«ΤΡΙΣΤΑΝΑ»Η αλληγορίας της σήψηςΤου Στράτου Κερσανίδη
Ο Λουίς Μπουνιουέλ, ο μεγάλος αυτός ισπανός σκηνοθέτης, ο οποίος έχει αποκληθεί και «πατέρας του σουρεαλιστικού σινεμά», γύρισε την «Τριστάνα» (Tristana), το 1970. Η ταινία είχε προταθεί το 1971 για το ξενόγλωσσο Όσκαρ -το οποίο απονεμήθηκε στην ταινία «Ο κήπος των Φίντζι Κοντίνι» του Βιτόριο ντε Σίκα. Βέβαια εδώ να σημειώσουμε πως η συγκεκριμένη ταινία ξεφεύγει κάπως από τη σουρεαλιστική ματιά του σκηνοθέτη, καθώς διαθέτει ένα κατανοητό και βατό σενάριο. Παρόλα αυτά δεν απουσιάζουν οι συμβολισμοί και οι αλληγορίες.
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Μπενίτο Πέρεζ Γκάλντος, η ταινία αφηγείται την ιστορία της Τριστάνα, μια 17χρονης κοπέλας η οποία ζει στο Τολέδο τη δεκαετία του 1920. Όταν πεθαίνει η μητέρα της, η Τριστάνα μένει μόνη κι απροστάτευτη και δυσκολεύεται να επιβιώσει. Τότε αναλαμβάνει την κηδεμονία της ένας πλούσιος ηλικιωμένος άνδρας ο Δον Λόπε ο οποίος την προστατεύει και της σώζει κυριολεκτικά τη ζωή. Και ενώ γίνεται αληθινός πατέρας, σε λίγο η συμπεριφορά του αλλάζει και θα οδηγήσει την Τριστάνα στο κρεβάτι του. Η κοπέλα υπομένει την κατάσταση και προσπαθεί να κρύψει το μίσος της, μέχρις ότου γνωρίσει και ερωτευτεί έναν νεαρό ζωγράφο. Τότε εγκαταλείπει τον πατέρα-σύζυγό της και φεύγει με τον αγαπημένο της σε άλλη πόλη. Όμως η ευτυχία της Τριστάνα θα διαρκέσει μόνον δύο χρόνια καθώς αρρωσταίνει βαριά με όγκο στο πόδι κι έτσι αποφασίζει να επιστρέψει στο Τολέδο. Η κατάστασή της χειροτερεύει και οι γιατροί αποφασίζουν να την ακρωτηριάσουν για να της σώσουν τη ζωή. Τώρα πλέον η Τριστάνα είναι απόλυτα εξαρτώμενη από τον Δον Λόπε. Αλλά κι εκείνος, ηλικιωμένος καθώς είναι, θα αρρωστήσει και η Τριστάνα εντελώς ασυγκίνητη και ψυχρή θα τον αφήσει να πεθάνει.
Ο Μπουνιουέλ στέκεται περίπου ως παρατηρητής στους ήρωές τους. Δεν παίρνει θέση αλλά, ουσιαστικά, για μια ακόμη φορά όπως το συνηθίζει, παρατηρεί και μέσω της παρατήρησης αναδεικνύει τις αρρωστημένες σχέσεις της ξεπεσμένης αριστοκρατίας και της αστικής τάξης. Οι ήρωές του αντιπροσωπεύουν αυτόν το χωρίς ηθική κόσμο στον οποίο κυριαρχούν τα αρρωστημένα πάθη και ο ανταγωνισμός.
Επιπλέον η ταινία αποτελεί μια ξεκάθαρη αλληγορία κατά της δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο αλλά και μια φεμινιστική αντίληψη, η οποία βγαίνει από τη συμπεριφορά της κεντρικής ηρωίδας. Ο Μπουνιουέλ αλλάζει το χαρακτήρα της Τριστάνα σε σχέση με το βιβλίο του Μπενίτο Πέρεζ Γκάλντος και την μετατρέπει από μια υπάκουη νοικοκυρά σε μια γυναίκα η οποία αγωνίζεται για τα δικαιώματά της εναντίον μιας ανδροκρατικής κοινωνίας.
Όσο για το Δον Λόπε, τον άθεο, αντισυμβατικό ξεπεσμένο αριστοκράτη, ο οποίος φιλοσοφεί υπέρ της εργατικής τάξης χωρίς όμως να κάνει τίποτε περισσότερο, αντιπροσωπεύει τη σήψη της αριστοκρατίας και του καθεστώτος.
Στους πρωταγωνιστικούς ρόλους η Κατρίν Ντενέβ (Τριστάνα), ο Φερνάντο Ρέι (Δον Λόπε) και ο Φράνκο Νέρο (ζωγράφος).
strakersan@gmail.comkersanidis.wordpress.com «ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΕΝΤΡΙΞ»
Η αποδόμηση της Πράσινης ΓραμμήςΜε καθυστέρηση δύο εβδομάδων βγαίνει τελικά στις αίθουσες η πολύ καλή αυτή ταινία του Μάριου Πιπερίδη. Για την ταινία είχαμε γράψει στης Εποχή στις 12 Μαΐου, όταν είχε ανακοινωθεί αρχικά η έξοδός της στους κινηματογράφους και σήμερα αναδημοσιεύουμε ένα μέρος:
«Το 1974, όταν έγινε η τουρκική εισβολή στην Κύπρο, η Λευκωσία χωρίστηκε στα δύο. Σήμερα, 45 χρόνια μετά, η κυπριακή πρωτεύουσα παραμένει η τελευταία χωρισμένη πόλη στον κόσμο, κατάλοιπο της ανθρώπινης παράνοιας που γεννά το σοβινιστικό μίσος. Κι όμως, υπάρχουν άνθρωποι και από τις δύο πλευρές της Πράσινης Γραμμής οι οποίοι θέλουν να ζήσουν μαζί, ειρηνικά και να κυκλοφορούν ελεύθερα και από τις δύο πλευρές.
Με αυτό το θέμα, δηλαδή με τη χωρισμένη Λευκωσία και με τον αντίκτυπο που μπορεί να έχει αυτός στη ζωή των ανθρώπων, ασχολείται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας του Μάριου Πιπερίδη, «Αναζητώντας τον Χέντριξ», η οποία συμμετείχε στο διαγωνιστικό τμήμα του 59ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Μόνο που ο Πιπερίδης βλέπει το όλο ζήτημα με μια τελείως διαφορετική ματιά.
Κεντρικός χαρακτήρας της ταινίας είναι ο Γιάννης, ένας νέος άνδρας ο οποίος σχεδιάζει να φύγει από την Κύπρο σε μερικές μέρες. Στο μεταξύ χρωστά λεφτά σε κάποιους ύποπτους τύπους αλλά και πέντε ενοίκια. Ενώ προετοιμάζει το ταξίδι του και προσπαθεί να βρει λύση στα προβλήματά του, ένα νέο πρόβλημα έρχεται να προστεθεί στα ήδη υπάρχοντα. Μια μέρα ενώ βολτάρει με τον σκύλο του τον Τζίμι, εκείνος το σκάει, περνά τη Νεκρή Ζώνη και βρίσκεται από την άλλη πλευρά της Πράσινης Γραμμής, στην κατεχόμενη Λευκωσία! Έτσι αναγκάζεται να περάσει κι αυτός από την άλλη πλευρά για να τον αναζητήσει. Τον βρίσκει και παίρνουν το δρόμο για να επιστρέψουν στο σπίτι. Αλλά στην επιστροφή τον περιμένει ένα αναπάντεχο πρόβλημα. Ενώ κανείς δεν ζητά διαβατήριο, οι Ελληνοκύπριοι δεν του επιτρέπουν να περάσει τον Τζίμι στην ελληνοκυπριακή πλευρά επειδή απαγορεύεται να εισέρχονται ζώα από το Βορρά στο Νότο. Έτσι αναγκάζεται να ζητήσει τη βοήθεια ενός Τουρκοκύπριου ο οποίος θα τον συστήσει σε κάποιον λαθρέμπορο για να περάσει παράνομα τον Τζίμι από τα κατεχόμενα στην ελεύθερη Κύπρο. Μεγάλο μπλέξιμο!».
Το υπόλοιπο κείμενο με την κριτική για την ταινία μπορείτε να το αναζητήσετε είτε στο φύλλο της Εποχής της 12ης Μαΐου είτε στο epohi.gr/kinhmatografos-53
Στρά. Κερ. ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ«Αποκαλύψεις» (El desentierro) του Νλάτσο Ρουιπέρεζ: Ο Ζόρντι επιστρέφει από την Αργεντινή για να παρευρεθεί στην κηδεία ενός θείου του. Όμως η ξαφνική εμφάνιση της Βέρας, μιας κοπέλας από την Αλβανία που ήξερε πως είχε σκοτωθεί μαζί με τον πατέρα του σε ατύχημα, γίνεται η αιτία να διερευνήσει το παρελθόν του πατέρα του, Πάου, τον οποίο θεωρεί νεκρό. Αφού ανακαλύπτει πως ο πατέρας του δεν είναι θαμμένος στο νεκροταφείο του χωριού, θα μάθει πως ο Πάου το είχε σκάσει από τη χώρα μαζί με την Τιράνα, τη μητέρα της Βέρας, επειδή ήθελε να την βοηθήσει να γλυτώσει από τους διακινητές, οι οποίοι την είχαν εξαναγκάσει να οδηγηθεί στην πορνεία. Εξαιρετικό θρίλερ στον πυρήνα του οποίου βρίσκεται η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα στην Ευρώπη.
«Μα» (Ma) του Τέιτ Τέιλορ: Η Σου Αν ζει ήσυχα στο Οχάιο. Μια μέρα που η Μάγκι, μια έφηβη κοπέλα της ζητά να αγοράσει αλκοόλ για εκείνη και την παρέα της, η Σου Αν, της προτείνει να πιουν και να διασκεδάσουν στο υπόγειο του σπιτιού της ώστε να είναι πιο ασφαλείς. Μόνο που γυναίκα βάζει μερικούς κανόνες γι’ αυτό. Πρέπει ένα από τα παιδιά να παραμείνει νηφάλιο, απαγορεύεται να βλασφημούν, απαγορεύεται να ανεβούν στον επάνω όροφο και τέλος, να την αποκαλούν Μα. Σιγά-σιγά όμως όλα αυτά θα μετατραπούν σε εφιάλτη.
«Όνειρα σε ψηλοτάκουνες γόβες» (Dumplin’) της Αν Φλέτσερ: Η Γουίλ είναι μια παχουλή έφηβη η οποία θέλει να ακολουθήσει τα χνάρια της μητέρας της που είχε ανακηρυχθεί Βασίλισσα της Ομορφιάς. Εναντιώνεται στη «δικτατορία «των σημερινών προτύπων ομορφιάς και δηλώνει συμμετοχή στα τοπικά καλλιστεία. Η πράξη της θα βρει κι άλλες μιμήτριες, με αποτέλεσμα πολλές ακόμη κοπέλες να κάνουν το ίδιο. Μέσα από αυτό η Γουίλ θα ανακαλύψει την αληθινή φιλιά αλλά και την πραγματική ομορφιά.
«Γκοτζίλα ΙΙ: Ο βασιλιάς των τεράτων» (Godzila: The king of monsters) του Μάικλ Ντόχερτι: Μια ομάδα ζωολόγων θα βρεθεί αντιμέτωπη με κάτι εντυπωσιακό, τη σύγκρουση ανάμεσα σε αρχαία μυθικά τέρατα που αγωνίζονται για το πιο θα κυριαρχήσει στον κόσμο. Ανάμεσά τους και ο Γκοτζίλα, ο οποίος συγκρούεται με τη Μόθρα, τον Ρόνταν αλλά και τον τρικέφαλο Γκιντόρα!
«Rocketman» του Ντέξτερ Φλέτσερ: Ο Ρέτζιναλντ Κένεθ Ντουάιτ, γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1947 στο Πίνερ του Λονδίνου. Από τα 3 του χρόνια άρχισε να παίζει πιάνο εξ ακοής και στα 11 του μπήκε στη Βασιλική Μουσική Ακαδημία! Στα 16 του ήταν ήδη επαγγελματίας, αφού έπαιζε πιάνο και τραγουδούσε σε παμπ. Σήμερα, ο Ρέτζιναλντ είναι 72 ετών και είναι γνωστός εδώ και κάμποσες δεκαετίες ως, Έλτον Τζον. Στο θαυμάσιο αυτό μιούζικαλ ο Φλέτσερ παρακολουθεί τα πρώτα χρόνια της πορείας του μεγάλου αυτού μουσικού.
Σινεφίλ