Tης Δανάης Κολτσίδα*Ο Lula, κατά τις δύο θητείες του (2003-2010) ως πρόεδρος της Βραζιλίας, έβγαλε 30 εκατομμύρια (!) ανθρώπους από τη φτώχεια, κερδίζοντας την αγάπη του λαού του και την προσοχή όλων των αριστερών διεθνώς. Κι όμως, πολλοί από τους ανθρώπους αυτούς ψήφισαν τον ακροδεξιό Bolsonaro, στέλνοντας το Εργατικό Κόμμα του Lula στην αντιπολίτευση (και τον ίδιο στη φυλακή –αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Η εξέλιξη αυτή άφησε τους πολιτικούς επιστήμονες και, κυρίως, τους αριστερούς και προοδευτικούς ανθρώπους να αναρωτιούνται «τι μπορεί να πήγε στραβά».
Μια πρώτη –και αρκετά πειστική– απάντηση που δόθηκε αφορούσε την αποτυχία του Εργατικού Κόμματος να δώσει πολιτική διάσταση στις πρωτοβουλίες κοινωνικής βοήθειας που ανέλαβε, με αποτέλεσμα να δημιουργήσει απλώς μια «νέα μεσαία τάξη καταναλωτών», χωρίς η εμπειρία τους αυτή από τη διακυβέρνηση της Αριστεράς να επιδρά στη συνείδηση και στην πολιτική συμπεριφορά τους. Πάνω σε αυτό το έλλειμμα στηρίχθηκε ο Bolsonaro, ο οποίος απευθύνθηκε στους ψηφοφόρους εκείνους, οι οποίοι «όταν σκέφτονται ότι υπερέβησαν το όριο της φτώχειας κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Εργατικού Κόμματος, δεν συνδέουν το γεγονός αυτό με ένα άλλο παράδειγμα πολιτικής, αλλά με τη δική τους ατομική πειθαρχία και προσπάθεια»1.
Αντιμέτωπη με ένα παρόμοιο σοκ βρέθηκε –τηρουμένων ασφαλώς των αναλογιών– η ελληνική Αριστερά, μετά τις ευρωεκλογές της 26ης Μαΐου. Πώς ήταν δυνατόν τα 2,5 εκατομμύρια ανασφάλιστοι, που μέχρι το 2014 επιβίωναν μόνο χάρη στις εθελοντικές δομές αλληλεγγύης, να μην στήριξαν τον ΣΥΡΙΖΑ; Πώς ήταν δυνατόν οι δημόσιοι υπάλληλοι, μερικές χιλιάδες εκ των οποίων είχαν βρεθεί σε διαθεσιμότητα επί υπουργίας Κ. Μητσοτάκη και επανήλθαν επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, να είχαν κιόλας ξεχάσει;
Η απάντηση μάλλον πρέπει να αναζητηθεί στο μοντέλο του εκλογέα ως homo economicus, που ανέπτυξε ο Anthony Downs. Αν το πολιτικό πεδίο είναι μια ενιαία «αγορά», όπου τα κόμματα-«επιχειρήσεις» –του ίδιου πάντα κλάδου– ανταγωνίζονται μεταξύ τους, οι ψηφοφόροι, ως «καταναλωτές», επιλέγουν το κόμμα που τους υπόσχεται το μέγιστο ατομικό όφελος, χωρίς ιδεολογικά, ηθικά ή άλλα κίνητρα.
Ένα έλλειμμα, λοιπόν, του ΣΥΡΙΖΑ το προηγούμενο διάστημα –κατανοητό μεν, με δεδομένες τις έκτακτες συνθήκες, αλλά τελικά μάλλον κρίσιμο– έχει να κάνει με την προσχώρησή του, όχι συνειδητά προφανώς, στην κυρίαρχη αναπαράσταση της κοινωνίας, συμβάλλοντας στο να γίνει το πολιτικό πεδίο αντιληπτό ως ένας αδιαφοροποίητος χώρος όπου τα κόμματα πλειοδοτούν, και όχι ένα πεδίο ιδεολογικής και αξιακής αντιπαράθεσης.
Τα λάθηΤρία από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα:
Το πρώτο, αφορά το κεντρικό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ το οποίο, επί πολύ καιρό ήταν η «αποκατάσταση των αδικιών» της κρίσης και των μνημονίων. Ένα αφήγημα πιθανόν αποδοτικό εκλογικά την πρώτη περίοδο –καθώς σχεδόν όλοι, και δικαιολογημένα, θεωρούσαν εαυτούς αδικημένους από την κρίση, που λειτούργησε ωστόσο αντίστροφα στην πορεία, καθώς όλοι ανέμεναν να πάρουν όσα έχασαν κι όχι να υποστηρίξουν περαιτέρω άλλους που έχασαν περισσότερα ή και που δεν είχαν ποτέ ούτε τα στοιχειώδη.
Το δεύτερο παράδειγμα αφορά τη συζήτηση γύρω από τη «μεσαία τάξη» –μια έννοια από μόνη της προβληματική ως προς τον ορισμό της και ως εκ τούτου αρκούντως νεφελώδη, ώστε όλοι, λίγο-πολύ, να μπορούν να αυτοτοποθετηθούν εντός αυτής, με εξαίρεση την προφανή ένδεια ή πλούτο. Γι’ αυτό, εξάλλου, και έχει χρησιμοποιηθεί από τη Δεξιά και τα κυρίαρχα ΜΜΕ κατά κόρον, ως το φαντασιακό κοινό-στόχος των εξαγγελιών της –το ανάλογο των «μη προνομιούχων» των πρώτων χρόνων του ΠΑΣΟΚ.
Το τρίτο παράδειγμα αφορά αυτή καθεαυτή τη συζήτηση γύρω από τη φορολογία. Ατομικά, ο καθένας θα ήθελε να πληρώνει λιγότερους φόρους. Μόνο που αυτή είναι μια μειοδοσία στην οποία η Αριστερά θα χάνει πάντα, αν θέλει, δικαιώνοντας τις καταβολές της, να κάνει μια έστω περιορισμένη αναδιανομή πόρων, να στήσει ένα ποιοτικό κοινωνικό κράτος ή να ασκήσει ενεργές πολιτικές ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας και της απασχόλησης.
Όσο, λοιπόν, η Αριστερά πλειοδοτεί ή μειοδοτεί σε ένα πεδίο, τους όρους του οποίου έχει ήδη διαμορφώσει η Δεξιά, όσο αποδέχεται ως ορθολογική τη συμπεριφορά του homo economicus, όσο κυρίαρχη αξία είναι ο ατομισμός, θα χάνει. Οι ψηφοφόροι θα ανταποκρίνονται στους κανόνες του «ορθολογισμού», όπως στις πρόσφατες ευρωεκλογές, που (θεώρησαν ότι) πήραν από τον ΣΥΡΙΖΑ αυτό που είχε να τους δώσει και τώρα ήταν η ώρα να αποκομίσουν και από τη Νέα Δημοκρατία εκείνα που (θεώρησαν ότι) μπορούσαν να κερδίσουν.
Η λύση είναι να προσπαθήσει να αλλάξει το κυρίαρχο πρότυπο και, κατ’ επέκταση, τα κριτήρια της εκλογικής συμπεριφοράς των ανθρώπων, μεταβαίνοντας από τον «ορθολογισμό» του ατομικού οφέλους στην ιδέα της κοινωνικής αλληλεγγύης και της συλλογικής προόδου. Να δώσει πολιτικό περιεχόμενο, ταξικό πρόσημο, ιδεολογικό και αξιακό φορτίο σε κάθε μικρή ή μεγάλη πολιτική που εφαρμόζει ή εξαγγέλλει. Να κάνει, με άλλα λόγια, αυτό που δεν έκανε ο Lula.
*Διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς
Σημειώσεις:
1. Συνέντευξη του Bejamin Junge στο Vox (29/10/2018) : Corruption, fake news, and WhatsApp: how Bolsonaro won Brazil (https://www.vox.com/world/2018/10/29/18025066/bolsonaro-brazil-elections-voters-q-a)