας είναι γνωστοί, μας θυμίζουν διαλόγους που έχουμε ακούσει και εμείς και των οποίων τη βία την έχουμε πια συνηθίσει. Ο συγγραφέας δεν φαίνεται πολύ αισιόδοξος ότι τα πράγματα θα καλυτερεύσουν. Γράφει: «Καθώς περνούν τα χρόνια, ο θυμός μεγαλώνει. Παραδίδεται σαν ιερή παρακαταθήκη από τους γονείς στα παιδιά τους, κι από γενιά σε γενιά βαθαίνει. Μια μοναδική ευχή, πικρή σαν τύψη: οργίσου! Κράτα τον θυμό σφιχτά κοντά σου. Μην τον ξεχνάς. Αυτός, τουλάχιστον, δεν απαλλοτριώνεται».
Και αλλού: «Στους δρόμους, στα γραφεία, μέσα στα σπίτια μας, μέσα στα παιδικά μας δωμάτια, στα λεωφορεία, στα τρένα, από τη μια γειτονιά στην άλλη, από τη μια χώρα στην άλλη, παντού… Ακόμα κι όταν σιωπούμε, αυτή η σιωπή μας μοιάζει με ξέσπασμα. Τώρα τελευταία έχει γίνει πλέον ξεκάθαρο. Είμαστε οι κάτοικοι της γης του θυμού».
Ο Χρήστος Χρυσόπουλος είναι συγγραφέας που κινείται με άνεση ανάμεσα σε διαφορετικά είδη του λόγου, δημιουργώντας υβριδικά κείμενα, σε εντελώς άλλο μήκος κύματος από την κλασική ελληνική λογοτεχνία. Έχει ενδιαφέρον μάλιστα ότι αυτή η μοντερνιστική του πτυχή, μαζί με την ευρύτερα ανθρωπιστική θεματολογία του, που συχνά έχει να κάνει με την περιγραφή εικόνων της πόλης, με το μεταναστευτικό και άλλα πολύ σύγχρονα ζητήματα, τον έχει καταστήσει ιδιαίτερα γνωστό σε ορισμένες χώρες του εξωτερικού.
Συγγραφέας με αναγνώριση στο εξωτερικόΚατ’ εξοχήν μάλιστα στη Γαλλία, παρόλο που ο ίδιος είναι πολύ περισσότερο αγγλόφωνος παρά γαλλόφωνος. Πολλά βιβλία του έχουν κυκλοφορήσει από τον μεγάλο εκδοτικό οίκο Actes Sud, ενώ έχει κερδίσει δύο γαλλικά βραβεία και τον έχουν τιμήσει με τον τίτλο του Ιππότη των Γραμμάτων και των Τεχνών. Με την ίδια άνεση κινείται, πάντως, και σε άλλες χώρες της Ευρώπης αλλά και στις ΗΠΑ, δίνοντας διαλέξεις ή μετέχοντας σε φεστιβάλ.
Μία από τις μεγάλες αρετές του είναι ότι μπορεί και παρατηρεί, δίνει χρόνο στον εαυτό του να βγει στο δρόμο με μοναδικό σκοπό την παρατήρηση. Συχνά και με τον φωτογραφικό φακό του – πολλές φωτογραφίες του τις συμπεριλαμβάνει και στα λογοτεχνικά του βιβλία. Το λέει, άλλωστε, καθαρά ο ίδιος και στη «Γη του θυμού»: «Στέκομαι συχνά στην άκρη του δρόμου και προσπαθώ να καταλάβω τις ζωές των άλλων από την έκφραση του προσώπου τους, από το πώς χειρονομούν, από τη νευρικότητα του βήματός τους. Δεν το κάνω αυτό μόνο εδώ που ζω. Όπου κι αν ταξιδέψω, κάθε φορά προσπαθώ να εξασφαλίσω ένα πρωί ή ένα απόγευμα, για να σταθώ κάπου δίπλα στο δρόμο και να παρατηρήσω τους διαβάτες. Είναι μια ενδόμυχη επιθυμία να διακρίνω όλα εκείνα που διαφεύγουν από το βιαστικό βλέμμα. Όλα εκείνα που μπορείς να δεις πάνω στους αγνώστους, όταν δεν ξέρεις τίποτα για τη ζωή τους».
Και ευτυχώς ή δυστυχώς, το πρώτο που φαίνεται να διέκρινε, τουλάχιστον στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ήταν η οργή των ανθρώπων…
Μανώλης Πιμπλής